‘Εβρεχε τόσο, που γλίστρησε σε μία σχάρα
και βρέθηκε στον Υπόγειο.
-Ημέρα που βρήκα να φορέσω άσπρα,
μουρμούρισε η Αλίκη
και εκεί που
περιπλανιόταν στο ημίφως
έπεσε πάνω στον Λαγό.
Έτρεχε πάλι με γυαλιά ηλίου και το Άι ποντ
Τον πάτησε μάλιστα με το λευκό της παπούτσι
στο δάχτυλό του το πιο μικρό.
-Αου! έκανε και έβγαλε τα γυαλιά του.
Κάθε φορά που σας βλέπω τραυματίζομαι.
-Την τελευταία,
είχατε πέσει
στο έδαφος
στο δάσος και
Κάνατε τον Ψόφιο Κοριό
-Ηθελα να φύγω,
τόσο,
που έκανα κάτι ταπεινωτικό
-Ηξερα πως ήσουν καλά,
έπαιζε λίγο το δεξί σου μάτι.
-Νευρολογικό Τικ είπε ο Λαγός
και κοίταξε το ρολόι του
Εχω αργήσει πάλι
-Κι εγώ
έχω χαθεί,
είπε η Αλίκη
-Θα κλείσουμε τα μάτια και θα περπατήσουμε
σε αντίθετες κατευθύνσεις
δεν θα κάνουμε όμως ζαβολιές
όποιος κοιτάξει πρώτος πίσω
χάνει.
"Δεν πήγα στο φεγγάρι,
δεν πήγα μακριά,
μα πίσω δεν κοίταξα
γιατί
τα λευκά παπούτσια
να χαθούμε
δεν θα άντεχαν
για άλλη μια φορά"