Ξύπνησε και διψούσε
σαν να μην είχε πιεί ποτέ νερό.
Έβλεπε όνειρο
ότι κολυμπούσε,
συχνά
έκανε
μία βουτιά-
είχε αλάτι στο στόμα
έγλειψε τα χείλη
δυνατά.
"Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα."
λέει η Έμιλι Ντίκινσον
Γέμισε μία κανάτα νερό
και την ήπιε όλη
-Ακόμα διψώ.
Η νοσοκόμα γύρισε και τον κοίταξε μητρικά
-Γιατρέ Γουάιλντ
χθες ήπιατε έναν ποταμό
Κοίταξε το άδειο μπουκάλι.
Κόκκινο γαλλικό κρασί.
-Ξαφνικά δίψασα,
είπε η Ρέιτσελ και βγήκε να πάρει
εμφιαλωμένο νερό
Το άνοιξε και το έφτυσε
αμέσως
-Είναι αλμυρό
πώς κατάφερα να πάρω χαλασμένο νερό;
"τα παλιά χρόνια στο χωριό που είναι τώρα
η κλινική
οι άνθρωποι μάζευαν
της βροχής το νερό
και το έπιναν
για ξόρκι
αφού σάπιζε
μετά από αρκετό καιρό"
-Ξόρκι γιατί;
-για να ξεχάσει
κανείς
ή να θυμηθεί
-Ξόρκι ψυχαναλυτή!
δούλεψε ποτέ;
-Δε θυμάται κανείς για
να μας πει.
Φορούσε λευκά όλη εκείνη
την περίοδο.
Κανένα άλλο χρώμα.
-Μόλις ήρθα στη Νέα Υόρκη
ήθελα να φοράω άσπρα
όπως στην κλινική.
Σαν την
Εμιλι Ντίκινσον
στο τέλος της ζωής της.
Είχε μία παλιά έκδοση στο γραφείο της
ήταν τσαλακωμένη στο 135.
Άρχιζε να χιονίζει
Το ποίημα τελειώνει
με χιόνι
και βγήκε έξω πάλι χωρίς παλτό.
Ο Γουάιλντ κοίταξε έξω και είδε ότι η κουκουβάγια
δεν ήταν πια εκεί.
Ξενύχτησε και έφυγε να κυνηγήσει
μόνη.
-το τέλος του ποιήματος της
δίψας
ψιθύρισε
"Τα Πουλιά, απ’ το χιόνι."