Μια νέα έκδοση με άγνωστες φωτογραφίες κορυφαίων φωτογράφων και δύο εκθέσεις σε Παρίσι και Ουάσινγκτον αποτυπώνουν τον μύθο της Marlene Dietrich. Μιας γυναίκας ελεύθερης, μπροστά από την εποχή της, που εξελίχθηκε σε αιώνιο είδωλο.
Στις 10 Μαΐου του 1992, ο Simon Gallo, υπεύθυνος της Αμερικανικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον Peter Riva, εγγονό της Marlene Dietrich. Τέσσερις μέρες μετά τον θάνατό της, έχει σαφή εντολή μέσα από τη διαθήκη της να παραδώσει ο ίδιος στη Βιβλιοθήκη πάνω από διακόσιους τόμους ποίηση, φιλοσοφία, ιστορία, νουβέλες, ακόμα και θρίλερ και απαραίτητα έργα του Γκαίτε. Οι πρωτότυπες εκδόσεις πωλούνται σε συλλέκτες, ενώ ό,τι απέμεινε παίρνει θέση στα ράφια της Βιβλιοθήκης. Κάπως έτσι οι φοιτητές άρχισαν να ανακαλύπτουν ποιες σελίδες είχε μαρκάρει με «Χ» η θρυλική ντίβα, για να επισημάνει σημεία που έβρισκε πως είχαν ενδιαφέρον, ή πού είχε κρατήσει ιδιόχειρες σημειώσεις.
Από εκεί ξεκίνησε το πάθος του Pierre Passebon, ο οποίος άρχισε να καταρτίζει μια συλλογή με οτιδήποτε την αφορούσε. Λάτρης του μύθου της, φημισμένος αντικέρ, συλλέκτης και εκδότης, αγόραζε μία προς μία φωτογραφίες της σε δημοπρασίες ανά τον κόσμο, συγκεντρώνοντας δύο χιλιάδες λήψεις των Cecil Beaton, Irving Penn, Richard Avedon και Milton Greene. Ένα μέρος τους περιλαμβάνεται στον τόμο Obsession: Marlene Dietrich – The Pierre Passebon Collection, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Flammarion στις 16 Ιανουαρίου – μια ρετροσπεκτίβα αφιερωμένη στο είδωλό του, την αιώνια γυναίκα που έχτισε τον μύθο της μόνη, αμφισβητώντας με ακλόνητη τόλμη και σιδηρά πειθαρχία τους συντηρητικούς κανόνες της εποχής της. Διακόσιες από αυτές παρουσιάζονται επίσης σε έκθεση στο Maison Européenne de la Photographie στο Παρίσι (μέχρι 25/2/2018). Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η National Portrait Gallery του Ινστιτούτου Smithsonian, στην Ουάσινγκτον, εξετάζει το φαινόμενο Dietrich ως fashion icon, με την έκθεση Marlene Dietrich: Dressed for the Image (μέχρι 15/4/2018). Η έκθεση περιλαμβάνει προσωπικά της αντικείμενα, επιστολές και αποσπάσματα από ταινίες, καθώς και το Μετάλλιο της Ελευθερίας που της απονεμήθηκε για τις υπηρεσίες της στην ενίσχυση του ηθικού των Αμερικανών στρατιωτών στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Με στολή γυμναστικής, γύρω στο 1910.
Deutsche Kinemathek - Marlene Dietrich Collection Berlin
Η Marie Magdalene Dietrich γεννιέται στις 27 Δεκεμβρίου 1901. Σε ηλικία 6 ετών χάνει τον πατέρα της, αξιωματικό του Πρωσικού Στρατού, και μένει να αναζητά για πάντα την πατρική φιγούρα. Η αυταρχική μητέρα της, γόνος μιας από τις πιο ισχυρές οικογένειες ωρολογοποιίας στο Βερολίνο, ξαναπαντρεύεται έναν αριστοκράτη γρεναδιέρο, o οποίος πεθαίνει πριν προλάβει να υιοθετήσει τις δύο κόρες της, που μένουν έρμαια μιας χειριστικής μητρικής περσόνας.
Η Dietrich σε ηλικία 17 ετών.
Deutsche Kinemathek - Marlene Dietrich Collection Berlin
Η Marie Magdalene σπουδάζει βιολί. Την φωνάζουν Lena ή Lene, αλλά στα 11 αποφασίζει να συνθέσει τα δύο βαφτιστικά της στο Marlene. Η πρώτη της εργασία είναι σε ορχήστρα βωβού κινηματογράφου, απ’ όπου απολύεται μόλις τέσσερις εβδομάδες αργότερα. Θυμώνει –ο θυμός ήταν κινητήρια δύναμη του χαρακτήρα της– και αποφασίζει να δώσει εξετάσεις για να ξεκινήσει σπουδές υποκριτικής. Περνάει, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία στο ταλέντο της και για μία δεκαετία σχεδόν παίζει ασήμαντα ρολάκια. Γνωρίζει τον σκηνοθέτη Rudolf Sieber, τον οποίο παντρεύεται το 1923 –διατηρεί για πάντα μια ανοιχτή, ιδιαίτερη σχέση μαζί του–, το 1924 γεννάει την κόρη τους, Maria Riva Sieber, και αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη της σε ρόλους βοντεβίλ, ελπίζοντας να αλλάξει το κάρμα.
Στην ταινία Blonde Venus, του Josef von Sternberg, 1932.
© Bridgeman Images
Η μεγάλη στροφή έρχεται το 1930, όταν την ανακαλύπτει ο σκηνοθέτης Josef von Sternberg. Από τα μεγαλύτερα ονόματα της γερμανικής κινηματογραφικής σκηνής του μεσοπολέμου, την χρίζει πρωταγωνίστρια στον Γαλάζιο Άγγελο. Η Λόλα, η ηρωίδα που υποδύεται, ένα κορίτσι του καμπαρέ, φιλάει γυναίκες στο στόμα, τραγουδάει Falling in love again, αμφισβητεί τα ήθη και τα πλήθη παραληρούν. Η ταινία γίνεται ανέλπιστη επιτυχία και η Marlene μεγάλο αστέρι. Η Paramount την υποδέχεται στην Αμερική στρώνοντας κόκκινα χαλιά με συμβόλαια εκατομμυρίων, με σκοπό να την πλασάρει σαν αντίπαλο δέος της, επίσης ψυχρής, Σουηδής καλλονής Greta Garbo. O Sternberg αναλαμβάνει να φτιάξει τον μύθο της δημιουργώντας μια σειρά από ρόλους femme fatale. Μαρόκο, Κατάσκοπος Χ-27, Σαγκάη Εξπρές, Ο Διάβολος είναι Γυναίκα. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Η Marlene εμπιστεύεται τα πάντα στον Sternberg. Είναι ο Πυγμαλίων, ο εραστής, ο μάνατζερ, ο σκηνοθέτης και, παρά τους ομηρικούς καβγάδες, η σχέση τους συνεχίζεται και ωφελεί αμφότερους, αφού κάθε ταινία γεμίζει τους λογαριασμούς τους. Από τη στιγμή που χώρισαν, δεν συνεργάστηκαν ποτέ ξανά, ωστόσο η Marlene αναγνώριζε πάντα την καταλυτική συμβολή του στην ανάδειξή της, υποστηρίζοντας πως μόνο εκείνος ήξερε να την φωτίζει τόσο δραματικά στη σκηνή
Σε μετρημένη για τα δεδομένα της πόζα, βγαλμένη σύμφωνα με τις επιταγές της Paramount, 1941.
© Scotty Welbourne, 1941 from Obsession: Marlene Dietrich, The Pierre Passebon Collection (Flammarion, 2017)
Από το 1930 μέχρι το 1936 η Dietrich μεσουρανεί. Είναι η γερμανική φαντασίωση σε μια συντηρητική Αμερική πριν από τον πόλεμο. Γίνεται αντικείμενο λατρείας, ένα τολμηρό πρότυπο στη ζωή και στον έρωτα. Ντύνεται με ανδρικά σμόκιν του Travis Banton, του πιο διάσημου σχεδιαστή κοστουμιών στο Χόλιγουντ –που εμπνέουν αργότερα τα tuxedos του Yves Saint Laurent–, φοράει ημίψηλα καπέλα, καθιερώνοντας την ανδρόγυνη σιλουέτα που ταυτίστηκε με το όνομά της, έχει αδυναμία στους παντρεμένους, από τους αδελφούς Kennedy μέχρι τον Hemingway, ο οποίος της στέλνει τα πρωτόλειά του –είναι ο μόνος που έχει το προνόμιο να την αποκαλεί με γερμανικό χαϊδευτικό–, και ο Τύπος οργιάζει για σχέσεις της με άντρες και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Édith Piaf, κάτι που δεν παραδέχεται καμία από τις δύο.
Φιλώντας την Édith Piaf.
Η Dietrich καλλιεργεί συστηματικά το μυστήριο, επενδύοντας όλο και περισσότερο σε οργιώδεις λεπτομέρειες που αφήνει να διαρρεύσουν στο κοινό. Εραστές, πάρτι σε ακριβά ξενοδοχεία, σουίτες και ορδές φανατικών θαυμαστών –επώνυμων και ανώνυμων– που ήταν έτοιμοι να τα εγκαταλείψουν όλα για ένα της βλέμμα. Η ίδια αρνείται να απολογηθεί για τις επιλογές της, αλλά κρατά παράλληλα κάποια προσχήματα, αφού τυπικά παραμένει παντρεμένη, ενώ ο σύζυγός της έχει απομονωθεί σε ένα ράντσο στην Καλιφόρνια. Μετά τον θάνατό της, ο κίτρινος Τύπος δημοσιεύει μαρτυρίες της επί χρόνια ερωμένης του, που ισχυρίζεται ότι δεν της επιτρεπόταν να μείνει έγκυος για να μη διαταράξει το οικογενειακό προφίλ της ντίβας.
Η Marlene Dietrich το 1932.
© William Walling Jr. (supervised by Josef von Sternberg), 1932 from Obsession: Marlene Dietrich, The Pierre Passebon Collection (Flammarion, 2017).
Το 1937, σε ένα ταξίδι στο Λονδίνο, προσεγγίζουν την Dietrich αξιωματούχοι του Χίτλερ προτείνοντάς της να επιστρέψει στη Γερμανία για να ενισχύσει την κινηματογραφική παραγωγή, που εκείνη την εποχή στηνόταν ως μέρος της ναζιστικής προπαγάνδας. Εκείνη αρνείται κατηγορηματικά, προσπαθεί να φέρει από το Βερολίνο και την υπόλοιπη οικογένειά της, υπό τον φόβο αντιποίνων, και υποβάλλει αίτηση για αμερικανική υπηκοότητα. Παράλληλα, ανοίγει με άλλους Γερμανούς εμιγκρέδες ένα μυστικό ταμείο για να βοηθήσει τους Εβραίους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, περιοδεύει επί δεκαοκτώ μήνες μαζί με τη Rita Hayworth στα στρατόπεδα των δυνάμεων που πολεμούσαν εναντίον του Χίτλερ, από την Αλγερία μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, για να ενισχύσουν το ηθικό των στρατευμάτων. Όταν αργότερα την ρωτούν γιατί το έκανε, απαντά: «Από αξιοπρέπεια».
Στην ταινία Οι επτά αμαρτωλοί, 1940.
Deutsche Kinemathek - Marlene Dietrich Collection Berlin
Το 1944 αποφασίζει να κάνει μια νέα ηχογράφηση του Lili Marleen, που τελικά γίνεται μέρος του μύθου της. Μέχρι τότε ήταν ένα τραγούδι αγάπης που η γερμανική προπαγάνδα εξέπεμπε από το γερμανικό ραδιόφωνο του Βελιγραδίου στα στρατόπεδα όλης της Μεσόγειου. Η αμερικανική προπαγάνδα, όμως, αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει στις δικές της μουσικές παραστάσεις, στερώντας το προνόμιο στον εχθρό, και η Marlene με τη γερμανική προφορά ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να το ερμηνεύσει. Το Lili Marleen της ταιριάζει γάντι και γίνεται το μελαγχολικό τραγούδι της επιστροφής στην πατρίδα που σιγοτραγουδούν οι στρατιώτες.
Η Dietrich υποδέχεται με πάθος τα στρατεύματα που επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, 1945.
© Irving Haberman/IH Images, Courtesy, Monroe Gallery of Photography, Santa Fe, NM
Μετά τον πόλεμο, η επιτυχία δεν έρχεται ποτέ τόσο μεγάλη. Τα στούντιο έχουν αλλάξει, οι ανάγκες έχουν αλλάξει και η Dietrich βλέπει να την ξεπερνά η εποχή της. Το όνομά της, όμως, είναι μύθος και η επιχειρηματική ευφυΐα της την οδηγεί σε στροφή καριέρας. Ξέρει να φωτίζεται σωστά στη σκηνή, να τραγουδά με θεατρικό τρόπο, και τα κλαμπ στο Λας Βέγκας τής προσφέρουν υψηλά κασέ για μία εμφάνιση. Σε μία από τις αυτές δοκιμάζει και το «γυμνό» φόρεμα που της είχε ράψει ο Jean Louis. Διαφανές, κεντημένο με δεκάδες αστραφτερά κρύσταλλα που διαγράφουν τη μακρόστενη σιλουέτα της. Η Marilyn το ζητά επίμονα (λέγεται ότι μοιράζονταν για ένα διάστημα τους ίδιους εραστές, όπως οι αδελφοί Kennedy και ο Sinatra) και εκείνη την στέλνει στον μετρ να φτιάξει ένα ίδιο για τα γενέθλια του Kennedy. Ακολουθεί το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου η Dietrich φτιάχνει μια δεύτερη περσόνα πάνω στη σκηνή. Φήμες για πλαστικές, λίφτινγκ και φριχτές δίαιτες δίνουν και πάλι τροφή στον κίτρινο Τύπο.
Με χαρακτηριστικό σμόκιν στην ταινία Μαρόκο, 1930.
Photograph by Eugene Robert Richee, Deutsche Kinemathek - Marlene Dietrich Collection Berlin
Το 1960, σε μια συνέντευξη στον Observer, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ντύνομαι για την εικόνα. Ούτε για μένα, ούτε για το κοινό, ούτε για τη μόδα, ούτε για τους άντρες». Μια ελεύθερη γυναίκα που ντυνόταν σαν άντρας και λατρεύτηκε από άντρες και γυναίκες. Η Dietrich δεν ανέτρεψε, όμως, μόνο το θέμα των φύλων, αλλά και της πολιτικής στράτευσης, που της στοίχισε πολλές αντιδράσεις στο κατεστημένο του Χόλιγουντ. Παρά το γεγονός ότι για τους Αμερικανούς ήταν ηρωίδα, δεν της συγχώρεσαν ότι είχε σαφή άποψη σε μια εποχή που στην κινηματογραφική βιομηχανία οι γυναίκες ηθοποιοί επιτρεπόταν να έχουν γνώμη μόνο για εραστές.
Στο Μόντε Κάρλο, 1956.
© Willy Rizzo
Μία δεκαετία μετά τον πόλεμο αποφασίζει να επιστρέψει στο Βερολίνο. Η είδηση αντιμετωπίζεται αρνητικά από τον γερμανικό Τύπο, αλλά η εμφάνισή της προκαλεί και πάλι ουρές. Φεύγει θριαμβεύτρια, αλλά μετανιωμένη που επέστρεψε, και αποφασίζει να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Αντίθετα, στο Ισραήλ την υποδέχονται με τιμές ηρωίδας. Έχει αρχίσει, όμως, η αντίστροφη μέτρηση. Ένας καρκίνος του ενδομητρίου την ταλαιπωρεί για μεγάλο διάστημα, ακολουθεί μια άσχημη πτώση από τη σκηνή και απομονώνεται στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, εξαρτημένη από τα παυσίπονα και το αλκοόλ, με τα βιβλία της και τα έργα του Γκαίτε, τον οποίο θεωρούσε πατρική φιγούρα. Αρνείται να δώσει συνεντεύξεις, παρά μόνο σε μερικούς καλούς φίλους, γράφει ποίηση, παρακολουθεί την επικαιρότητα, παρεμβαίνει με ατελείωτες επιστολές –ακόμα και στον Γκορμπατσόφ για την περεστρόικα– και μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο. Στα 90 εξακολουθεί να καπνίζει εμμονικά, παρά τα προβλήματα υγείας της, ενώ είναι πια δύσθυμη και φλεγματική απέναντι στη ζωή. Έχει στο πλευρό της την κόρη της –μια σχέση που πέρασε από δυσκολίες, αν και η ίδια την είχε επιβάλει στο Χόλιγουντ την εποχή που τα στούντιο την συμβούλευαν να κρατήσει κρυφό το γεγονός– και μερικούς έμπιστούς της που τους επιτρέπει να δουν την πτώση της. Φεύγει από τη ζωή το 1992, και ενταφιάζεται στον οικογενειακό τάφο της στο Βερολίνο, όπως είχε ζητήσει η ίδια μετά την πτώση του Τείχους.
Φωτογραφημένη από τον Irving Penn, 1948.
National Portrait Gallery, Smithsonian Institution; gift of Irving Penn © Conde Nast
Δέκα χρόνια αργότερα, η γερμανική κυβέρνηση αναγνώρισε την προσφορά της ανακηρύσσοντάς την σε επίτιμη πολίτη του Βερολίνου, με μια πλάκα στην οποία αναγράφεται ο τίτλος ενός τραγουδιού της: «Ποιος μπορεί να μου πει πού πήγαν όλα τα λουλούδια;» Ήταν αυτό που είχε τραγουδήσει στα γερμανικά στη συναυλία της στο Ισραήλ, σπάζοντας ένα ακόμα ταμπού.