"Πέρασαν οι μέρες και οι πτήσεις ήταν
πολλές.
Έβλεπε
κόσμο στα αεροδρόμια
με πινακίδες που έγραφαν ονόματα.
Είναι λίγο αμήχανο
να σε περιμένει
άγνωστος.
Mόνο με χαιρετισμό,
Χωρίς αγκαλιά"
"Χωρίς να χαιρετήσει
έφυγε.
Καλύτερα,
γιατί θα έπρεπε να εξηγήσει
-Γιατί φεύγετε; είχε ρωτήσει τον Γουάιλντ
-Για να πάω αλλού,
της είχε απαντήσει
Τελείωσαν οι ιστορίες μου.
-Άμα τελειώνουν οι ιστορίες
φτιάχνουμε καινούργιες.
-Αν θέλουμε
-Μα ποιός δε θέλει; ήθελε να του πει
Οι ιστορίες σου με κράτησαν ζωντανή!
Aλλά δεν "
Όταν έφτασε στην κλινική ήταν
απόγευμα
έτρεξε με όλη του τη δύναμη,
είχε να τρέξει έτσι από τη Ρώμη.
Τα ξερά πια τριαντάφυλλα μαδούσαν στους διαδρόμους,
έφτασε στην πόρτα
και χωρίς να χτυπήσει
μπήκε να της πει.
-Έχω νέες ιστορίες,
είπε στο άδειο δωμάτιο
Κάθισε στο στρωμένο κρεβάτι και
κουκουλώθηκε μέχρι το κεφάλι
Η κουβέρτα μύριζε ακόμα
οικεία.
-Θα είσαι κάπου κοντά
Κοιμήθηκε με τα ρούχα και τα γυαλιά.
Θαμπωσαν τα γυαλιά στον ύπνο του
άρχισε να κλαίει.
Δάκρυα κυλούσαν και μούσκεψε το μαξιλάρι.
Ξύπνησε γιατί νόμιζε ότι ήταν στη θάλασσα
Τίναξε το μαξιλάρι και κάτω από αυτό
ήταν ένα χαρτί διπλωμένο
πολλές φορές
Το άνοιξε με προσοχή
"Του κανενός το Ρόδο
είμαι εγώ"
έγραφε με σινική
Άρχισε να βρέχει στο πρόσωπο της,
σταγόνες
έπεφταν
με ρυθμό.
Περπάτησε σιωπηλή
-Μυρίζει τριανταφυλλο ανοιχτό
τέλειωσαν οι ιστορίες σου
και
τώρα
θα στις
λέω εγώ.