Το iFocus διοργανώνει τη Δευτέρα 7 Απριλίου 2025, στις 19.00, διαδικτυακή διάλεξη με τον Χρήστο Κοψαχείλη με θέμα:
Φωτογραφίζοντας στην Ανατολική Ευρώπη πριν, αλλά και μετά, τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου!
Evelyn Richter (1930-2021), Helga Steffens Paris (1938-2024), Victor Kolář (1941-), Andrej Ban (1968-)
Γεννημένη στο Bautzen, μια μικρή πόλη της Ανατολικής Σαξονίας, η Evelyn Richter (1930-2021), βίωσε ταραχώδεις εποχές, συμπεριλαμβανομένης της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού, που οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη διαίρεση της χώρας της. Έζησε στη συνέχεια για σαράντα χρόνια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά είχε τη χαρά να δει και να φωτογραφίσει την Ειρηνική Επανάσταση του 1989, που έφερε τη πτώση του τείχους του Βερολίνου και την επακόλουθη επανένωση της Γερμανίας, πριν πεθάνει στη Δρέσδη το 2021. Κόρη πλούσιας οικογένειας, είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με τις τέχνες από πολύ μικρή ηλικία και τελικά επέλεξε αυθόρμητα τη φωτογραφία.
Το 1948 ξεκίνησε μαθήματα στην ιδιωτική σχολή του Pan Walther στη Δρέσδη, όπου μυήθηκε στην παραδοσιακή αισθητική της καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Όταν όμως ο Walther αυτομόλησε στη Δυτική Γερμανία, διέκοψε τις σπουδές της και εργάστηκε ως τεχνικός εργαστηρίου μέχρι που, λόγω μιας σύντομης χαλάρωσης των πολιτικών κανονισμών, της επετράπη να σπουδάσει καλλιτεχνική φωτογραφία στην Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών της Λειψίας το 1953. Όμως οι υψηλές προσδοκίες της ανοιχτόμυαλης και φιλόδοξης Richter από την καλλιτεχνική διδασκαλία δεν εκπληρώθηκαν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας εισήγαγε σαφείς και αυστηρές οδηγίες που περιόριζαν την αφαίρεση στις τέχνες και καθιέρωναν αυτή τη τάση που έμεινε στην ιστορία ως «σοσιαλιστικός ρεαλισμός». Έτσι, στα χρόνια της Richter, το πρόγραμμα σπουδών περιελάμβανε επιστημονική φωτογραφία, διαφήμιση, ρεπορτάζ και πορτραίτο. Αυτό συνέβη επειδή η φωτογραφία θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό εργαλείο για τον εκδοτικό κλάδο και τον εικονογραφημένο τύπο, παρά σαν μια μορφή αυτόνομης τέχνης.
Μετά από δυο χρόνια σπουδών η Evelyn Richter αποβλήθηκε από την Ακαδημία, επειδή οι υπεύθυνοι βρήκαν τα πορτρέτα των συμφοιτητών της πολύ ηττοπαθή. Η τέχνη, σύμφωνα με την άποψή τους, έπρεπε να δείχνει αυτό που πρέπει να είναι, όχι αυτό που πραγματικά ήταν. Τυπικά αποβλήθηκε για υποτιθέμενες παραβιάσεις των κανονισμών σπουδών, στην πραγματικότητα ο αποκλεισμός οφειλόταν στην κριτική της για το πρόγραμμα σπουδών με τις έντονες πολιτικές κατευθύνσεις και την ιδεολογική του κατεύθυνση. Ήταν μια δύσκολη κατάσταση για την Richter, γιατί ήταν το μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα που απένειμε ακαδημαϊκά διπλώματα φωτογραφίας. Η ειρωνεία και η δικαίωση επήλθε στη δεκαετία του 1980, όταν επέστρεψε στην Ακαδημία, όπου της απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου καθηγητή.
Μετά την αποβολή της εργάστηκε ως ελεύθερη επαγγελματίας φωτογράφος δεχόμενη παραγγελίες από συντάκτες και εκδότες περιοδικών, καθώς και από θέατρα, χρηματοδοτώντας έτσι το δικό της προσωπικό έργο. Ζώντας και διδάσκοντας στη Λειψία, η Richter παρήγαγε ένα εκτεταμένο έργο για πέντε δεκαετίες. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι λίγες από τις φωτογραφίες της ταξίδεψαν στη Δυτική Γερμανία πριν από την πτώση του Τείχους, εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να είναι σχετικά άγνωστη στον ευρύτερο τομέα της φωτογραφίας.
Η Helga Steffens (1938-2024) δεν προοριζόταν για να γίνει καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στο Gollnow της Πομερανίας, που τώρα ανήκει στην Πολωνία, παραμονές του Β’Π.Π, ως το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά μιας εργατικής οικογένειας. Η μητέρα της, η Gertrud, είχε ακολουθήσει τον πατέρα της Wilhelm Steffens, στοιχειοθέτη στο επάγγελμα και φανατικό κομμουνιστή στις πολιτικές πεποιθήσεις, από τον Zossen του Βραδεμβούργο μέχρι την Πομερανία. Ο επίσης αριστερός παππούς της Greulich, κατά τη διάρκεια της επαναστατικής αναταραχής του 1918, ταξίδεψε μαζί με τη μητέρα της Helga στο Βερολίνο για να της γνωρίσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οικογενειακές ιστορίες.
Πριν προλάβει να γνωρίσει τον πατέρας της, αυτός και τα μεγαλύτερα αδέλφια της έφυγαν για το πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1945, με την κατάρρευση του μετώπου, η Helga, η μητέρα της και η αδελφή της ακολούθησαν τα ρεύματα των προσφύγων προς τα δυτικά. Πάνω στο τρέξιμο, σκληρές εικόνες αποτυπώνονται ανεξίτηλα στα παιδικά μάτια: άνθρωποι με ρούχα φυλακής σε βαγόνια τρένων, αεροπλάνα που πετούν χαμηλά βρυχώμενα αφήνοντας βόμβες και πτώματα να κείτονται παντού. Η μητέρα και τα δύο κορίτσια της κατέληξαν στο Zossen. Ένα μήνα μετά η μητέρα σημειώνει λακωνικά στο ημερολόγιό της: «ΡΩΣΟΙ». Τον Μάιο του 1945, ο πατέρας της επιστρέφει. Αλλά μόλις δύο μέρες αργότερα, τον συλλαμβάνει μια ρωσική στρατιωτική περίπολος και τον στέλνει σε στρατόπεδο στη Σιβηρία. Ο κομμουνιστής Wilhelm δεν θα συμμετάσχει στην οικοδόμηση της νέας εποχής. Η είδηση του θανάτου του στο στρατόπεδο έφτασε στην οικογένεια αρκετά χρόνια αργότερα.
Μία από τις θείες της Helga ήταν τεχνικός φωτογραφικού εργαστηρίου και έτσι η φωτογραφία μπαίνει με κάποιο τρόπο στη ζωή της. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, πήγε στο Βερολίνο, τη κοντινή μητρόπολη και σπούδασε σχέδιο μόδας για τη Βιομηχανία Ένδυσης. Εν τω μεταξύ, στην Ουγγαρία, μαίνεται μια εξέγερση ενάντια στο κομμουνιστικό καθεστώς. Μέρες ταραχές. Μετά την αποφοίτησή της, δίδαξε σχέδιο και ιστορία της τέχνης, γνώρισε τον ζωγράφο Ronald Paris και παντρεύτηκαν το 1961, τη χρονιά που χτίστηκε το Τείχος στο Βερολίνο.
Η επίσκεψη σε εκθέσεις και κινηματογράφους διευρύνει τους ορίζοντες της νεαρής Helga. Είναι οι ταινίες του Σεργκέι Αϊζενστάιν, των Ιταλών νεορεαλιστών και του γαλλικού μεταπολεμικού κινηματογράφου -που πρόλαβε να δει στο Δυτικό Βερολίνο πριν κτιστεί το τείχος- αυτές που διαμόρφωσαν το αισθητικό της κριτήριο. Μέχρι τη γέννηση του γιου της Robert, το 1962, η Paris εργαζόταν ως λέκτορας ενδυματολογίας, αλλά η ανάγκη της να αποθανατίσει τις αθώες στιγμές των παιδιών της, η κόρη Jenny γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα, την εξόπλισαν με μια φωτογραφική μηχανή Flexarett, την τσέχικη αντίστοιχη της Rolleiflex και άρχισε να φωτογραφίζει συνειδητά και επαγγελματικά.
Εμπνευσμένη από τη πρακτική του F.S.A, αποφάσισε να δημιουργήσει τη σειρά φωτογραφιών της με τίτλο «Houses and Faces, Halle 1983–85». Επισκεπτόταν συχνά τη πόλη, οδηγώντας ένα Trabant από το Βερολίνο. Η Helga Paris γοητεύτηκε από την ομορφιά των υπό εξαφάνιση παλιών κτιρίων που στέκονταν αγέρωχα, αν και μισο-εγκαταλελειμμένα και θεώρησε καθήκον της να τη διατηρήσει στις φωτογραφίες της πριν εξαφανιστεί εντελώς. Αποφάσισε να φωτογραφίσει το Halle σαν να ήταν μια «ξένη πόλη σε μια ξένη χώρα». Οι άνθρωποι στην αρχή ήταν διστακτικοί να ποζάρουν μπροστά στο φακό της. Έπρεπε αφενός να πειστούν ότι δεν ήταν πράκτορας της Stasi και αφετέρου να ξεπεράσουν την επιφυλακτικότητά τους να εκτεθούν στην «καθημερινή τους μιζέρια». Η ιδιαίτερη, μελαγχολική ατμόσφαιρα που αποπνέουν οι φωτογραφίες της ανάγκασαν τις αρχές να απαγορεύσουν την παρουσίαση τους, όπως και του συνοδευτικού καταλόγου, που είχε προγραμματιστεί για το 1986, λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης, θεωρώντας ότι υπονόμευαν τις υποκριτικές δηλώσεις των κυβερνώντων για τη νίκη του σοσιαλισμού. Οι φωτογραφίες τελικά θα παρουσιαστούν τέσσερα μόλις χρόνια αργότερα, όταν η αλήθεια και οι αμφιβολίες δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν ή να αποσιωπηθούν.
Ο πατέρας του Viktor Kolář (1941-), αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής και φωτογράφος, ήταν ιδιοκτήτης φωτογραφικού στούντιο στην Οστράβα. Με την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία, η επιχείρηση κατασχέθηκε με αποτέλεσμα η οικογένεια με τα έξι παιδιά να ζει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Η φωτογράφηση του βιομηχανικού τοπίου της γενέτειρας του ήταν μια ευκαιρία για τον έφηβο Viktor να δραπετεύσει από αυτό το δυσάρεστο περιβάλλον. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 σπούδασε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στη συνέχεια δίδαξε σε δημοτικό σχολείο, αν και πολύ σύντομα αποφάσισε να αφοσιωθεί πλήρως στη φωτογραφία. Το 1967 ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τη θεωρητικό της φωτογραφίας Anna Fárová και τον σύζυγό της, ζωγράφο Libor Fára.
Τον Οκτώβριο του 1968, μετά την εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, μετανάστευσε στον Καναδά, όπου εργάστηκε, αρχικά, ως βοηθός στα ορυχεία μετάλλου. Αργότερα προσλήφθηκε σε φωτογραφικά εργαστήρια στο Τορόντο, πριν καταφέρει να ασχοληθεί με τη προσωπική φωτογραφία, χάρη σε υποτροφίες που κέρδισε, υποστηριζόμενος μεταξύ άλλων και από τον Cornell Capa. Φωτογράφισε κυρίως σε εμπορικά κέντρα, με αποτέλεσμα μια έκθεση στην γκαλερί Optica, στο Μόντρεαλ.
Το 1973 όμως επέστρεψε στην Τσεχοσλοβακία, αλλά θεωρήθηκε αναξιόπιστος από το καθεστώς, ανακρίθηκε από την αστυνομία σε πολλές περιπτώσεις και έχασε τη δυνατότητα να εργαστεί ως φωτογράφος. Την εποχή της βαθιάς «κανονικοποίησης», εργάστηκε ως εργάτης στη μεταλλοβιομηχανία, ωστόσο, συνέχισε κρυφά τη φωτογραφική του τεκμηρίωση της περιοχής της Οστράβα.
Από το 1975 έως το 1984, εργάστηκε ως τεχνικός σκηνής στο Θέατρο Petr Bezruč. Το 1985, του επετράπη να αφοσιωθεί ξανά στη φωτογραφία. Το 1991, έλαβε το βραβείο του Ιδρύματος Mother Jones στο Σαν Φρανσίσκο. Το 1994, μετά τη Βελούδινη Επανάσταση, άρχισε να διδάσκει φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο FAMU της Πράγας, μέχρι το 2014. Το 2006, σε συνεργασία με τον ποιητή Jaroslav Zila, δημοσίευσε το βιβλίο «Ostrava – Μια πολιορκημένη πόλη», ωστόσο, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης δεν συμφώνησε με τον τόνο και το περιεχόμενό του και ως εκ τούτου το βιβλίο αποσύρθηκε.
Ο γεννημένος στη Μπρατισλάβα Andrej Ban (1968-), σπούδασε δημοσιογραφία και οικονομικά και ξεκίνησε να ασχολείται σοβαρά με τη φωτογραφία μετά την κατάρρευση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Στο βιβλίο με το παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό, το «The Other Slovakia (1989-2005)», ο Ban μας παρουσιάζει τη χώρα του ταπεινωμένη από τον Χίτλερ, αποκηρυγμένη και ξεχασμένη από τη Δύση, μια χώρα που «απήχθη» από τους Σοβιετικούς και παρ' όλα αυτά, αναστήθηκε μετά το 1989, εκδημοκρατίστηκε και θριάμβευσε. Ωστόσο, οι φωτογραφίες του φέρουν τα ίχνη αυτών των αγώνων. Βλέπουμε τα υπολείμματα του «σιδηρού παραπετάσματος» στα σύνορα μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Αυστρίας στο Devin και τις σκιές των επισκεπτών στον μνημειώδη τάφο του θρυλικού Σλοβάκου ήρωα Milan Rastislav Stefanik, στο Bradlo, ή τους Βετεράνους παρτιζάνους που τιμούν τη μνήμη της αντιφασιστικής Σλοβακικής Εθνικής Εξέγερσης στο κάποτε εξεγερμένο χωριό Cierny Balog.
Ο Andrej Ban δεν εμφανίζει τη Σλοβακία ως το «ακόμη ανεξερεύνητο κόσμημα στην Κεντρική Ευρώπη», όπως θα έκανε ένας γυαλιστερός τουριστικός κατάλογος που θα απευθυνόταν σε έναν πιθανό επισκέπτη. Δεν μας προσφέρει μια ποιητική σχηματοποίηση μιας όμορφης, ευλογημένης από τον Θεό χώρας ανάμεσα στον Δούναβη και τα όρη Τάτρα, στολισμένη με βραχώδεις κορυφές, εύφορα χωράφια και γραφικές κοιλάδες. Δεν μας παρασύρει σε ένα εθνογραφικό μουσείο της «παρθένας Σλοβακίας», που κατοικείται από ένα περήφανο, σκληρά εργαζόμενο και θεοσεβούμενο έθνος. Δεν μας παραπέμπει σε μια Σλοβακία που αντιπροσωπεύεται από την πρωτεύουσά της, την Μπρατισλάβα. Μέσα από τις φωτογραφίες του ανακαλύπτουμε το λιγότερο γνωστό, το κρυμμένο πρόσωπο της σλοβακικής καθημερινότητας, ένα πρόσωπο αυθεντικό, ατομικό, συγκινητικά, οδυνηρό αλλά και διασκεδαστικά παράξενο. Μας δείχνει μια ενδιαφέρουσα και συναρπαστική χώρα για αυθεντικούς περιηγητές, μια χώρα που κάποτε αποτελούσε το σύνορο μεταξύ δύο κόσμων, αλλά και μια χώρα παραμελημένη και εγκαταλελειμμένη.
Info
Online Παρακολούθηση
Διάρκεια: 3 ωρών (19.00 - 22:00)
Κόστος: 15 Ευρώ η διάλεξη
Δηλώσεις συμμετοχής Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., 6942879879