«Με τραβούσε η γλύκα, η τραγικότητα, οι εκδηλώσεις της ζωής γενικά. Προσπαθούσα να αρπάξω ό,τι μπορούσα. Σκεφτόμουν ότι είναι φευγαλέα η στιγμή της ζωής. Εκείνη που δείχνει όλη την ένταση και τη συγκίνηση που αισθάνεται ο καθένας».
Πόσο γοητευτικό είναι να κάνεις μία επισκόπηση ή και μια λεπτομερή εξέταση της βιογραφίας κάποιων προσωπικοτήτων είτε περισσότερο είτε λιγότερο γνωστών. Αντιλαμβάνεσαι πολλές φορές στοιχεία όπως όπου στις ιστορίες των άλλων επαναλαμβάνονται και σε εσένα ή να σε γοητεύουν σε αυτόν και να σε δυναμώνουν για να πας ακόμα ένα βήμα μπροστά. Η σημερινή μας λοιπόν φωτογράφος αναπτύχθηκε φωτογραφικά σε μία από τις δυσκολότερες στιγμές της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας.
Η Βούλα Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1898 στη Λαμία.
Οι γονείς της Αφροδίτη και Θεοχάρης Παπαϊωάννου, αξιωματικός στο επάγγελμα, φρόντισαν να μεγαλώσουν τη πολυμελή οικογένεια τους με αγάπη και ιδανικά, με βάση την αγάπη στην πατρίδα, την εργατικότητα και κοινωνική συνεισφορά. Αρχές που ακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της η σημερινή μας φωτογράφος.
Το 1908 μετακομίζει από τη γενέτειρα περιοχή της και μένει στην Αθήνα. Από μικρή δείχνει το ενδιαφέρον της για τις εικαστικές τέχνες και έτσι το 1920 αποφασίζει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Παρότι ξεκίνησε με τη ζωγραφική τελικά η ενασχόλησή της με τη φωτογραφία ήταν αυτό που θα την γοητεύσει πραγματικά.
Το 1926 παντρεύεται με τον Ιωάννη Ζερβό. Λογοτέχνης και κριτικός, άνθρωπος που τη βοηθάει να ενισχύσει τις πνευματικές της αναζητήσεις. Η διάλυση αυτού το γάμου δίνει στην Παπαϊωάννου το βασικότερο λόγο να για την αποκλειστική της φωτογραφική αφοσίωση.
Η συχνή επισκεψιμότητα της σε μουσεία και εκθέσεις το 1937 κάνει τη φωτογράφο μας να ξεκινήσει τη πρώτη της επαγγελματική δουλειά. Ο τότε διευθυντής του Εθνικού Μουσείου για την έκδοση «επιστολικών δελταρίων» (καρτ-ποστάλ) της αναθέτει να φωτογραφήσει τα εκθέματα.
Κάτω από την επίβλεψή της εκτυπώνονται στη Νοβάρα της Ιταλίας με τη μέθοδο της βαθυτοπίας, τρία φωτογραφικά τεύχη με το τίτλο ’’Hellas’’.
Ως αποτέλεσμα της εξαιρετικού αποτελέσματος ο Οργανισμός Τουρισμού της ανέθεσε τη φωτογράφιση λουτροπόλεων και βυζαντινών μνημείων στην Αττική, με τη συνεργασία και καθοδήγηση του λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Το 1940 ζητάει να πάει στο πολεμικό μέτωπο και να πάρει μέρος στη φωτογραφική κάλυψη των Ελλήνων με τους Ιταλούς. Η άρνηση με τη δικαιολογία ότι είναι γυναίκα την έκανε δίχως δεύτερη σκέψη να στρέψει τη φωτογραφική της ματιά στη σκληρή καθημερινότητα της γύρω της, στους ανθρώπους που δεν είναι στη πρώτη γραμμή.
Οι εικόνες που απαθανατίζει συγκλονίζουν από την μοναδική αντίθεση της ευαισθησίας στο σκληρό περιβάλλον, την οδύνη αλλά και την αξιοπρέπεια ταυτόχρονα. Ξεπερνώντας την αποτύπωση της ιστορικής στιγμής αλλά αναδεικνύοντας τη πίστη και την μοναδική ανθρώπινη δύναμη.
Απόδειξη του συγκλονιστικού έργου της φωτογράφου είναι το λεύκωμα το 1943 εν ονόματι «Μαύρο Λεύκωμα» . Στις πρώτες σελίδες αυτού ξεκινάει με τους στίχους του Ευριπίδη "Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;". Με τη κάλυψη της ελβετικής επιτροπής που ήταν στην Αθήνα εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για τον έλεγχο των λιμοκτονούντων και σκελετωμένων παιδιών, η Παπαϊωάννου ξεπερνώντας κάθε προσωπικό δισταγμό και αναστολή και παρουσιάζει ένα συγκλονιστικό φωτογραφικό αποτέλεσμα όπου θα αποτυπωθεί στο εξωτερικό και θα κινητοποίηση τη διεθνή γνώμη και θα στείλει αποστολές ειδών πρώτης ανάγκης και τροφίμων.
Κατά τη περίοδο του ελληνικού εμφύλιου όπου φωτογράφοι όπως ο Κώστας Μπαλάφας με κίνδυνο της ζωής τους κατέγραφαν τη πραγματικότητα στα βουνά, η φωτογράφος μας ζωντανεύει σαν μία Dorothea Lange της Ελλάδας τις διανομές ιματισμού, τα συσσίτια και το καθημερινό αγώνα για επιβίωση μέσα στη πόλη της Αθήνας.
Τη δεκαετία του 50 η Βούλα Παπαϊωάννου καταξιωμένη πλέον δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά και συμμετέχει σε εκθέσεις, αναδεικνύοντας την Ελληνική γή, την αρχαία κληρονομιά και τον ανθρώπινο μόχθο.
Το 1952 γίνεται μέλος της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρίας.
Το 1953 κυκλοφορεί το βιβλίο "La Grèce à ciel ouvert" από τον ελβετικό οίκο Clairefontaine. Όπου θα τιμηθεί με το βραβείο καλύτερου βιβλίου της χρονιάς από την Εταιρεία Εκδοτών και Βιβλιοπωλών στην Olten της Ελβετίας.
Το 1956 κυκλοφορεί το βιβλίο "Les îles grecques" από τον ίδιο οίκο.
Ο δημοσιογράφος, κριτικός θεάτρου και δοκιμιογράφος Αιμίλιος Χουρμούζιος αναφέρει :
"δίνεται ανάγλυφη η ωραία συνέχεια στην απλή και αρμονική περίπτυξη του παλαιού με το νέο, του κλασικού με το σύγχρονο, της πυκνής τραγωδίας με το ανάλαφρο ειδύλλιο, του σχήματος του μελετημένου και φιλοτεχνημένου με το ακατάστατο και το απέριττα γραφικό".Δυστυχώς γύρω σε ηλικία περίπου 70 χρονών λόγο μίας πάθησης μάτια της αναγκάζεται να σταματήσει να φωτογραφίζει και δωρίζει το αρχείο της στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο εκθέτει το εκπληκτικό έργο της σε διάφορες εκθέσεις.
Το 1990 πλήρης ημερών πεθαίνει σε ηλικία 92 ετών.
«Με τραβούσε η γλύκα, η τραγικότητα, οι εκδηλώσεις της ζωής γενικά. Προσπαθούσα να αρπάξω ό,τι μπορούσα. Σκεφτόμουν ότι είναι φευγαλέα η στιγμή της ζωής. Εκείνη που δείχνει όλη την ένταση και τη συγκίνηση που αισθάνεται ο καθένας».