'Aλλαζε διαρκώς αεροπλάνα,
Πρέπει να επιστρέψω!
Το χρόνο
δυστυχώς,
δεν μπορώ να κλέψω.
Σκέφτηκε τη χρονομηχανή.
Μικρός είχε μπει σ'ενα χαρτόκουτο μετακόμισης
-Θα μείνω εκεί.
-Πού; έλεγε η μαμά του
-Εκεί που δεν μπορεί
Κανένας
να με βρει.
Μα τον βρήκε,
Ο Κανένας
και πήγαν στο νέο σπίτι.
Και όταν αργότερα ξεκίνησα την πρακτική,
έγραφα τις ιστορίες των ασθενών
και τις έλεγα.
Είπα τις ιστορίες μου
όλες στη Ραχήλ και μετά
έφυγα.
Στο Σικάγο είχε χιονοθύελλα,
το αεροπλάνο δεν μπορούσε να απογειωθεί,
είχε μείνει σα φάντασμα
τεράστιο λευκό.
Βγήκε από το αεροδρόμιο,
να τεντωθεί λίγο
και στάθηκε στο χιόνι
Να πέσει πάνω μου.
Και οι βλεφαρίδες του έγιναν λευκές
Έβαλε λίγο μάσκαρα,
άνοιξε το καθρεπτάκι
και χάζευε.
Μακριές βλεφαρίδες,
έλεγε το κουτί
Ντιόρ
'Μαύρο Πέπλο'
"άμα πέσει μία βλεφαρίδα
πρέπει να την κρατήσεις και να κάνεις μία ευχή"
-Βγαίνει;
Τη ρώτησε η κοπέλα
στη διπλανή θέση στο τρένο
-Είναι αδιάβροχη η μάσκαρα;
-Αν κάνεις βουτιά,
άμα κλάψεις ξαφνικά,
θα φύγει
ναι
-Είμαστε λίγο μεγάλες γι αυτά.
-Κολυμπάω συχνά
-Για τα δάκρυα
-Α, ναι.
Μπήκε να ψάξει την Πύλη του
με τα χιόνια στα ρούχα.
-τα βλέφαρα σας είναι λευκά, του είπε
ένα κοριτσάκι που διάβαζε προσεκτικά
ένα βιβλίο για σκάκι
-Θα γέρασα ξαφνικά!
της απάντησε γελώντας
-Τι διαβάζεις;
-Ενα βιβλίο για σκάκι
του είπε σοβαρά.
"Τον πλησίασε και φύσηξε το χιόνι από τα μάτια του
απαλά
μία βλεφαρίδα γυριστή
ξέφυγε και την κράτησε
εκεί.
Είναι δική μου
τώρα πια"