Το iFocus διοργανώνει τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025, στις 19.00, διαδικτυακή διάλεξη με τον Χρήστο Κοψαχείλη με θέμα:
"Φωτογραφίζοντας τα παιδιά της οικογένειας"
Η τελευταία διάλεξη της σαιζόν είναι αφιερωμένη σε δέκα φωτογράφους, οι οποίοι έχουν φωτογραφίσει συστηματικά, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, τα παιδιά τους, όχι απαραίτητα για τα αναμνηστικά άλμπουμ της οικογένειας, αλλά εναρμονισμένα με το υπόλοιπο καλλιτεχνικό έργο τους.
Aenne Biermann (1898-1933), Bernard Plossu (1945-), Bertien Van Mannen (1942-), Debbie Caffery (1948-), Emmet Gowin (1941-), Julie Blackmon (1966-), Margaret M. de Lange (1963-), Nicholas Nixon (1947-), Ralph Eugene Meatyard (1925-1972), Sally Mann (1951-)
Η Sally Mann (1951-), έγινε ευρέως γνωστή με τη μονογραφία της «Immediate Family», η οποία εκδόθηκε το 1992. Σε μια εποχή που οι συντηρητικοί πολιτικοί στις ΗΠΑ καταφέρονταν εναντίον και της παραμικρής υποψίας παιδικής πορνογραφίας, προκειμένου να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους τους, αναγκάζοντας, συχνά, τους καλλιτέχνες να αυτολογοκρίνονται, η Mann παρουσίασε μια σειρά γυμνών ή ημίγυμνων φωτογραφιών των παιδιών της σε αισθησιακές στάσεις δίνοντας το δικαίωμα σ’ έναν ομοσπονδιακό εισαγγελέα να δηλώσει ότι: «όχι λιγότερες από οκτώ φωτογραφίες που είχε επιλέξει για το λεύκωμα, θα μπορούσαν να την οδηγήσουν σε σύλληψη». Στη συνέχεια, Αρχές, κριτικοί και κοινό μετατόπισαν τη συζήτηση από την όποια ποιότητα είχαν οι φωτογραφίες της σε θέματα ηθικής σχετιζόμενα με το ταμπού της παιδικής σεξουαλικότητας, εκτοξεύοντας τη φήμη της.
Sally Mann - Immediate Family
Στην ίδια περιοχή που δραστηριοποιήθηκε η Sally Mann, στο Λέξινγκτον του Κεντάκι, αλλά τουλάχιστον τριάντα νωρίτερα, ο RalphEugene Meatyard (1925-1972), ένας οπτικός που αυτοπροσδιοριζόταν ως «αφοσιωμένος ερασιτέχνης φωτογράφος» (dedicated amateur), είχε επίσης φωτογραφίσει συστηματικά τα παιδιά του Ωστόσο οι φωτογραφίες του δεν εικονογραφούν την καθημερινή τουςζωή, πολύ δε περισσότερο δεν έχουν χώρο σε ένα οικογενειακό άλμπουμ. Τα παιδιά ξάπλωναν πάνω στα χορτάρια στις άδειες μπροστινές αυλές, ακουμπούσαν σε σπασμένες πόρτες, τα χέρια τους αγκάλιαζαν τις φθαρμένες ξύλινες σ2 ανίδες. Κοίταζαν από τα ανοίγματα των παραθύρων, έριχναν τα βλέμματα τους σε εγκαταλελειμμένες γωνιές ερειπωμένων σπιτιών. Κάθονταν σε άδειες βεράντες, κουλουριάζονταν και έκλειναν τα μάτια τους όταν έπεφταν πάνω τους οι ακτίνες του ήλιου. Οι φωτογραφίες των παιδιών του Meatyard είναι εσκεμμένα παράδοξες και διφορούμενες, όπως τα όνειρα, όπου το πραγματικό συμπλέκεται με το φαντασιακό.
Ralph Eugene Meatyard
Εντελώς συμπτωματικά, στις ίδιες πολιτείες του Νότου, μια ακόμη φωτογράφος η Debbie Caffery (1948-), από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησης της δημιούργησε εξαιρετικές φωτογραφίες των παιδιών της. Η Caffery χρησιμοποιεί μια τεχνική χαμηλού φωτισμού που προσδίδει μια θεατρικότητα στις φωτογραφίες της. Οι πόζες των παιδιών, ορισμένες εκ των οποίων μοιάζουν με αυτές της Mann – αν και της Caffery προηγούνται χρονικά – ξεχειλίζουν από τρυφερότητα και ζεστασιά.
Debbie Caffery
Εγκεφαλικές κατασκευές με μηχανή στούντιο, πολύ κοντινές λήψεις, προσεγμένος τεχνικός φωτισμός και μια προσπάθεια εξεζητημένης φυσικότητας – που φωνάζει από μακριά ότι είναι ψεύτική – χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος από το έργο του Nicholas Nixon (1947-). Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι φωτογραφίες της οικογένειάς του. Ο Nixon, στη , προσπάθεια του να εντάξει τον χρόνο στη φωτογραφία, μια διάσταση που αντίκειται στο ίδιο το μέσο, καταφεύγει σε «σειρές» φωτογραφιών πάνω στο ίδιο θέμα, τις οποίες τις πραγματοποιεί σε βάθος δεκαετιών. Η πιο γνωστή, που του χάρισε φήμη και αναγνώριση, είναι οι «Brown Sisters», μια τυπική πόζα της συζύγου του και των αδελφών της, η οποία όμως επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Μια έξυπνη ιδέα που εικονογραφείται από αδιάφορες φωτογραφίες.
Nicholas Nixon
Στη σειρά με το τίτλο «Κόρες», η Νορβηγίδα Margaret M. de Lange (1963-), παρουσιάζει ασπρόμαυρες φωτογραφίες των δύο κοριτσιών της που τραβήχτηκαν κατά τη διάρκεια των καλοκαιριών της παιδικής τους ηλικίας. Αν και το πρότζεκτ ξεκίνησε το 1993 και συνεχίστηκε μέχρι το 2002, μόνο όταν και οι δύο κόρες έφτασαν σε ηλικία που μπορούσαν να δώσουν την άδειά τους, η de Lange έκανε το βήμα να εκθέσει το έργο δημόσια. Οι φωτογραφίες απεικονίζουν τα δύο κορίτσια να απολαμβάνουν τα καλοκαίρια τους στην ύπαιθρο, ξυπόλυτα και συχνά γυμνά, σε ένα σκοτεινό και κοκκώδες, υψηλής αντίθεσης στυλ. Στις φωτογραφίες, τα παιδιά φαίνονται να αποτελούν μέρος της φύσης γύρω τους, με χώμα και γρασίδι να προσκολλώνται στα γόνατα και τα πόδια, με κουκούλες από δέρμα ζώων. Γίνονται σαν τα πλάσματα της σκανδιναβικής λαογραφίας που, όπως εξηγεί η de Lange, «λέγεται ότι εμφανίζονταν στο λυκόφως και ήταν πάντα όμορφα, αλλά συχνά και κακά».
Margaret M. de Lange - Daughters
Ενώ σπούδαζε γαλλικά, γερμανικά και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο, η Bertien van Manen (1942-), εργάστηκε για λίγο ως μοντέλο. Έχασε όμως πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον της για το μόντελινγκ και θέλησε να αλλάξει τα πράγματα, να περάσει πίσω από την κάμερα αντί να είναι μπροστά της. Από το 1961 ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Άρχισε λοιπόν να φωτογραφίζει την άμεση οικογένειά της, δημιουργώντας μια ασπρόμαυρη σειρά που μεταφέρει την οπτική μιας μητέρας καθώς παρακολουθεί τα παιδιά της να παίζουν ξέγνοιαστα - συχνά γυμνά - και να εξελίσσονται σταδιακά σε έφηβους. Σε αντίθεση με το προσεκτικά σχεδιασμένο στη παραμικρή του λεπτομέρεια έργο της Sally Mann ή τη σκανδιναβική εκδοχή των φωτογραφιών της Margaret de Lange, η αισθητική της μοιάζει μάλλον πρόχειρη και αυθόρμητη, αλλά το ευαίσθητο μάτι της κάνει τη συλλογή αυτών των φωτογραφιών, κάτι πολύ περισσότερο από ένα οικογενειακό άλμπουμ. Έθεσε ξεκάθαρα από τότε τον κανόνα για την φωτογραφική προσέγγισή της, βλέποντας το εξαιρετικό στο συνηθισμένο, το οικουμενικό στο ιδιωτικό, χωρίς τον πειρασμό να υπερβάλλει. Το υλικό αυτό συγκεντρώθηκε πολλά χρόνια αργότερα, στο λεύκωμα «Easter and Oak Trees», (2013), τίτλος που παραπέμπει ευθέως στις Πασχαλινές συγκεντρώσεις στο οικογενειακό αγρόκτημα με τις βελανιδιές.
Bertien van Manen - Easter and Oak Trees
Οι φωτογραφίες της σύγχρονης Αμερικανίδας φωτογράφου Julie Blackmon (1966-), είναι ένα επιδέξιο μείγμα ποπ φαινομένων, καταναλωτικής κουλτούρας, κοινωνικής σάτιρας και πονηρών αναφορών σε εμβληματικά έργα τέχνης. Είναι γεμάτες με αντικείμενα μιας χρήσης από τα οποία συχνά αποστρέφουμε το βλέμμα μας: σακούλες από πατατάκια και περιτυλίγματα fast food, πεταμένα παιχνίδια και περιοδικά. Η ίδια δηλώνει ότι εμπνέεται από την εμπειρία της να μεγαλώνει σε μια μεγάλη οικογένεια, από τον σημερινό της ρόλο ως μητέρα και φωτογράφος και τη διαχρονικότητα της οικογενειακής δυναμικής. Ως το μεγαλύτερο από τα εννέα παιδιά της οικογένειάς της και μητέρα η ίδια τριών παιδιών, η Blackmon χρησιμοποιεί τα δικά της μέλη της οικογένειας και το νοικοκυριό της για να «υπερβεί το φωτογραφικό ντοκουμέντο και να εξερευνήσει τα φανταστικά στοιχεία της καθημερινότητάς μας». Το «Mind Games» το πρώτο σημαντικό έργο της Blackmon, εξερευνά το παιδικό παιχνίδι μέσα από μια σειρά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που δείχνουν τον δηλωμένο θαυμασμό της στη Sally Mann. Στη συνέχεια, αντλώντας ερεθίσματα από τη δική της οικογενειακή ζωή, η Blackmon δημιουργεί ψηφιακά επεξεργασμένες εικόνες σε οικεία περιβάλλοντα – όπως ένα μπάρμπεκιου στην πίσω αυλή ή ένα παντοπωλείο. Επηρεασμένη επίσης από τον μοντερνιστή ζωγράφο Balthus, φτιάχνει πολυάσχολες σκηνές στις οποίες ο χρόνος σταματά αφήνοντας τον θεατή να προβλέψει τι μπορεί να συμβεί την επόμενη στιγμή.
Julie Blackmon - Homegrown
Info
Online Παρακολούθηση
Διάρκεια: 3 ωρών (19.00 - 22:00)
Κόστος: 15 Ευρώ η διάλεξη
Δηλώσεις συμμετοχής Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., 6942879879