Όλα ξεκινούν με την απώλεια και με ένα πένθος, το χωρισμό από τη μητέρα και το σώμα της. Οι εικόνες αποτελούν μία προσπάθεια να συμβολιστεί αυτός ο αρχικός χωρισμός και το πένθος που τον συνοδεύει. Κάθε απώλεια στη μετέπειτα ζωή έχει σημείο αναφοράς αυτό τον αρχικό χωρισμό. Όλες οι εικόνες εκπηγάζουν από το χωρισμό με τη μητέρα.
Η ζωή είναι μια διαρκής εκπαίδευση στους αποχαιρετισμούς και τις απώλειες, ενώ ο άνθρωπος αναζητά το ανέφικτο, να μείνει πλήρης και αθάνατος. Ο άνθρωπος βγάζει φωτογραφίες γιατί βιώνει μία μόνιμη υπαρξιακή κατάθλιψη. Προσπαθεί να υποκαταστήσει την απώλεια με την εικόνα. Ο άνθρωπος φωτογραφίζει για να προστατευθεί πίσω από την ψευδαίσθηση ότι δε θα χάσει τίποτα, εφόσον παράγει διαρκώς και κυρίως ελέγχει έναν ολόκληρο κόσμο.
Τον 19ο αιώνα, τον αιώνα της φωτογραφίας δηλαδή, αναθεωρείται η ιδέα του θανάτου. Για το ρομαντισμό ο θάνατος είναι ζητούμενο ως μια ακραία έκφραση ζωής, "ζήσε αγνοώντας το θάνατο", το γνωστό ‘Vivere pericolosamente’.
Ένας ακόμα ρόλος της φωτογραφίας είναι να σταματήσει το χρόνο για να μην πεθάνει ο άνθρωπος. Παγώνει τη στιγμή ώστε να μη χωριστούμε από την παρούσα εικόνα του εαυτού μας. Όμως, εδώ συναντάμε ξανά μια αντίφαση. Όταν φωτογραφίζουμε συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουμε. Μέσω της φωτογραφίας προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη ζωή, ωστόσο φωτογραφίζοντας νεκρώνουμε το χρόνο και την βγάζουμε εκτός πραγματικότητας.
Η φωτογραφία καδράρει. Καδράρω, όμως, θα πει οριοθετώ ένα κομμάτι πραγματικότητας μέσα σε μια εικόνα. Αυτό το όριο ισοδυναμεί με θάνατο. Ο θάνατος των όντων αφορά στο θάνατο της μορφής τους. Η ύλη δεν πεθαίνει, πεθαίνει όμως ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει, πεθαίνει δηλαδή η μορφή της ύλης. Μορφή, όμως, σημαίνει όρια. Το ανθρώπινο σώμα πεθαίνει γιατί έχει όρια. Αν υπήρχε χωρίς όρια, διάχυτο στη φύση, δε θα πέθαινε αλλά δε θα ήταν το ανθρώπινο σώμα. Θα ήταν κάτι άλλο.
Η φωτογραφία, λοιπόν, αν και προσπαθεί να διαιωνίσει την εικόνα του σώματος, την προσλαμβάνει μέσα στα όρια του κάδρου της ως κάτι πεπερασμένο, ως κάτι ήδη παραδομένο στη φθορά και το θάνατο. Η φωτογραφία προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτό το αδιέξοδο όντας η εικόνα της πραγματικότητας αλλά ως μια άλλη πραγματικότητα. Μοιάζει σε εκείνη την αρχική πραγματικότητα που χρησιμοποίησε για να υπάρξει αλλά είναι πλέον κάτι διαφορετικό.
Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα δεν υπάρχουν νεκρές εικόνες γιατί κάθε εικόνα μένει ατελής, δηλαδή χωρίς τελική μορφή, οπότε βρίσκεται εκτός θανάτου, εφόσον ο θάνατος είναι η μορφή.
Οι σκέψεις σταχυολογήθηκαν από την εξής πηγή:
Καγγελάρης Φ. (2017). Homo Photographicus: Ψυχαναλυτικές και Φιλοσοφικές Διαστάσεις της Εικόνας. Θεσσαλονίκη: Ροπή.
Σύντομο Βιογραφικό Ματίνας Αναγωνστοπούλου
Η Ματίνα Αναγνωστοπούλου σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπαιδεύτηκε στην Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Έχει ειδικευτεί στην Ειδική Αγωγή, την Εκπαίδευση Ενηλίκων και στο Πρόγραμμα MBSR (Mindfulness-Based Stress Reduction) για άτομα με αυξημένο άγχος. Διατηρεί ιδιωτικό γραφείο και εργάζεται με συμβουλευτική ενηλίκων, γονέων, παιδιών και εφήβων. Στα επιστημονικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η μάθηση, η διαχείριση του άγχους, η συναισθηματική νοημοσύνη, η ενσυνειδητότητα και θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι ενεργό μέλος της Φωτογραφικής Ομάδας Πάρου και μέλος της εκδοτικής-συντακτικής ομάδας του περιοδικού δρόμου “Φάρος”.
Φωτογραφία εγωφύλλου Bill Gekas