"Συχνά περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους και κοιτάζει γύρω, όταν δει κάτι που θέλει να φωτογραφήσει, ήσυχα βγάζει την κάμερα της και αν δει ότι οι άνθρωποι αντιτίθενται θα κλείσει την κάμερα και δεν θα φωτογραφίσει ή πιθανόν να περιμένει μέχρι να την συνηθίσουν".
Η φωτογράφος που θα μελετήσουμε παρόλο που τα θέματά της κατά κύριο λόγο είναι τραβηγμένα σε μία πολύ δύσκολη οικονομικά εποχή, περιέχουν μία άγρια ομορφιά, αποκτώντας ταυτόχρονα και συμβολικό χαρακτήρα για ένα ολόκληρο έθνος.
Η Dorothea Lange γεννήθηκε στις 26 Μαΐου το 1895 στο Hoboken, New Jersey. Ο πατέρας της, Heinrich Nutzhorn ήταν δικηγόρος και η μητέρα της Johanna νοικοκυρά.
Στη ζωή της αντιμετώπισε δύο μεγάλα προβλήματα υγείας.
Το πρώτο στην ηλικία των, μόλις, 7 χρόνων, παθαίνει πολιομυελίτιδα όπου αφήνει το δεξί πόδι της αισθητά αποδυναμωμένο.
[It] was the most important thing that happened to me, and formed me, guided me, instructed me, helped me and humiliated me
Οι γονείς της έδωσαν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευσή της και την έσπρωξαν στη λογοτεχνία και την τέχνη έτσι ώστε να καλλιεργηθεί πολύπλευρα.
Το κατηγορώ και η θλίψη για το πατέρα της που θεωρούσε υπεύθυνο για το διαζύγιο των γονιών της, την κάνει και αλλάξει το επίθετό της σε Lang, (της μητέρας της). Αφού τελείωσε το γυμνάσιο δούλεψε σαν αποθηκάριος, με τα χρήματα που κέρδιζε συντηρούσε και τον αδερφό της. Μετά όμως εργάσθηκε σε πολλά φωτογραφικά στούντιο και έμαθε πολλές τεχνικές του φιλμ. Έμαθε την τέχνη του πορτραίτου και πειραματίζονταν στο στήσιμο, στον σχεδιασμό στην πόζα και τον φωτισμό.
Πήρε τα πρώτα φωτογραφικά της μαθήματα από τον Clarence White στο Columbia University. Στο τέλος αυτών αγόρασε την πρώτη φωτογραφική της μηχανή και έφτιαξε τον δικό της σκοτεινό θάλαμο στο κοτέτσι που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού της.Φωτογράφιζε πολύ συχνά την οικογένεια της και τα συγγενικά της πρόσωπα, όπου όμως, δυστυχώς, αργότερα η μητέρα της τα πέταξε όλα.
Με τα λεφτά που είχε εξοικονομήσει από τις φωτογραφίες που πούλησε σε ηλικία 23 χρόνών μαζί με μία φίλη της από το σχολείο ξεκίνησαν ένα ταξίδι με πρώτο προορισμό τη Νέα Ορλεάνη. Στη συνέχεια αυτού στο Σαν Φρανσίσκο τους κλέβουν όλα τα λεφτά και αναγκάζονται να δουλέψουν. Η Langue εργάζεται σε διάφορα φωτογραφικά στούντιο. Ήταν τόσο καλή στα πορτραίτα της όπου με τον καιρό άνοιξε το δικό της στούντιο στο δεύτερο όροφο ενός μεγάλου κτιρίου όπου γύρω τους ήταν μεγάλες γκαλερί μόδας. Απέκτησε πελάτες από πλούσιες οικογένειες και ήρθε σε επαφή με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες τις περιοχής όπως ο Ansel Adams.
Με τον ζωγράφο σύζυγό της Maynard Dixon, εγκαταστάθηκε εκεί όπου απέκτησε δύο γιους, μία άνετη ζωή και αναγνωρισιμότητα.
Όλα αυτά μέχρι το 1929 όπου με το κραχ της wall street άρχισαν να καταρρέουν όλα σιγά-σιγά. Μέχρι το 1933 σε ηλικία πλέον 38 χρονών αγχωμένη, θλιμμένη και με στρες άρχιζε να νιώθει ότι χάνει τη ποιότητα των πορτραίτων της. Στη Δεκαετία του ’30 παρατηρώντας έξω από το παράθυρό της γραμμές συσσιτίων ψωμιού, κατάλαβε πως αυτή ήταν η στιγμή που θα έπρεπε να βγει έξω με τη κάμερα.
Άρχιζε να στήνει μία γκαλερί με αυτού του τύπου τη θεματολογία στο μαγαζί της και πολύς κόσμος τη αναρωτιόταν γιατί το έκανε αυτό. Η ίδια προσπαθώντας να απαντήσει στον εαυτό της, δεν μπορούσε να βρει μία απάντηση. Οπότε βρέθηκε σε ένα τρομερό δίλημμα …που μεν έπρεπε να βγάζει τα προς το ζην αλλά παράλληλα ένιωθε ότι έπρεπε να βοηθήσει σ’ αυτό που συνέβαινε και ήθελε να κάνει κάτι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Lange, βυθισμένη σε έναν δυστυχισμένο γάμο, συναντήθηκε με το Paul Shuster Taylor, ο οποίος ήταν ένας καθηγητής πανεπιστημίου και οικονομολόγος, η έλξη τους ήταν άμεση, και από το 1935, και οι δύο είχαν αφήσει τους αντίστοιχους συζύγους τους για να είναι μαζί.
Στο περιοδικό Survey Graphic δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες της από αυτό το θέμα και το 1935 την κάλεσαν από τον οργανισμό του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ, Farm Security Administration (FSA), ελπίζοντας ότι οι δυνατές εικόνες της Lange θα φέρει στην επιφάνεια τις συνθήκες των φτωχών αγροτών στην προσοχή του κοινού.
Για τα επόμενα 5 χρόνια ο Taylor και η Lange ταξίδεψαν μαζί, με τον σύζυγό της πέρα από όλα να έχει και το ρόλο του σωματοφύλακάς της, γιατί ο κίνδυνος από τους σερίφηδες και τους μετανάστες επικρατούσε παντού, ιδιαίτερα με τους τελευταίους όπου λόγω των δύσκολων συνθηκών προσπαθούσαν να κερδίσουν ένα κομμάτι ψωμί με κάθε μέσο.
Ο Taylor έγραφε τις εκθέσεις και η Lange φωτογράφιζε τους ανθρώπους που συναντούσαν.
Από τη σειρά αυτή των φωτογραφιών της Lange τραβήχτηκε το πολύ γνωστό πορτραίτο σε όλους μας της «migrant mother» το οποίο κοσμεί σήμερα τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Επίσης, η συγκεκριμένη φωτογραφία έχει γίνει γραμματόσημο και εξώφυλλο στη βιογραφία της εικονιζόμενης.
Πάντα ήθελε να αφουγκράζεται και να αντιλαμβάνεται η ίδια τη κατάσταση από μέσα απ’ τα γεγονότα. Επίσης, ο σύζυγος της, συμπληρώνει σε συνέντευξή του, πως το αποτέλεσμα του έργου της δεν είναι τυχαίο πηγάζει από τη μεγάλη υπομονή της και την προσεκτική εξέταση των ανθρώπων που φωτογράφιζε.
The good photograph is not the object, the consequences of the photograph are the objects.
Ιστορία της «migrant mother»
Η εικονιζόμενη ονομάζονταν Florence Tomson (γεννήθηκε το 1903 και πέθανε το 1983)
Η γυναίκα είχε 11 παιδιά από 3 γάμους, όπου κάποια από αυτά λόγω έλλειψης βασικών ειδών διατροφής δεν άντεξαν. Οι πολλοί γάμοι ήταν ένα συχνό φαινόμενο για τις γυναίκες εκείνη την περίοδο λόγω χηρείας ή συζυγικής εγκατάλειψης.
Ο άντρας της Florence εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να επισκευάσει το αμάξι τους.
Στη λεζάντα της φωτογραφίας η Langue είχε γράψει λανθασμένα ότι η οικογένεια είχε πουλήσει τα λάστιχα, για να αγοράσει τροφή, κάτι που δεν ίσχυε τελικά.
Τράβηξε 6 φωτογραφίες σε 10 λεπτά όπου αποφάσισε ότι η τελευταία ήταν αυτή που επιθυμούσε περισσότερο.
The camera is an instrument that teaches people how to see without a camera.
Εκτυπώνοντας τα φιλμ από αυτή τη περιοδεία ήξερε ότι εμπεριείχαν εκπληκτικές φωτογραφίες όπου με την εμφάνισή τους ενεργοποιήθηκε η κυβέρνηση για να δοθεί βοήθεια και τροφή σε αυτούς τους ανθρώπους.
Το 1939 δημοσίευσε μια συλλογή από φωτογραφίες της : An American Exodus: A Record of Human Erosion
Το 1940, η Lange έγινε η πρώτη γυναίκα υποτροφία Guggenheim.
Μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ και την είσοδο της Αμερικής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Lange μισθώθηκε από το Γραφείο του πολέμου Πληροφοριών (OWI), για να φωτογραφίσει τον εγκλεισμό των ιαπωνικών Αμερικανών σε στρατόπεδα κράτησης.
Dorothea Lange and Paul Taylor (Second Husband)
Στην 1953-1954 Lange συνεργάστηκε με τον Edward Steichen με θέμα «Η Οικογένεια του Ανθρώπου," μια έκθεση διοργανώνεται από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) της Νέας Υόρκης το 1955. Έχοντας καταφέρει να είναι αυτή η πρώτη γυναίκα φωτογράφος στο ΜοΜΑ.
Το δεύτερο πρόβλημα υγείας που ταλανίζει, καρκίνος στον οισοφάγο, υποχρεώνει τη διάσημη φωτογράφο να μείνει σπίτι. Προσπάθησε να επιστρατεύσει τη δύναμη της, να λειτουργεί όσο φυσιολογικά μπορούσε και ξεκίνησε ταξίδια. Συνόδευσε το σύζυγός της αλλά και μαζί με τον γιό της Paul, από το γάμο της με το Daniel Dixon, πήγε στο Πακιστάν, την Κορέα και το Βιετνάμ, τη Νότια Αμερική και την Ιρλανδία. Ίδρυσε το Aperture, ένα μικρό εκδοτικό οίκο που παράγει ένα περιοδικό της και βιβλία φωτογραφίας. Πήρε αρκετές αναθέσεις για λογαριασμό του περιοδικού Life. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά στο Σαν Φρανσίσκο, με το San Francisco education television και δίδαξε φωτογραφικά τμήματα στο University της California
Το 1964 με διευθυντή του ΜοΜΑ τον John Szarkowski της ζητήθηκε να κάνει μια αναδρομική έκθεση για το σύνολο του έργου της. Αυτό έχει γίνει μόνο για άλλους 4 φωτογράφους τους Walker Evans, Paul Strand, Henri Cartier-Bresson & Edward Weston
Στις 26 Ιανουαρίου του 1966 η έκθεση εγκαινιαζόταν χωρίς να καταφέρει να την απολαύσει και η ίδια, φεύγει από τη ζωή τον Οκτώβρη του 1965.
Ενώ,γνώριζε ότι είχε λίγους μήνες να ζήσει εξαντλούσε τις δυνάμεις της για να οργανώσει το φωτογραφικό υλικό της. Η κόρη της περιγράφει ότι είναι μία πολύ δυνατή γυναίκα και με τίμιο χαρακτήρα.
Μερικές φορές ένοιωσε απογοήτευση γιατί το έργο της δεν προκαλούσε την κοινωνία σε τέτοιο βαθμό που να επανορθωθούν οι αδικίες… το έργο της παραμένει ζωντανό και επηρεάζει γενιές φωτογράφων που ασχολούνται με τα ντοκιμαντέρ.
Κρυφό της πάθος ήταν να βγάλει φωτογραφίες των οικογενειακών μελών της που όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει.
Κείμενο Γιώργος Μακρίδης