Είχε περάσει πολύς καιρός,
μα ο χρόνος είναι πάντα σχετικός,
σκέφτηκε ο Λαγός που έτρεχε
πρωί στο δάσος.
-Πόσο μακάριος αισθάνομαι
όταν τρέχω...
Και στο ω
σταμάτησε και την είδε.
Ήταν πιο μεγάλη με τα μαλλιά τραβηγμένα πίσω με μια κορδέλα.
Η Αλίκη
Καθισμένη να γέρνει σ'εναν κορμό δένδρου με ένα βιβλίο
στα πόδια της.
Ξερόβηξε και την πλησίασε.
Είχε τα μάτια μισόκλειστα και έτσι τόλμησε να κοιτάξει το πρόσωπό της από κοντά.
Και ήταν εκεί
η πιο μικρή φλέβα που χτυπούσε δίπλα στο μάτι.
Ο Λαγός συγκινήθηκε από την ανάμνηση
και μυρίζοντας το άρωμά της
(ακόμα το ίδιο πατσουλί)
άρχισε να φτερνίζεται.
Η Αλίκη άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε με απορία.
-Κοιμήθηκα και άφησα το ποίημα στη μέση
-Έτρεχα και άφησα εμάς στη μέση,
απάντησε ο Λαγός.
Μα δεν τον αναγνώριζε όσο και αν της έλεγε
τι είχε γίνει,
η Αλίκη
κουνούσε το κεφάλι με παραίτηση.
-Μήπως δεν ήμουν εγώ;
Και τότε ο Λαγός κοίταξε τη σελίδα που είχε ανοίξει η Αλίκη
και διάβασε δυνατά το ποίημα του Πόουπ:
«Όλοι μαθαίνουν κάποτε/ Ο κόσμος ξεχνάει / κι ο κόσμος ξέχασε/ Αιώνια λιακάδα του Άσπιλου Πνεύματος! Κάθε προσευχή δεκτή / και ευχή παραιτημένη./ Πόσο ευτυχισμένος είναι ο αθώος!»
Έτσι ο Λαγός που δεν ήταν αθώος
γιατί θυμόταν,
δάκρυσε με τον Κόσμο που ξέχασε.
Και έγινε
για μια ακόμα φορά
λευκός
καπνός.