Από τότε για μένα το γηροκομείο έγινε η δική μου γειτονιά. Μια γειτονιά που μοσχοβολάει γιασεμί. Μια γειτονιά με τη γιαγιά και τον παππού να λένε ιστορίες. Μια γειτονιά σα κι αυτή που μεγάλωσα. Τότε στην Μυτιλήνη, σε μια ανέμελη παιδική εποχή γεμάτη από μελωδίες και μυρωδιές. Σήμερα στο γηροκομείο του Βόλου ως επισκέπτης βρήκα αγάπη. Συσσωρευμένη αγάπη από ανθρώπους σε μια εύθραυστη στιγμή της ζωής τους. Βρήκα επικοινωνία, χαμόγελο και από το προσωπικό. Τους ανθρώπους που επιτελούν πραγματικό λειτούργημα. Ένας καλός λόγος που τόσο σπανίζει στις μέρες μας, μια σφιχτή αγκαλιά γεμάτη συμπάθεια προσφέρουν απλόχερα στους γέροντες. Στο κομοδίνο τους υπάρχει μια εικονίτσα Του Κυρίου, ένα ποτήρι δροσερό νερό, μια ανθοδέσμη φρέσκα λουλούδια.
“Το δικό μου γηροκομείο”
Μετά την τρίτη ατομική μου φωτογραφική έκθεση “Τα πρόσωπα των άλλων” με επιμελητή τον φίλο τον Δημήτρη, σκέφτηκα να αναζητήσω νέους φωτογραφικούς ορίζοντες στο γηροκομείο Βόλου. Στο τηλεφώνημά μου απάντησε, η κοινωνική λειτουργός της μονάδας Ματίνα. Πήρα βαθιά ανάσα και ξεδίπλωσα τις σκέψεις μου για μια έκθεση φωτογραφίας με θέμα τους φιλοξενούμενους της μονάδας. Η Ματίνα, ο πρώτος άνθρωπος που άκουσα στο γηροκομείο, υποστήριξε την ιδέα μου με θέρμη βρίσκοντάς την αισιόδοξη. Μετά τις απαραίτητες διαδικασίες που πήραν αρκετό χρόνο (τουλάχιστον στα μάτια μου), η Ματίνα με καλωσόρισε στους φιλοξενούμενους μια ανοιξιάτικη μέρα του 2015.
Από τότε για μένα το γηροκομείο έγινε η δική μου γειτονιά. Μια γειτονιά που μοσχοβολάει γιασεμί. Μια γειτονιά με τη γιαγιά και τον παππού να λένε ιστορίες. Μια γειτονιά σα κι αυτή που μεγάλωσα. Τότε στην Μυτιλήνη, σε μια ανέμελη παιδική εποχή γεμάτη από μελωδίες και μυρωδιές. Σημερα στο γηροκομείο του Βόλου ως επισκέπτης βρήκα αγάπη. Συσσωρευμένη αγάπη από ανθρώπους σε μια εύθραυστη στιγμή της ζωής τους. Βρήκα επικοινωνία, χαμόγελο και από το προσωπικό. Τους ανθρώπους που επιτελούν πραγματικό λειτούργημα. Ένας καλός λόγος που τόσο σπανίζει στις μέρες μας, μια σφιχτή αγκαλιά γεμάτη συμπάθεια προσφέρουν απλόχερα στους γέροντες. Στο κομοδίνο τους υπάρχει μια εικονίτσα Του Κυρίου, ένα ποτήρι δροσερό νερό, μια ανθοδέσμη φρέσκα λουλούδια. Αυτόν τον ένα χρόνο που επισκεπτόμουν το γηροκομείο δεν είχα τελικό σκοπό την έκθεση φωτογραφίας.
Τις περισσότερες φορές δεν είχα την φωτογραφική μηχανή μαζί μου. Ήθελα να με εμπιστευθούν, να με ακούσουν, να τους ακούσω χωρίς να βάλω τον φακό ανάμεσά μας. Με τον καιρό με εμπιστεύθηκαν και τους εμπιστεύθηκα. Μου ξεδίπλωσαν τα προβλήματα τους, τις δυσκολίες, την μοναξιά, την κλονισμένη υγεία τους. Στο γηροκομείο Βόλου θυμήθηκα πως είμαι άνθρωπος. Ο χρόνος μοιάζει να σταμάτησε. Η ζωή έχει αξία. Η επικοινωνία ακόμα μεγαλύτερη. Οι γερόντισσες και οι γέροντες με αγκάλιασαν. Με κοίταξαν εγκάρδια. Με συμβούλευσαν. Με τίμησαν. Με είπαν εγγόνι τους. Τι μεγάλη χαρά! Τι μεγάλη τιμή! Χρόνια είχα να το ακούσω. Ήρθε το εγγόνι μας! Πόσο τυχερός αισθάνομαι να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους, να φωτογραφίζω ανθρώπους που μου δίνουν τον πραγματικό τους εαυτό. Είδα το δωμάτιό τους. Τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, γεμάτες ιστορία. Νιόπαντροι, νεαροί με όνειρα. Τώρα αναπολούν. Τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τη ζωή τους, το μέλλον τους.
Είδα “αγίους” να υπομένουν κατάκοιτοι, καθηλωμένοι στο κρεβάτι αθόρυβα, να περνά η μέρα και η μακρά τους νύχτα με το “Δόξα το Θεό” στα χείλη. Είδα προσφορά. Ανώνυμοι συμπολίτες μας έφερναν σακούλες με καφέ, ζάχαρη, ρουχισμό, τρόφιμα, βιβλία, τσιγάρα. Διασκέδασα. Κοινωνικοί φορείς, η φιλαρμονική ορχήστρα Βόλου, ιδιώτες, μουσικοί, φυσιοθεραπευτές και τόσοι άλλοι παρέλασαν από την αυλή του γηροκομείου. Το “Γηροκομείον Βόλου” υπήρξε μεγάλο μάθημα μα και πρόκληση για μένα.
Ευχαριστώ θερμά τον πρόεδρο του γηροκομείου Παύλο που με εμπιστεύθηκε και δεν παρενέβη στιγμή στο έργο μου. Ένα ευχαριστώ ιδιαίτερα στην προϊσταμένη ʼννα που το αυθόρμητο χαμόγελό της είναι το καλύτερο γιατρικό στους φιλοξενούμενους. Ευχαριστώ τον φίλο Ναπολέοντα φιλοξενούμενο της μονάδας, την Κατερίνα, τον Σταύρο, την Ασπασία, την Σεραγώ, την Μαρία, την Στέλλα, την Αγλαία, τον Παναγιώτη, τον Κώστα, τον Γιώργο, τον Φράνκο, την Βαρβάρα, την Παρασκευή, την Φωτεινή, την Ειρήνη, την Μάχη, την Ευαγγελία για την φιλία τους. Ευχαριστώ την Αγάθη και τον Μάριο για την επιμέλεια του τυπώματος. Ευχαριστώ επίσης τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό και τους φιλοξενούμενους του γηροκομείου.
Ευχαριστώ τον δάσκαλό μου Πλάτων Ριβέλλη για την βοήθεια στην επιλογή των φωτογραφιών και την καθοδήγηση.
Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στους γονείς μου Ευάγγελο και Αικατερίνη που δεν έπαψαν να πιστεύουν σε μένα.
Παναγιώτης Ανδριώτης
Πρόλογος από τον Πλάτων Ριβέλλη
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια είχα την τύχη να παρακολουθώ την εξέλιξη της φωτογραφικής δουλειάς του Παναγιώτη Ανδριώτη, την οποία μου ο ίδιος μου έδειχνε ζητώντας τη γνώμη μου και τις προτιμήσεις μου.
Το πρώτο που με ενδιαφέρει όταν κρίνω φωτογραφίες είναι το επίπεδο εκείνων των φωτογραφιών που απορρίπτω ως υποδεέστερες. Αυτές είναι που προσδιορίζουν την ποιότητα του φωτογράφου, περισσότερο από εκείνες που θεωρούνται πετυχημένες, οι οποίες άλλωστε σπανίως απουσιάζουν πλήρως από ένα φωτογραφικό σύνολο. Στο διάστημα αυτό δεν νομίζω ότι είδα έστω και μία φωτογραφία του Παναγιώτη που να μπορούσε να χαρακτηριστεί πραγματικά αδιάφορη, ή, ακόμα χειρότερα, μη φωτογραφική. Μπροστά σε μια τέτοια παραγωγή η χαρά μου ανταγωνιζόταν την περιέργειά μου, αφού κάθε στιγμή περίμενα την έκπληξη εκείνης της φωτογραφίας που θα ξεπερνούσε το ήδη πολύ καλό επίπεδο της μέσης εξασφαλισμένης ποιότητας.
Ο Παναγιώτης δούλευε αυτά τα χρόνια τρία κυρίως θέματα παράλληλα, τα οποία -όπως αναμένει κανείς από έναν καλό και συνειδητοποιημένο φωτογράφο- είχαν υπογείως αρκετά κοινά σημεία. Το ένα ήταν κενοί και φαινομενικά αδιάφοροι χώροι πολυκατοικιών και κτιρίων -πιλοτές, αυλές, τοίχοι-, το άλλο φωτογραφίες από μνήματα και οστεοφυλάκια και το τρίτο πορτρέτα από τροφίμους οίκων ευγηρίας.
Αυτό που πρωτίστως και αβίαστα προκύπτει είναι ότι και τα τρία αυτά θέματα στερούνται φωτογραφικής πρωτοτυπίας, έχουν δηλαδή χρησιμοποιηθεί συχνά και από αρκετούς φωτογράφους, όπως επίσης ότι είναι βεβαρυμένα από συναισθηματικές προεκτάσεις και κοινωνικές αναφορές. Οι πιθανότητες επομένως για τον φωτογράφο να υπερνικήσει την ανία και το αυτονόητο είναι πραγματικά μικρές. Πέραν τούτου κάθε προσπάθειά του να υπερβεί τους σκοπέλους αυτούς εύκολα κινδυνεύει να υποκύψει σε φορμαλιστικές, συναισθηματικές ή εννοιολογικές υπερβολές.
Το δεύτερο που συνειδητοποιεί κάποιος αν παραθέσει τα τρία αυτά θέματα είναι ότι εμπεριέχουν στοιχεία μοναξιάς, φόβου και, ενδεχομένως, σκληρότητας. Διαστάσεις, δηλαδή, που δεν βοηθούν στη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου, αφού το έργο τέχνης έχει -και είναι φυσικό και πρέπον να έχει- πανηγυρικά θετική κατάληξη. Γι’ αυτό και με έκπληξη διαπίστωσα ότι ο φωτογράφος αντιμετώπισε με επιτυχία αυτή την πρόκληση και μάλιστα με τρόπο που να μοιάζει απολύτως φυσικός.
Η επιτυχία του φαίνεται περισσότερο στο θέμα του οίκου ευγηρίας όπου οι κίνδυνοι ήταν πολύ μεγαλύτεροι, διότι στη δημιουργία συμμετείχαν συγκεκριμένοι άνθρωποι που ήταν ουσιαστικά οι φορείς και οι εκφραστές των εμποδίων και των προκλήσεων που συνοδεύουν και βαραίνουν το συγκεκριμένο &th
https://www.ifocus.gr/visual-stories/presentation/975-to-girokomeion#sigProId5288e0f0f0