"Τα παλιά χρόνια σ'ένα χωριό
λίγο μακριά από εδώ
οι άνθρωποι μάζευαν το πρώτο νερό της βροχής
σε γυάλες"
-Οι γάλλοι λένε τσίσα της γάτας όταν ψιλοβρέχει
είπε η Ραχήλ και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Βρέχει
να βγω έξω.
Από την άλλη πλευρά να βρέχει ή να είναι θεού χαρά;
"Μπαίνουμε σε καταιγίδα"
Ακούστηκε η φωνή της αεροσυνοδού
Ο Γουάιλντ έπιασε το μπράτσο του καθίσματος δυνατά.
Όταν βγω από δω
ο ήλιος θα με ζεστάνει
στη ραχοκοκαλιά
σα χάδι.
-Δεν φοβάμαι τους κεραυνούς πλέον,
είπε η Ραχήλ και βγήκε στον κήπο της κλινικής
Πήρε ένα βάζο άδειο και στάθηκε
κάτω από ένα δένδρο
-Εδώ είμαι,
ψιθύρισε
και γέμισε το βάζο βρόχινο νερό.
Στο αεροσκάφος μία γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει
φοβάμαι
σε κρίση πανικού
"Αν υπάρχει γιατρός, θα τον παρακαλούσαμε να
έρθει στην πρώτη θέση
είπε μία φωνή ψηλά"
Σηκώθηκε ο Γουάιλντ και του έπεσαν στη μοκέτα τα γυαλιά
-Εγώ εδώ,
είπε και πλησίασε
Της έδωσε ένα χάπι μπλε και της κράτησε το χέρι
Η γυναίκα χαμογέλασε
-Σας ευχαριστώ, ξέρετε μικρή με είχε χτυπήσει κεραυνός
κάτω από ένα δένδρο.
-Γλιτώσατε
-Ναι, ήταν στο χωρίο που μεγάλωσα
κρατούσα μία γυάλα
και μάζευα βρόχινο νερό.
"Οταν χτύπησε ο κεραυνός
ήταν μακριά
άκουσε τον ήχο
έπεσε το βάζο και γέμισαν τα πόδια της
κρύσταλλα μικρά"
Σταμάτησε η βροχή
έσβησαν τα κόκκινα φώτα
και βγήκαν
να πουλήσουν αρώματα οι αεροσυνοδοί.
Ο Γουάιλντ διάλεξε ένα του Κένζο
το φλάουερ
-Κάπως πατσουλί, σκέφτηκε
και έχωσε τη μύτη του
στο λαιμό του μπουκαλιού.
Μυρίζει λίγο σαν επιθυμία
που μούλιασε
στη βροχή.