Πριν παντρευτεί και γίνει βασίλισσα της Αγγλίας, η Μαίρη, η μεγαλύτερη κόρη του Ιακώβου ΙΙ, ήταν μία απελπισμένα ερωτευμένη πριγκίπισσα, με μια γυναίκα. Αυτή η κοπέλα ήταν η Φράνσις Άπσλι, η όμορφη κόρη του φροντιστή γερακιών του βασιλιά και εννέα χρόνια μεγαλύτερή της. Σε δεκάδες παθιασμένα γράμματα, η πριγκίπισσα αποκαλούσε τη Φράνσις «Αουρέλια» και της απευθυνόταν ως «σύζυγό» της. «Θα άκουγες νέα από μένα κάθε δεκαπέντε λεπτά αν ήταν δυνατόν», ξεχείλιζε από ενθουσιασμό η Μαίρη σε ένα γράμμα, ενώ σε ένα άλλο διακήρυσσε με ενθουσιασμό ότι «όλα τα βιβλία του κόσμου δεν θα μπορούσαν να περιέχουν τη μισή αγάπη που έχω για σένα, λατρευτή, λατρευτή, αγαπημένη Αουρέλια». Η ενθουσιασμός της ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο όταν σε κάποιο σημείο προσφέρθηκε να γίνει «ψείρα στο στήθος» της Φράνσις. Μερικά από τα γράμματα ήταν σχεδόν μαζοχιστικά: «Είμαι η ταπεινή υπηρέτριά σου για να φιλάω το χώμα όπου πηγαίνεις. Ναι, είμαι το σκυλάκι σου με το λουρί, το ψάρι σου μέσα στο δίχτυ, το πουλί σου στο κλουβί, η ταπεινή σου πέστροφα»! Μετά από λίγο, ο κατακλυσμός από ασφυκτικά ερωτικά γράμματα της Μαίρης άρχισε να κάνει τη Φράνσις να αισθάνεται άβολα και η κοπέλα άρχισε να αποτραβιέται. Καθώς τα γράμματα της Φράνσις γίνονταν όλο και πιο αραιά και η συμπεριφορά της ολοένα και πιο απόμακρη, η Μαίρη της έγραφε πιο απελπισμένα: «Ω, δείξε λίγο έλεος για μένα και αγάπησε με ξανά ή σκότωσέ με εντελώς με τη σκληρότητά σου, γιατί δεν μπορώ να ζήσω με την αδιαφορία σου, αγαπημένο, πολυαγαπημένο πλάσμα, γοητευτική, πρόθυμη, γλυκιά, αγαπημένη Αουρέλια». Η απελπισία της, εν τέλει, μεγάλωσε όταν πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο να παντρευτεί τον ψυχρό ξάδελφό της, Γουλιέλμο της Οράγγης και να μείνει μαζί του στην Ολλανδία. Η πριγκίπισσα Μαίρη έκλαιγε ασταμάτητε για μιάμιση μέρα. Στο τέλος έκανε ότι την πρόσταξε η οικογένειά της και το 1688, βοήθησε τον άντρα της να σφετεριστεί τον θρόνο του πατέρα της....
-Λες θα φύγει αυτή τη φορά;
-Την προηγούμενη πέταξε και γύρισε στον ώμο σου
Δε θέλει να μείνει από σένα μακριά
Φράνσις
Φυσικά και είμαι κολακευμένη
να είμαι τόσο ευνοημένη
Μου στέλνει γράμματα με τον λακέ που φοράει βελούδα μπλε
Έρχεται και φεύγει
Ένα χαρτί
Από τη Μαίρη
Και μου λέει:
«Αυτή είναι η καρδιά μου
Τσαλάκωσε την και κάψε την μετά»
Δεν τα καίω τα γράμματά σου όμως ακόμα και όταν τελειώσει
Η επιθυμία θα τα έχω στα πόδια μου
Σα θηράματα ακόμα ζεστά
Με περιγράφουν ως συνεσταλμένη όσοι δεν με γνώρισαν καλά
Απλώς ξέρω
Το παιχνίδι έχει αρχή μέση και τέλος
δεν κρατάει για πάντα
Σκεφτείτε το πινάκλ να μην τέλειωνε
Θα ήταν όλα τόσο βαρετά
«γράψε μου γράμμα πρόστυχο
Κι ας έχει καλούς τρόπους
Έμαθα ότι η καρδιά
Χορεύει στους ανθρώπους
Λεξούλες αν της δίνουνε
Όταν αυτή πεινά
Τότε βρίσκει τα βήματα
Και δεν τα λησμονά»
Μαίρη
Το τελευταίο γεράκι δε γύρισε ξανά
Αγαπημένη μου στην Ολλανδία
Έχει τουλίπες και μάτια υγρά
Φεύγω, ενώ δε θέλω
Μακάρι να είχα
Εγώ
τα φτερά.