Το 1965 ο Marcos Rodriguez Pantoja εντοπίστηκε σε μια σπηλιά την οποία μοιραζόταν με μια αγέλη λύκων με την οποία ζούσε επί 12 χρόνια.
Ήταν αγοράκι ακόμη όταν πέθανε η μητέρα του και ο πατέρας του τον εγκατέλειψε. Για την ακρίβεια τον είχε πουλήσει σε έναν αγρότη ο οποίος ζούσε στα βουνά της Sierra Morena, στην Ισπανία.
Ο ίδιος εκτιμά σήμερα, πως πρέπει να ήταν έξι ή επτά ετών τότε. Ο αγρότης όμως πέθανε αφού πρώτα τον είχε αφήσει να ζήσει στα βουνά, μέσα στην άγρια φύση.
Σε ηλικία 19 ετών πια, ο Pantoja εντοπίστηκε από την ισπανική πολιτοφυλακή στη σπηλιά με τους λύκους και έτσι επέστρεψε στον πολιτισμό. Και τότε άλλαξαν τα πάντα.
Η ζωή του έγινε αντικείμενο μελέτης για τους ανθρωπολόγους, γράφτηκαν βιβλία ενώ το BBC παρουσίασε ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ το 2013.
Σήμερα το Pantoja είναι 72 ετών και ζει στο μικρό χωριό Rante στην επαρχία της Γαλικίας. Παρ′ ότι όμως ζει επί δεκαετίες πλέον μεταξύ των ανθρώπων, παραδέχεται πως οι τελευταίες ευχάριστες αναμνήσεις που έχει ήταν από τα χρόνια που ζούσε με τους λύκους.
Μιλώντας στην El Pais, δηλώνει σήμερα πως αισθάνεται ότι εξαπατήθηκε και ότι έπεσε θύμα κακομεταχείρισης από τους ανθρώπους, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εργοδότες του στις οικοδομές όπου εργάστηκε αλλά και από τον κλάδο της ιατρικής.
«Νομίζω πως με κοροϊδεύουν επειδή δεν ξέρω από πολιτική ή ποδόσφαιρο», είπε στην ισπανική εφημερίδα.
Βέβαια συμπληρώνει πως αν και αισθάνεται ότι δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στην «ανθρώπινη ζωή», οι γείτονές του τον έχουν αποδεχθεί ως έναν από αυτούς.
Ακόμη και έτσι όμως, δηλώνει απογοητευμένος από τον ανθρώπινο τρόπο ζωής και παραδέχεται ότι προσπάθησε να επιστρέψει στα βουνά, αλλά οι λύκοι πλέον δεν τον αναγνωρίζουν ως έναν από αυτούς.
«Το νιώθεις πως είναι εκεί έξω. Τους ακούς να βαριανασαίνουν και ανατριχιάζεις...αλλά δεν είναι εύκολο να τους δεις. Υπάρχουν λύκοι και εάν τους φωνάξω θα απαντήσουν αλλά δεν θα με πλησιάσουν. Μυρίζω όπως οι άνθρωποι, φοράω κολόνια».
Όπως λέει, κάποια στιγμή επέστρεψε ακόμη και στο σημείο που ήταν η σπηλιά όπου ζούσε με την αγέλη του αλλά με θλίψη διαπίστωσε πως η περιοχή ήταν γεμάτη εξοχικά και ηλεκτροφόρους φράχτες.
-Φοράς κολόνια;
-Ναι συχνά για να μη θυμάμαι πώς μύριζα παλιά.
Μάρκος
Όταν πέθανε ο κηδεμόνας μου ήμουν σχεδόν επτά και ζούσα στα βουνά.
Τον σκέπασα με κλαδιά και κάθε βράδυ έκλαιγα κοιτάζοντας ψηλά
Έβλεπα τα αστέρια ,καμιά φορά νόμιζα ότι στο φεγγάρι έβλεπα τη μαμά
-Θυμάστε τη μητέρα σας;
-Θυμάμαι τη μυρωδιά της
Η μαμά μύριζε ζύμη και βροχή.
Ύστερα ήρθε ένα κοπάδι λύκων και μείναμε όλοι μαζί.
Με μύριζαν και σκέπαζαν και ζούσα τρυφερή ζωή.
-Τρώγατε κρέας ωμό στο βουνό;
-Το έτρωγα ναι, ακόμα και τώρα στο πιάτο μου ψάχνω αίμα να δω.
Με έλεγαν βάρβαρο το ψιθύριζαν στο χωριό
Πως ούρλιαζα τα βράδια
Και δεν πλενόμουν για καιρό
Μέχρι που ήρθες εσύ
Μύριζες μισή λύκος και μισή θνητή.
Και έτσι μείναμε μαζί
«Τα βράδια όταν έφυγες
Μετρούσα τα αστεράκια
Και γέμισαν τα χέρια μου μαύρα
σα μυρμιγκάκια
Τα έπλενα στον ποταμό
Τα έπλενα στη βρύση
Μα έβγαιναν και μου ‘λεγαν:
Εκείνη σε έχει αφήσει
Μονάχο στο ολοσκόταδο
Μονάχο και στον ήλιο
Τα κράτησα κι εγώ λοιπόν
Ενθύμιο και θρήνο
Όταν συχνά σε σκέφτομαι
Τα μυρμιγκάκια πνίγω.»
Μερσέδες Λούπα
Στο σχολείομε πείραζαν ότι μύριζα σα σκύλος ειδικά
μετά την πανσέληνο στη βροχή
Δεν έδινα σημασία και καθόμουν δίπλα στο παράθυρο μοναχή.
Νόμιζα πως θα είμαι πάντα σε παράθυρο έτσι χωρίς να με σκουντήξει κάποιος,
Μια χαζομάρα να μου πει
Και ήρθες μια μέρα στο μαγαζί που δουλεύω
Πρόβαρες όλα τα πανωφόρια
και έμεινες να κοιτάς ένα που είχε έκπτωση σημαντική
-Είναι δέρμα λύκου είπα
Ποιότητα εξαιρετική
Θυμάμαι το κράτησες κοντά στο πρόσωπό σου και
Με ένα αναστεναγμό είπες :
-Ναι το έχω αισθανθεί
Μετά με ρώτησες τι άρωμα φοράω
Και αυτό ήταν!
Δεν ήμουν πια στο παράθυρο ούτε μοναχή
Βγήκαμε ραντεβού και κάναμε βόλτες στο βουνό
ως το επόμενο πρωί.