Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ήλιος ήταν ερωτευμένος με την Ωκεανίδα Νύμφη, Κλυτία. Τον έρωτα αυτό αποφάσισε να καταστρέψει η Αφροδίτη, θέλοντας να πάρει εκδίκηση. Η θεά είχε εξοργιστεί, επειδή ο Ήλιος φανέρωσε την κρυφή ερωτική της σχέση με τον Άρη. Τον καταράστηκε, λοιπόν, να ερωτευτεί παράφορα την Λευκοθόη, κόρη του βασιλιά της Περσίας Όρχαμου και της Ευρυνόμης.Επειδή ήταν πάρα πολύ όμορφη, ο Ήλιος έριχνε τις ακτίνες του μόνο πάνω της. Ανέτειλε κάθε πρωί νωρίτερα και έδυε αργότερα, ώστε να μπορεί να τη θαυμάζει. Κάποια στιγμή θέλησε να την πλησιάσει και για να μπει στο διαμέρισμα της αγαπημένης του, πήρε τη μορφή της Ευρυνόμης. Κατάφερε να διώξει τις σκλάβες και να μείνει μόνος μαζί της, με τα εξής λόγια: «Φύγετε τώρα γιατί έχω κάποιο μυστικό να ανακοινώσω στην κυρά σας». Τότε αποκάλυψε στη Λευκοθόη την ταυτότητα και τις προθέσεις του: «Εγώ είμαι αυτός που σας βλέπει όλους και φωτίζει το Σύμπαν, είμαι το φως του κόσμου και σε αγαπώ». Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Λευκοθόη τρομοκρατήθηκε. Ο Ήλιος χωρίς να χάσει καιρό πήρε την πραγματική του μορφή και απέκτησε τη συνηθισμένη λαμπρότητα του. Τότε η νεαρή κοπέλα τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η πρώην ερωμένη του Ήλιου, η Κλυτία, ζήλεψε την ευτυχία τους. Πληροφόρησε τον βασιλιά Όρχαμο για τα καμώματα της κόρης του και εκείνος την τιμώρησε. Την έθαψε ζωντανή και ζήτησε να τη σκεπάσουν με ένα λόφο άμμου. Ο Ήλιος προσπάθησε να σώσει τη Λευκοθόη, αλλά ήταν πολύ αργά. Η κοπέλα είχε πεθάνει από ασφυξία. Για να τιμήσει τη μνήμη της, την περιέχυσε με αμβροσία και πότισε τη γη γύρω της λέγοντας: «Θα κάνω τουλάχιστον ό,τι χρειάζεται για να ανέβεις στον ουρανό». Αμέσως το κορμί της Λευκοθόης έβγαλε ρίζες και έγινε το δέντρο που παράγει το λιβάνι. Από εκείνη την ημέρα ο Ήλιος διέκοψε κάθε επαφή με την Κλυτία και την περιφρονούσε. Η απελπισία της την οδήγησε σε θανάσιμο μαρασμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ριζώσει στη γη και να μετατραπεί σε ένα φυτό με κίτρινο χρώμα. Πρόκειται για το ηλιοτρόπιο, το λουλούδι που στρέφεται στη μεριά του ήλιου και μαρτυρά τον έρωτα της Κλυτίας προς τον θεό. Λέγεται πως το ηλιοτρόπιο όταν βρεθεί κοντά σε δέντρα που παράγουν λιβάνι τα μαραίνει και μαραίνεται και το ίδιο αμέσως μετά....
-Είμαι το φως του κόσμου
-και εγώ που νόμιζα ότι ήσουν μόνο το δικό μου
Κλυτία
Ζήλευαν και παλιά,
Ζήλεψα κι εγώ-αν μετανιώνω τώρα δεν μπορώ να πω
Ήθελα να με ζεστάνεις και βρέθηκα μόνη στο νερό
Μαύρο και σκοτεινό
Σε περίμενα και άλλαζα
Από τον εαυτό μου ήθελα να σωθώ
Σηκώνω το κεφάλι κάθε τόσο
Να αποφύγω τον μαρασμό.
«είναι η ζήλεια μια ακτίνα
που σε καίει στα κρυφά
Κάνεις πράξεις χωρίς σκέψη
άμα αυτή μας κυβερνά
Μη μου πεις για κείνη πάλι με τα
χέρια τα λευκά
Όταν πάει να σε αγκαλιάσει
Το φαρμάκι με τσιγκλά,
και ξανά πίσω να πάμε
Σου ζητώ μα είναι αργά»
Λευκοθόη
Πάντα με εντυπωσίαζαν οι μεγάλες δηλώσεις
Αυτός με φώτισε
Με ένταση και με πλοκή
Κρίμα που με σκέπασαν με άμμο ενώ ήμουν ζωντανή.
Τότε
έλεγα μία ανάποδη προσευχή
«όσοι πολύ αγάπησαν
Το φως σου και τα χάδια
Να σε ξεχάσουν τους ζητώ
Κάθε που μυρίζουν
τον λευκό αδικημένο μου
Καπνό»
Δεν με έσωσε κανείς από την άμμο όπως γίνεται στους μύθους με τέλος καλό.
Ήλιος
Είμαστε ακόμα και οι 3 εδώ
Η μία με ψάχνει στον ουρανό
και κρύβομαι
Και η άλλη ευωδιάζει
Το χώμα και την εικόνα της προσπαθώ να θυμηθώ
Να μην την αδικήσω
Από μακριά να μην ξεχνώ
Μénage à trois
Και στη μέση πάντα εγώ