Στην πόλη Καζέρτα του Ιταλικού Νότου, υπήρχε ένα έθιμο το οποίο χρονονολογείτο από πολύ παλιά και το οποίο έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες να έχουν μία ζωή με το σύντροφό τους, «ασφαλή.» Όταν ένα ζευγάρι ερωτευόταν, ο άντρας, μαζί με το προγαμιαίο δώρο έκανε στη γυναίκα και ένα πιστόλι δώρο, το οποίο συνήθως συνοδευόταν από την εξής φράση: «Εάν δεν αποδειχθώ πιστός, ιδού, με αυτό μπορείς να με σκοτώσεις.» Το συγκεκριμένο έθιμο υπήρχε από την εποχή όπου οι άντρες έδιναν στις γυναίκες τους ένα στιλέτο, ως ένδειξη «πίστεως μέχρι θανάτου». Το 1961, μια τέτοια προσφορά έκανε και ο Ιταλός Μάριο Τορνικάζα στην αγαπημένη του, Κοντσετίνα Τζίππο, ο οποίος της υποσχέθηκε αιώνια αφοσίωση. «Πάρε αυτό το πιστόλι Κοντσέττα. Αν ποτέ σ΄εγκαταλείψω, σκότωσέ με!» Για πέντε ολόκληρα χρόνια, ο Μάριο υποσχόταν στην Κοντσέττα ότι θα την παντρευτεί, με την «ασφάλεια» που του έδινε η πρόταση που της είχε κάνει με το πιστόλι. Η νεαρή Ιταλίδα, είχε πειστεί από τα ωραία λόγια του γοητευτικού αρραβωνιαστικού της και περίμενε υπομονετικά τη μέρα που θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας με τον Μάριο. «Δε σ΄αγαπώ πια!» Καθώς ο καιρός περνούσε, ο Μάριο απέφευγε όλο και περισσότερο την όμορφη Κοντσέττα. Ήταν ασυνεπής στα ραντεβού τους, ενώ σε κάποια δεν πήγαινε ποτέ. Πάντοτε όμως τη διαβεβαίωνε. «Μην ανησυχείς, μια μέρα θα παντρευτούμε.» Πλέον, κάποια άλλη γυναίκα ήταν στη ζωή του Τορνικάζα. Η Κοντσέττα Τον Ιούνιο του 1966, λίγες εβδομάδες μετά την τελευταία «υπόσχεσή του Μάριο, η Κοντσετίνα Τζίππο παρέλαβε ένα αναπάντεχο γράμμα. «Σου είχα ορκιστεί ότι θα γίνεις γυναίκα μου, αλλά δε σ΄αγαπώ πια. Τι αξία θα είχε να παντρευτούμε αφού δεν υπάρχει τώρα αγάπη, τουλάχιστον απο μέρους μου; Συγχώρεσέ με και προσπάθησε να με ξεχάσεις. Αντίο!» Μετά το σοκ της, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε η Κοντσέττα ήταν το «πολύτιμο» δώρο που της είχε κάνει ο Μάριο τη μέρα των αρραβώνων τους. Στο μυαλό της απατημένης Ιταλίδας πλέον, το μόνο που υπήρχε ήταν η φράση που συνόδευε το δώρο της, «αν σ΄εγκαταλείψω Κοντσέττα…» Το ραντεβού Η Κοντσεττίνα ζήτησε μια τελευταία συνάντηση με τον Μάριο για να της πει και απο κοντά, αυτά που της είχε γράψει. Ο Μάριο δέχθηκε την πρότασή της και συμφώνησε να συναντηθούν σ ΄ένα όμορφο εξοχικό κέντρο, κάπου στην Καζέρτα. Ο Μάριο είχε υποσχεθεί ότι δεν είχε μπει καμία αλλη γυναίκα στη ζωή του και πως το μόνο που συνέβαινε ήταν ότι δεν ένιωθε τίποτα για την Κοντσέττα. Τότε, η Κοντσέττα άνοιξε την τσάντα της, δίνοντας την εντύπωση ότι θα έβγαζε κάποιο μαντήλι για να σκουπίσει τα δάκρυά της, αφού όση ώρα της μιλούσε ο Μάριο εκείνη έκλαιγε. Αστραπιαία, έβγαλε απο τη τσάντα της το πιστόλι εκείνο που της είχε κάνει δώρο ο Μάριο. Πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα, τον πυροβόλησε στο μέτωπο και εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος με μια τεράστια τρύπα στο κεφάλι. Το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελευθερία» στις 14 Ιουνίου 1966 «Σκότωσα έναν απατεώνα. Φωνάξτε την αστυνομία, θέλω να παραδοθώ.» Η μικρή κοινωνία της Καζέρτας είχε μείνει κατάπληκτη απο το δράμα του νεαρού ζευγαριού, καθώς και οι δύο ήταν απο καλές και γνωστές οικογένειες της πόλης. Εκείνος γνωστός μηχανικός και εκείνη κόρη γιατρού. Οι αρχές συνέλαβαν την Κοντσεττίνα Τζίππο. Ήταν μόλις είκοσι ετών. Ερωτευμένη, απατημένη και δολοφόνος…...
-Ψηλά τα χέρια
-θα με κλέψεις; Επειδή σε αρνούμαι τώρα εδώ;
-Αυτό που θέλω δεν κλέβεται, μονάχα ήτανε μια φορά και έναν καιρό.
Μάριο
Ορκιζόμουν ότι δεν είχε σφαίρες το όπλο,
το είχα ξεχάσει
Όπως σε ξέχασα κι εσένα.
‘Εβγαλες το μαντήλι να σκουπίσεις τα μάτια σου
Έτρεχε το ρίμελ -πρώτη φορά έβλεπα μαύρα δάκρυα.
Μα ήταν καλοκαίρι και συμβαίνουν αυτά:
Σκηνές αποχωρισμού, όμορφα κορίτσια στην παραλία και το δικό σου παράπονο
Σου έδωσα το σακάκι μου φύσηξε αεράκι
Και μετά με πυροβόλησες, κι έπεσα
από το παγκάκι
«Μένει η αγάπη όρθια
στον ουρανό πετά;
Ή πέφτει και τσακίζεται
στα τάρταρα βαθιά;
Εγώ ήμουν στα σύννεφα
Κι εσύ εκεί κοντά
σου είπα την αλήθεια μου
και πόνεσες φριχτά.
Δεν ήθελα αγάπη μου
να φύγω ξαφνικά
Δεν είμαι εγώ ο άτιμος
μα είναι η ερημιά»
Κοντσέττα
Όπλο που δεν θα πυροβολήσει
Στόμα που δεν θα φιλήσει
Συναντηθήκαμε στην δροσερή εξοχή
Ακούγεται ο κρότος δυνατά
κι εκεί
όπως στης πόλης την καρδιά
Έφυγαν από τα δένδρα τα πουλιά
Έπεσες έκπληκτος
Απρόοπτα είναι όλα αυτά
Απρόβλεπτα
Ανήκουστα
Κι έμεινα μόνη στην ερημιά.