Όταν οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται από τους ειδικούς (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, συμβούλους ψυχικής υγείας, κλπ.) στην διαδικασία της συμβουλευτικής ή θεραπευτικής παρέμβασης ως εργαλείο προσωπικής ανάπτυξης, κατά τη διάρκεια μιας Φωτο-συνεδρίας, δεν είναι το ίδιο με την ατομική δραστηριότητα της ελεύθερης φωτογράφισης που στόχο έχει την έκφραση και απελευθέρωση των συναισθημάτων της στιγμής. Στην δεύτερη περίπτωση μιλάμε για την Θεραπευτική φωτογραφία.
Πλήθος ειδικών της Φωτοθεραπείας (όπως οι Craig & Dwight και Krauss & Fryrear) συμφωνούν ότι η φωτογραφία δεν είναι ψυχοθεραπεία αλλά μια δραστηριότητα, η οποία μπορεί να αποβεί θεραπευτική, καθώς η λήψη, η παρατήρηση, η παρουσίαση και η ερμηνεία των εικόνων μπορεί να λειτουργήσει ως ένα συμπληρωματικό μέσο στην διαδικασία.
Η Φωτο-συνεδρία θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια εκλεπτυσμένη και περιεκτική μορφή παιχνιδιού για ενήλικες. Δεν πρόκειται ούτε για μια εσωτερική ψυχική πραγματικότητα, ούτε για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά για ένα είδος ενδιάμεσου, πειραματικού, αυθόρμητου, δημιουργικού χώρου. Υπάρχουν σαφείς παραλληλισμοί με τους τρόπους που τα παιδιά χρησιμοποιούν το παιχνίδι φαντασίας για να επαναλάβουν τα σενάρια ή να δοκιμάσουν ρόλους προκειμένου να δώσουν μορφή στις επιθυμίες και τους φόβους τους.
Κατά τη διάρκεια μιας Φωτοθεραπευτικής συνεδρίας δίνεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα όχι μόνο να λειτουργήσει αυθόρμητα και αυθεντικά, όπως θα έκανε αν συμμετείχε σε ένα παιχνίδι ως παιδί, αλλά επιπλέον ενδυναμώνεται η ικανότητα επανασύνδεσης του με το μπλοκαρισμένο ή απωθημένο υλικό. Δίνει δηλαδή τη δυνατότητα να έρθουν στο φως αντιλήψεις, προσδοκίες, προβληματισμοί, ανησυχίες, αξίες, προσωπικοί συμβολισμοί κ.ά.
Οι αναμνήσεις μερικές φορές αντανακλώνται διαφορετικά από ότι «πραγματικά» συνέβησαν, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Όπως σημειώνει και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές
Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς αλλά αυτή που θυμάται για να διηγηθεί
Και οι φωτογραφίες προσφέρουν αυτή την πρόκληση˙ επιτρέπουν να φρεσκάρει κανείς τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, δίνοντας του κάποιο είδος «άδειας» η οποία διευκολύνει την έκφραση τους, διότι τα συναισθήματα που εκφράζονται αποδίδονται στο περιεχόμενο της φωτογραφίας και όχι στο ίδιο το άτομο.
Για την Craig, και τους ֹFirth & Harcourt η φωτογραφία αξιοποιεί επιπλέον το πλεονέκτημα της διαφοράς του χρόνου λήψης και θέασης, ώστε να μπορεί κανείς να κάνει ένα βήμα πίσω και να προσπαθήσει να καταλάβει τι συνέβη τότε, προσφέροντας την δυνατότητα να μάθει από αυτές τις εμπειρίες.
Σύμφωνα με τον Kopytin η φωτογραφία έχει εξαγνιστική, επικοινωνιακή και προστατευτική λειτουργία που βοηθά τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ιδέες του, ενώ διατηρεί όχι μόνο μια κάποια χρονική απόσταση αλλά και μια συναισθηματική απόσταση, ιδιαίτερα σημαντική όταν πρόκειται για τραυματικές εμπειρίες.
Αυτή την συναισθηματική απόσταση η Weiser την αποκαλεί «απόσταση του βραχίονα», τόση δηλαδή όση είναι το μήκος του βραχίονα του χεριού που κρατά την φωτογραφία. Μια απόσταση που δίνει την δυνατότητα για μια «ασφαλή έκθεση», τόσο όταν αποφασίζει κανείς να μιλήσει για τον εαυτό του («εγώ σε αυτή την φωτογραφία….»), όσο και όταν αφουγκράζεται τους άλλους να μιλούν για εκείνον ( «εσύ σε αυτή τη φωτογραφία…»).
Ταυτόχρονα η φωτογραφία έχει την δυνατότητα να αποδώσει νέες ιδέες κάθε φορά που ξανά βλέπεται. Αυτό συμβαίνει γιατί, παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο, το πρόσωπο που την παρατηρεί δεν είναι το ίδιο κάθε στιγμή, ενώ ταυτόχρονα το νόημα μιας φωτογραφίας δεν είναι προκαθορισμένο ή απόλυτο.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η φωτογραφία προάγει την επικοινωνία του ενδιαφερόμενου τόσο με τον ίδιο του τον εαυτό, όσο και με τους άλλους. Αυτό μπορεί να επιδράσει θετικά ώστε να μειωθούν ή και να εξαλειφθούν προκαταλήψεις, εμπόδια, προσδοκίες και κρίσεις για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους γύρω του.
Συχνά το αποτέλεσμα μιας φωτογράφισης μοιάζει με έκπληξη ( ευχάριστη ή δυσάρεστη, καμία σημασία δεν έχει) που επιφυλάσσει κανείς στον εαυτό του. Δεδομένου ότι δεν μπορεί κανείς εύκολα να αμφισβητήσει την αλήθεια των δικών του φωτογραφιών. Ο «εαυτός» που παρουσιάζεται στη φωτογραφία είναι «ο αληθινός» και οι άνθρωποι δεν μπορούν «να κατηγορήσουν» κάποιον άλλον, αν δεν τους αρέσει η εικόνα τους. Συνεπώς, η φωτογραφία δίνει την ώθηση ώστε να προβεί κανείς στο πρώτο βήμα, να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του, να μετακινηθεί από τη θέση της παθητικότητας, σε μια πιο ενεργή θέση και να προβεί σε αλλαγές.
Και αυτές οι αλλαγές μπορεί να γίνουν η προσωπική του πυξίδα στα ερωτήματα αυτογνωσίας: ποιος είμαι, που κατευθύνομαι και γιατί. Ο Schaefer άλλωστε επιμένει,
Οι φωτογραφίες δεν είναι μόνο τα αποτυπώματα του μυαλού σε σχέση με το που έχουμε βρεθεί, αλλά ίσως να είναι και το που θέλουμε να κατευθυνθούμε ακόμα κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει.