Κάθε μορφή τέχνης δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να πραγματοποιήσει έναν εσωτερικό διάλογο, αρχικά πριν τη δημιουργία, κατόπιν τη στιγμή της δημιουργίας και ο διάλογος συνεχίζεται κατά τη διαδικασία της εκ των υστέρων παρατήρησης των επιλογών ή μη επιλογών του.
Ο «καλλιτέχνης» έχοντας επικοινωνήσει με τον εαυτό του λειτουργεί αυθόρμητα, νιώθοντας περισσότερο ελεύθερος να εξωτερικεύσει τον άγνωστο εσωτερικό του κόσμο προσπερνώντας τους μηχανισμούς άμυνας (ερμηνείες, εκλογικεύσεις, αρνήσεις, κ.α.) που θα του έφραζαν τον δρόμο. Μέσω αυτής της διαδικασίας καταφέρνει να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του.
Οι φωτογραφίες έχουν τη δυνατότητα να κουβαλούν αναμνήσεις και συναισθήματα τα οποία και αναβιώνονται σε κάθε κοίταγμά τους. Η Καναδή φωτογράφος και φωτοθεραπεύτρια Weiser˙πολύ εύστοχα παρατηρεί ότι οι φωτογραφίες λειτουργούν, κατά κάποιο τρόπο, ως «καθρέφτες με μνήμη», επιτρέποντάς μας να παγώσουμε μια στιγμή για πάντα και να κρατήσουμε τις σημαντικές στιγμές και τους σημαντικούς ανθρώπους χωρίς το φόβο να τους λησμονήσουμε.
Κάθε φωτογραφία, λοιπόν, φέρει μαζί της μια προσωπική ιστορία και μέσα σε αυτή την ιστορία μπορούν να αναζητηθούν οι λόγοι για τους οποίους τραβήχτηκε, φυλάχθηκε, εκτέθηκε, αναζητήθηκε ή θρηνήθηκε σε περίπτωση που χάθηκε. Λόγοι μοναδικοί και αξιομνημόνευτοι. Συνεπώς η σημασία της κάθε φωτογραφίας έγκειται στην αξία που ο καθένας θα της δώσει και όχι στην ίδια τη φωτογραφία ως προϊόν.
Φωτογράφος και θεατής συμμετέχουν ενεργά στην ανάγνωση της φωτογραφίας κουβαλώντας προσωπικά κριτήρια, πεποιθήσεις, αντιλήψεις και ατομικές πραγματικότητες. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αποδεχθεί ότι ο καθένας βλέπει κάθε φωτογραφία διαφοροποιημένα, τότε μπορεί να αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι η διαδικασία της επιλεκτικής αντίληψης είναι παρούσα και σε κάθε αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους καθημερινά. Με άλλα λόγια η φωτογραφία μπορεί να αποτελέσει «παράθυρο προς το υποσυνείδητο».
Γι' αυτό το λόγο η λήψη ενός στιγμιότυπου δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία διαδικασία. Όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο Πλάτων Ριβέλλης, το τυχαίο προκαλείται από τον ίδιο τον φωτογράφο, από μια εσωτερική διανοητική και ψυχική λειτουργία, είναι «έργο του πνεύματος και της νόησης» του σκεπτόμενου ανθρώπου. «Έχει προηγηθεί ένας προβληματισμός, μια σκέψη και άποψη, τα οποία σταματούν στο κλάσμα δευτερολέπτου που γίνεται η λήψη».
Και ενώ η λήψη μιας φωτογραφίας δεν είναι αποτέλεσμα της καλής ή κακής τύχης του φωτογράφου, μπορεί ως διαδικασία να είναι ασυνείδητη, να έχει δηλαδή ως αφετηρία μη συνειδητές σκέψεις, θέσεις, απόψεις, επιθυμίες και προσδοκίες. Τόσο η φόρμα όσο και το περιεχόμενο είναι προεκτάσεις της πραγματικότητας του φωτογράφου, μεταφορές και καθρέπτες του εαυτού, καθώς ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με ένα μεμονωμένο ερέθισμα ή προσπαθεί να το εξηγήσει στους άλλους «απ΄ έξω».
Πριν όμως φτάσει κανείς στο σημείο να εξηγήσει στους «απ΄ έξω» έχει ήδη στρέψει το φωτογραφικό του φακό ανάστροφα ώστε να εστιάσει «εκ των έσω». Προς την προσωπική του επιθυμία, ανάγκη και κατόπιν προς το υποκείμενο που βρίσκεται υπό το βλέμμα και την κρίση του. Αναμφίβολα κατά τη διαδικασία της φωτογράφισης ο φωτογράφος επηρεάζει το υποκείμενο ακόμα και με την απόφαση του να συλλάβει, ή όχι την στιγμή. Αν αποφασίσει ότι πρόκειται για μια αρκετά σημαντική στιγμή την οποία και θέλει να την κρατήσει στην αιωνιότητα, τότε πατάει το κλείστρο.
Συνεπώς, κάθε φωτογραφία δεν μπορεί να μην είναι συναισθηματικά φορτισμένη. Μοιάζει ουσιαστικά αδύνατο οι άνθρωποι να δουν τις δικές τους φωτογραφίες δίχως πάθος, καθώς ο καθένας απαθανατίζει μια στιγμή στην αιωνιότητα, την οποία και έχει συνδέσει με συγκεκριμένα συναισθήματα. Έτσι, φυλάσσονται πολλές φορές ως έργα τέχνης με ιδιαίτερη συναισθηματική αξία, καθώς αποτελούν ένα μέσο αναμνηστικής αποτύπωσης που σταματάει τον χρόνο, ενώ παράλληλα συντηρεί τη μνήμη.
Λίγα λόγια για τη Γεωργία Παπαχρήστου
Η Γεωργία Παπαχρήστου γεννήθηκε το 1975, στην Χαλκίδα.
Σπούδασε Κοινωνική Εργασία στο ΤΕΙ Αθήνας και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Συμβουλευτική και τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό.
Έχει εκπαιδευτεί στη «Συστημική προσέγγιση της Θεραπείας της οικογένειας» και στην «Επικοινωνία δίχως Βία».
Έχει εργαστεί σε δομές κοινωνικής πρόνοιας στο Sweanse της Ουαλίας, στο Prato της Φλωρεντίας , στα Tirana της Αλβανίας , στην Αθήνα, στο Ναύπλιο και στη Χαλκίδα.
Εργάζεται σε μονάδα ειδικής αγωγής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ασχολείται με την χρήση της φωτογραφίας ως εργαλείο προσωπικής ανάπτυξης με εισηγήσεις σε συνέδρια και με την εφαρμογή τεχνικών Φωτοθεραπείας κυρίως σε ομάδες εφήβων.