Τόλμησε αυτή την φωτογραφική εμπειρία με το Workshop φωτογραφίας του Αλέξανδρου Βρεττάκου στην Γκούτσα της Σερβίας. Όπως ο ιδιος αναφέρει:
-Την Gučα (Γκούτσα) της Σερβίας την επισκέπτομαι και τη φωτογραφίζω από το 2006. Εκεί διοργανώνεται πάνω από πενήντα συνεχόμενα χρόνια φεστιβάλ χάλκινων οργάνων με σέρβικη παραδοσιακή μουσική. Στο workshop αυτό μπορούν να συμμετέχουν το ανώτερο έξι άτομα και θα διαρκέσει από την Πέμπτη 8/08/19 έως τη Δευτέρα 12/08/19. Θα ξεκινήσουμε από τη Θεσσαλονίκη με δύο αυτοκίνητα νωρίς το πρωί της Πέμπτης, θα διασχίσουμε τη γειτονική χώρα και θα σταματήσουμε για καφέ και φωτογραφίες στην πόλη των Σκοπίων. Το βράδυ θα φθάσουμε στον προορισμό μας και θα τακτοποιηθούμε στα δωμάτια ανά δύο. Στη διάρκεια του σεμιναρίου θα φωτογραφίσουμε στην Γκούτσα αλλά θα κάνουμε και εξορμήσεις στη γύρω περιοχή. Η επιστροφή στην Θεσσαλονίκη θα γίνει αργά το βράδυ της Δευτέρας.
Το workshop απευθύνεται τόσο σε αρχάριους όσο και σε έμπειρους φωτογράφους και συνδυάζει τη θεωρία με την πράξη. Είναι ιδανικό για φωτογραφία δρόμου, για ρεπορτάζ και τοπίο. Φυσικά ποιος μπορεί να αποκλείσει το πορτρέτο μέσα σε όλα αυτά; Άρα θα περιέχει μια μεγάλη γκάμα θεμάτων και φυσικά πολλές εκπλήξεις, όπως έχουν όλα αυτά τα φωτογραφικά ταξίδια. Εννοείται ότι όλοι όσοι συμμετέχουν πρέπει να έχουν ψηφιακή μηχανή μαζί τους. Θα υπάρχει καθοδήγηση των φωτογράφων από μένα στο βαθμό που οι ίδιοι το θεωρήσουν αναγκαίο. Θα γίνονται συναντήσεις για επιλογή φωτογραφιών καθώς και καθοδήγηση μέσα στο πεδίο της φωτογράφησης, εάν χρειαστεί. Μια καλή ιδέα και πληροφορίες μπορείτε να πάρετε από την ιστοσελίδα μου.
Παρόλο που αυτό το Workshop θα είναι πολύ μικρό σε αριθμό συμμετεχόντων η τιμή του είναι ιδιαιτέρως θελκτική. Πληροφορίες για το πρόγραμμα και λοιπά θα μπορείτε να πάρετε στέλνοντας προσωπικό μήνυμα στον λογαριασμό μου στο Facebook. Νομίζω ότι εσείς που θα τολμήσετε να συμμετέχετε θα ζήσετε μια δυνατή φωτογραφική εμπειρία ανάλογη με τις ταινίες του Κουστουρίτσα.
Σε ένα μικρό χωριό στο κέντρο της Σερβίας, την Γκούτσα, διοργανώνεται κάθε Αύγουστο το μεγα-λύτερο φεστιβάλ χάλκινων στα Βαλκάνια. Το φεστιβάλ,που ενδέχεται να είναι και το μεγαλύτερο παγκοσμίως, διαρκεί πέντε μερόνυχτα, από Τετάρτη μέχρι Κυριακή. Εφέτος όμως, λόγω της συμπλήρωσης των 50 χρόνων του, διήρκεσε δέκα ημέρες, από τις 13/8 ως τις 22/8.
Σε όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ υπολογίζεται ότι περνούν από εκεί 600.000 επισκέπτες από όλη τη Σερβία. Η Γκούτσα βρίσκεται στην καρδιά του σερβικού κράτους στην οροσειρά Ντράγκατσεβο και περιβάλλεται από ένα μικρό ποτάμι που δημιουργεί την αίσθηση της τάφρου με τον έξω κόσμο.
Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ένα μεγάλο ορειχάλκινο άγαλμα που απεικονίζει έναν τρομπετίστα να παίζει με την τρομπέτα του στραμμένη προς τον ουρανό, σαν ένα κάλεσμα προς όλους τους λάτρεις της μουσικής των βαλκανικών χάλκινων.
Ο ίδιος ο Μάιλς Ντέιβις, όταν επισκέφθηκε την Γκούτσα, είχε δηλώσει ότι δεν μπορούσε να φανταστεί πώς μπορεί κάποιος να παίξει έτσι με μια τρομπέτα. Πληθωρικές μπάντες άνω των δέκα ατόμων με όλων των ειδών τα χάλκινα, τρομπέτες, τρομπόνια, τούμπες, σαξόφωνα και κλαρίνα, συνοδευόμενα από τον ρυθμό των ταμπούρλων και των τυμπάνων, παίζουν ασταμάτητα παραδοσιακά σερβικά τραγούδια, ενώ πλήθος κόσμου διασκεδάζει χορεύοντας και πίνοντας στους δρόμους σε 24ωρη βάση. Αναπόσπαστα μουσικά κομμάτια στο μενού τους αποτελούν τα τραγούδια του Γκόραν Μπρέγκοβιτς και του Μπόμπαν Μάρκοβιτς.
Πολλές φορές όμως οι παραδοσιακές μελωδίες των σερβικών τρομπονιών, κατά την εκτέλεσή τους, δίνουν τη θέση τους σε έναν αυτοσχέδιο τζαζ ήχο, προσφέροντας μια ανεπανάληπτη εμπειρία στους επισκέπτες τού τόσο ιδιαίτερου αυτού φεστιβάλ. Ακόμη και ο πιο απαιτητικός επισκέπτης είναι αδύνατον να μην παρασυρθεί από την ατμόσφαιρα που παραπέμπει ξεκάθαρα στις ταινίες του Εμίρ Κουστουρίτσα («Underground», «Ο καιρός των τσιγγάνων», «Μαύρος γάτος, άσπρη γάτα»).
Το μοναδικό ξενοδοχείο της περιοχής αποτελεί ουτοπία για όποιον θνητό επιθυμεί να κλείσει δωμάτιο εκείνη την περίοδο, γι’ αυτό όσοι έχουν σκοπό να διανυκτερεύσουν στο χωριό νοικιάζουν συνήθως ένα δωμάτιο μέσα στα σπίτια των κατοίκων – και αυτό καλό είναι να το κλείσουν τουλάχιστον δύο μήνες πριν, αν θέλουν να βρουν κάτι αξιοπρεπές.
Οι περισσότεροι έρχονται με το αυτοκίνητό τους και παρκάρουν σε ειδικές αλάνες έξω από το χωριό, τις οποίες έχει μετατρέψει ο δήμος σε πάρκινγκ. Εκείνοι που δεν έχουν προνοήσει για το πού θα κοιμηθούν μπορούν να στήσουν τη σκηνή τους στο προαύλιο του σχολείου, που εκείνη την περίοδο διατίθεται για κατασκήνωση.
Υπάρχουν και επισκέπτες που δεν ασχολούνται καθόλου με το κεφάλαιο «στέγη-ύπνος» και πέφτουν αναίσθητοι σε κάποιον αγρό από όπου θα τους μαζέψει τα ξημερώματα το ασθενοφόρο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας πολυμελείς τσιγγάνικες μπάντες, ντυμένες ομοιόμορφα, κυκλοφορούν από παρέα σε παρέα και από τραπέζι σε τραπέζι, ικανοποιώντας όλα τα μουσικά γούστα των επισκεπτών και παρασύροντάς τους ένα ξέφρενο χορευτικό παραλήρημα: Στο τέλος όλοι, γνωστοί και άγνωστοι, καταλήγουν να χορεύουν αγκαλιασμένοι σε μια παρέα.
Τσιγγάνες με παραδοσιακές φορεσιές χορεύουν επάνω στα τραπέζια κουνώντας προκλητικά το κορμί τους στον ρυθμό των χάλκινων, αποσκοπώντας στα φιλοδωρήματα των παρευρισκομένων.
Η μπίρα ρέει άφθονη παντού, συνήθως στη δίλιτρη συσκευασία της και βοηθάει στο να δροσιστείς και να φτιάξεις κεφάλι. Υπαίθριες ταβέρνες με τέντες στήνονται οπουδήποτε και προσφέρουν ψητά της ώρας, γουρουνόπουλο της σούβλας και το παραδοσιακό φαγητό της περιοχής, λάχανο με χοιρινό κρέας, μαγειρεμένο σε τεράστιες πήλινες χύτρες.
Τις ημέρες του φεστιβάλ οι δρόμοι του χωριού κατακλύζονται από όλων των ειδών τους μικροπωλητές, από πάγκους, ψησταριές και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Εδώ λοιπόν μπορεί κανείς να βρει σε λογικές τιμές πολύ καλά παραδοσιακά, τοπικά προϊόντα – κυρίως καπνιστό κρέας, λουκάνικα, ρακή από δαμάσκηνα, μέλι κ.ά.
Μετά τον πόλεμο που οδήγησε στον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, το φεστιβάλ απέκτησε εθνικιστικές αποχρώσεις και συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό εθνικιστών,
ενώ οι φιγούρες του Ράντοβαν Κάρατζιτς και του Ράτκο Μλάντιτς να δεσπόζουν σε μπλουζάκια, καπέλα, κονκάρδες, αφίσες κτλ.
Την επισκεψιμότητα του φεστιβάλ μονοπωλούν οι Σέρβοι. Κάπου κάπου όμως ακούς και λίγα ελληνικά δίπλα σου. Από τους αλλοδαπούς, έντονη παρουσία έχουν παρέες νεαρών Γάλλων που υπό την επήρεια μέθης φτάνουν πολύ συχνά σε ακρότητες.
Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων περιλαμβάνει συναυλίες, παραδοσιακά χορευτικά διαφόρων χωρών, μπάντες χάλκινων προσκεκλημένες από διάφορα μέρη της πρώην Γιουγκοσλαβίας αλλά και από άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, πολυφωνικά συγκροτήματα, διαγωνισμούς ορχηστρών σε επίπεδο παίδων, εφήβων και ενήλικων, αγώνες παραδοσιακών αθλημάτων, καθώς και διαγωνισμούς καλύτερης παραδοσιακής στολής, καλλιστεία και παρουσιάσεις τοπικών εθίμων.
Βασικό κομμάτι των εκδηλώσεων αποτελούν οι βραδινές συναυλίες και οι διαγωνισμοί των χάλκινων στο στάδιο του χωριού – όλες προσφέρονται δωρεάν από τους διοργανωτές – με άψογη τεχνική υποστήριξη στην ποιότητα του ήχου.
Στη συναυλία της Παρασκευής εμφανίζεται συνήθως κάποιος δημοφιλής καλλιτέχνης επιπέδου Μπρέγκοβιτς, ενώ επίτιμος καλεσμένος του φεστιβάλ είναι πάντα ο πολυβραβευμένος τρομπετίστας Μπόμπαν Μάρκοβιτς, ο οποίος αναδείχτηκε άλλωστε μέσα από αυτό, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο, και τώρα μαζί με τον γιο του προσφέρουν εξαιρετικές βραδιές μουσικής στον κόσμο που έρχεται να τους ακούσει.
Το Σαββατόβραδο λαμβάνει χώρα η πιο καθοριστική συναυλία όσον αφορά την επιλογή της καλύτερης μπάντας για το ερχόμενο έτος, από την ειδική επιτροπή βραβείων της διοργάνωσης. Την επόμενη ημέρα, την Κυριακή πριν
από την απονομή των βραβείων, γίνεται μια εντυπωσιακή παρέλαση στον κεντρικό δρόμο του χωριού με όλες τις ορχήστρες που συμμετείχαν στο φεστιβάλ να παίζουν ταυτόχρονα, προσπαθώντας η καθεμία να επιβάλει τον δικό της ρυθμό.
Ολοι οι μουσικοί καταλήγουν στο στάδιο όπου γίνεται η απονομή των βραβείων στους καλύτερους, με φινάλε ένα κονσέρτο από τους βραβευθέντες. Κλείνουν έτσι με
τον καλύτερο τρόπο το φεστιβάλ, δίνοντας μεταξύ τους την υπόσχεση ότι του χρόνου θα επιστρέψουν για νέα γλέντια, ένα φεστιβάλ που θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε βαλκανικό Γούντστοκ που επαναλαμβάνεται
κάθε χρόνο.