Το iFocus διοργανώνει τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025, στις 19.00, διαδικτυακή διάλεξη με τον Χρήστο Κοψαχείλη με θέμα:
Τέσσερις ερασιτέχνες φωτογράφοι, η ζωή και το έργο τους
Jenny de Vasson - Jacques Henri Lartigue - Vivian Maier - Angelo Antonio Rizzuto
Ο πατέρας της Jenny Marie Nannecy Girard de Vasson (1872-1920), όπως και ο παππούς της, ήταν δικαστής. Όταν σπούδαζε σύχναζε στους μποέμ και καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας και έκανε παρέα με τον Baudelaire. O προπάππους της ήταν ευγενής και αξιωματούχος του γαλλικού στόλου, είχε μάλιστα τραυματιστεί στο πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αμερικής, καθώς είχε πολεμήσει εναντίον των Άγγλων υπό τις διαταγές του La Fayette. Η μητέρα της ήταν κόρη ενός μεγάλου γαιοκτήμονα και εγγονή του στρατηγού Henri-Gatien Bertrand, πιστού βοηθού του Ναπολέοντα, στα χρόνια της εξορίας του στο νησί της Αγίας Ελένης. Η οικογένειά της διατηρούσε φιλική σχέση με τη Γεωργία Σάνδη, το σπίτι της οποία βρισκόταν δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το δικό τους. Η μικρή Jenny είχε αναμνήσεις από τη Σάνδη, από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Η αγάπη της για την λογοτεχνία ήταν τόσο μεγάλη που την οδήγησε στο να μάθει ιταλικά και γερμανικά προκειμένου να μπορεί να διαβάζει τα μεγάλα έργα από το πρωτότυπο. Τα ενδιαφέροντα της όμως δεν περιορίζονταν μόνο στις τέχνες και τη λογοτεχνία. Μελετούσε ιστορία, φιλοσοφία, αστρονομία και φυσική, αλλά ασχολιόταν και με τη φωτογραφία, φωτογραφίζοντας συγγενείς, φίλους και τους κατοίκους της περιοχής που ζούσε. Η Jenny de Vasson πέθανε από στηθάγχη σε ηλικία σαράντα επτά ετών. Προαισθανόμενη το τέλος της είχε προλάβει να καταστρέψει όλα τα χειρόγραφα με τις λογοτεχνικές της απόπειρες, όπως και τα σχέδια και τα ζωγραφικά της έργα, αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Δεν έπραξε, ευτυχώς, το ίδιο και με τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει κατά την εικοσάχρονη ενασχόληση της με το μέσο, καθώς θεωρούσε, λανθασμένα, ότι είχαν περισσότερο συναισθηματική και «αναμνηστική» διάσταση και λιγότερο καλλιτεχνική υπόσταση.
Ο Jacques Henri Lartigue (1894-1986) ευτύχισε να γεννηθεί σε μια εύπορη οικογένεια της Belle Epoque, που είχε πάθος με τις μηχανικές εφευρέσεις και με τα σπορ. Ο πατέρας του μεγάλωσε τους δυο γιούς του λέγοντας: «Έχω πολλά χρήματα και τα παιδιά μου πρέπει να μάθουν να τα ξοδεύουν». Ο Jacques και ο αδελφός του ο Maurice, με το παρατσούκλι Zissou, πολύ γρήγορα βρέθηκαν να οδηγούν αυτοκίνητα και ανεμόπτερα. Ο Jacques σπούδασε ζωγραφική και ασχολήθηκε με αυτήν επαγγελματικά, όταν η οικογενειακή περιουσία εξαντλήθηκε. Η φωτογραφία ήταν το παιχνίδι του, από την ηλικία των έξη ετών που του χάρισαν τη πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Οι φωτογραφίες του αντανακλούν την φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό που νεαρού που τις δημιούργησε και μας πείθουν ότι η τέχνη μπορεί να κρύβεται μέσα στην καθημερινότητα μας. Η αναγνώριση για τον Lartigue ήρθε σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ήταν ήδη 69 ετών όταν ο John Szarkowski ενθουσιάστηκε με τις φωτογραφίες του και του έκανε μια ατομική έκθεση στο ΜοΜΑ, το 1963, η οποία συνέπεσε με τη δολοφονία του J.F. Kennedy. Το περιοδικό Life αφιέρωσε ένα τεύχος στον δολοφονημένο πρόεδρο δημοσιεύοντας φωτογραφίες και του Lartigue, που του είχε τραβήξει όταν ο τότε νεαρός γερουσιαστής, είχε επισκεφτεί κοινούς φίλους στη Γαλλική Ριβιέρα. Παρά τη τεράστια δημοσιότητα που απόλαυσε έκτοτε, ο Lartigue διατήρησε την αθωότητά και τη παιγνιώδη διάθεσή του ως το τέλος.
Οι γονείς της Vivian Maier (1926-2009) ήταν παγιδευμένοι σε έναν δυστυχισμένο γάμο από την ημέρα που εκείνη γεννήθηκε. Η ίδια μεγάλωσε στην σκιά ενός μεγαλύτερου αδελφού που φοίτησε κάποια περίοδο σε επαγγελματική σχολή και αργότερα βρέθηκε σε ψυχιατρική κλινική. Ο πατέρας της, που εργαζόταν ως μηχανικός, είχε εγκαταλείψει την οικογένεια. Η Vivian κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας πηγαινοέρχοταν μεταξύ των ΗΠΑ και της Γαλλίας, της χώρας καταγωγής της μητέρας της. Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν, τον περισσότερο καιρό, με τους παππούδες τους και με ανάδοχες οικογένειες, ενώ και οι δύο γιαγιάδες τους μιλούσαν αρνητικά για τα παιδιά τους, δηλαδή τους γονείς τους. Στην ηλικία των 25 ετών η Vivian Maier επέστρεψε οριστικά στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να εργάζεται ως γκουβερνάντα για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Με τις οικονομίες της αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και ξεκίνησε να φωτογραφίζει συστηματικά και ακατάπαυστα. Στους δρόμους, στις παραλίες, σε παρελάσεις, στα πάρκα, τις ημέρες που είχε ρεπό, αλλά και στις καθημερινές βόλτες με τα παιδιά που φρόντιζε. Όσο ζούσε δεν ήθελε κανείς να γνωρίζει τη δεύτερη ιδιότητά της, αυτή της φωτογράφου. Δεν είχε δείξει σε κανέναν τις φωτογραφίες της και χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο στο εργαστήριο που έδινε τα φιλμ της. Ο ιστορικός και συλλέκτης John Maloof ανακάλυψε εντελώς τυχαία το αρχείο της όταν, κατά τη διάρκεια μιας δημοπρασίας σε ένα παλαιοπωλείο του Σικάγο, έδωσε 380$ για να αγοράσει ένα μεγάλο κουτί γεμάτο αρνητικά που άνηκαν σε μία άγνωστη ερασιτέχνη φωτογράφο. Τα υπάρχοντα της Vivian Maier είχαν καταλήξει στο παλαιοπωλείο επειδή η ίδια δεν μπορούσε να πληρώσει το νοίκι της αποθηκούλας στην οποία τα φύλαγε, όταν αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε έναν οίκο ευγηρίας. Η ειρωνεία της τύχης της είναι ότι η ίδια δεν έζησε για να γνωρίσει τη δόξα και την αναγνώριση που έλαβε το έργο της όταν ο Maloof άρχισε να ανεβάζει τις φωτογραφίες της στο διαδίκτυο.
Γιος ενός Σικελού μετανάστη που ίδρυσε μια επιτυχημένη κατασκευαστική επιχείρηση στις ΗΠΑ, ο Angelo Antonio Rizzuto (1906–1967) παρακολούθησε τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Στη διάρκεια του Β’Π.Π στρατολογήθηκε, αλλά σύντομα απολύθηκε για ιατρικούς λόγους. Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, επειδή πίστευε ότι τα αδέλφια του ήθελαν να τον ρίξουν στο μοίρασμα της οικογενειακής περιουσίας μετά το θάνατο του πατέρα τους. Με το μερίδιο του από τη κληρονομιά, αγόρασε τελικά μια καφετέρια, από την οποία βιοποριζόταν και έμενε σε ένα μονόκλινο, ερειπωμένο δωμάτιο σε ένα άθλιο ξενοδοχείο. Έζησε για πολλά χρόνια πικραμένος, παρανοϊκός, ξένος, μεταξύ ξένων. Η μόνη του διέξοδος ήταν να φωτογραφίζει. Κάθε μέρα, ξεκινούσε, στις δύο το μεσημέρι, να περιπλανάται στους δρόμους της Νέας Υόρκης, να παρατηρεί και να φωτογραφίζει τα αστικά τοπία και τα πλήθη της πόλης. Όταν διαγνώστηκε με καρκίνο, κληροδότησε 60.000 φωτογραφίες και τα έσοδα από την πώληση του ακινήτου του, περίπου 50.000$, στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με την προϋπόθεση να εκδοθεί ένα βιβλίο με το έργο του. Τον ξεπέταξαν, καθώς κυκλοφόρησαν ένα φτηνό φυλλάδιο με πρόχειρες εκτυπώσεις περίπου 60 πορτρέτων του και χρησιμοποίησαν τα χρήματα για να αγοράσουν έργα άλλων αναγνωρισμένων φωτογράφων. Το 1973, ο νεαρός φοιτητής Michael Lesy, ψάχνοντας στα αρχεία της βιβλιοθήκης για φωτογραφίες της δεκαετίας του ’50, ανακάλυψε το έργο του Rizzuto, αλλά και πάλι έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια ακόμη πριν κυκλοφορήσει το "Angel's World", το βιβλίο που ποθούσε ο Rizzuto και του άξιζε.
Info
Online Παρακολούθηση
Διάρκεια: 3 ωρών (19.00 - 22:00)
Κόστος: 15 Ευρώ η διάλεξη
Δηλώσεις συμμετοχής Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., 6942879879
*Οι επόμενες διαλέξεις έχουν προγραμματιστεί για τις ακόλουθες ημερομηνίες
Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025
Δευτέρα 7 Απριλίου 2025
Δευτέρα 5 Μαΐου 2025
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025