Ο Alex Webb γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1952. Σπούδασε στο κολέγιο ιστορία και λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα, το πρώτο του ενδιαφέρον ήταν το γράψιμο και ήδη από τα χρόνια του κολεγίου σχεδιάζει να γίνει συγγραφέας. Εξάλλου, προέρχεται από μια οικογένεια που πάντοτε έδινε χώρο στην δημιουργικότητα και όπου ο καθένας αναζητούσε τον δικό του τρόπο έκφρασης. Η μητέρα του ήταν ζωγράφος και στη συνέχεια γλύπτρια, ένας αδελφός του ζωγράφος, μια αδελφή του εικονογράφος και ο πατέρας του που ήταν συγγραφέας και εκδότης, βοήθησαν τον Alex να βρει τον δρόμο του ανάμεσα στα καλλιτεχνικά ρεύματα, μεταξύ του γραπτού λόγου και της φωτογραφικής απεικόνισης. Τα πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου εξερεύνησε την δυνατότητα να γίνει συγγραφέας, αλλά παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο Carpenter Center for the Visual Arts. Το 1972 συμμετέχει σε σεμινάρια στο Apeiron Workshop και παίρνοντας θάρρος μετά από ένα εργαστήριο με τον Charles Harbutt, στρέφεται στη φωτογραφία και δύο χρόνια αργότερα γίνεται επαγγελματίας φωτογράφος.
Θεσσαλονίκη
Η κατάρτισή του είναι κλασική, όπως κάθε νέου φοιτητή. To "Images a la sauvette" του Cartier-Bresson και το "The Americans" του Robert Frank είναι οι δύο αποκαλύψεις που περισσότερο από όλες τις άλλες τον εντυπωσιάζουν και τον γοητεύουν. Το έργο του Cartier-Bresson τον προσελκύει για την “αίσθηση της ισορροπίας, τον καθαρά γαλλικό χαρακτήρα, τη στιγμή, το καδράρισμα στην τελειότητά του’’. Το έργο του Frank τον γοητεύει “για τον αυθορμητισμό και για τον τόσο καινοτόμο χαρακτήρα του”. Ο θαυμασμός και η μελέτη συγκεντρώνονται και σε άλλους φωτογράφους και άλλες εργασίες, οι οποίοι σε διαφορετικές χώρες, απέδειξαν πώς ήταν δυνατόν να συλλάβουν δροσερές, άμεσες, νέες εικόνες, εικόνες του δρόμου, από την ασταμάτητη ροή της ζωής που συγκεντρώνει ο δρόμος: “Υπήρχε μια σειρά από τους λεγόμενους φωτογράφους του δρόμου, τη δουλειά των οποίων θαύμασα πάρα πολύ σε διάφορες στιγμές της επαγγελματικής μου ζωής. Φυσικά, ο Cartier-Bresson και στη συνέχεια ο Kertesz, ο Frank, ο Klein, ο Friedlander... και άλλοι”.
Η πρώτη προσέγγιση στη φωτογραφία δεν θα μπορούσε παρά να γίνει με ασπρόμαυρο φιλμ (“οι φωτογράφοι του ασπρόμαυρου ήταν οι ήρωές μου. Χωρίς καμία αμφιβολία.") και στον δρόμο, προσπαθώντας αστραπιαία και σχεδόν στα κρυφά να συλλάβει τις εικόνες της καθημερινότητας. Έτσι, οι πρώτες του, επαγγελματικές φωτογραφίες, στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, δημιουργούνται σε ασπρόμαυρο φιλμ στη Βοστόνη και στις Νότιες Πολιτείες των Η.Π.Α, κατά μήκος των συνόρων με το Μεξικό, όπου ο Webb θα επιστρέφει πολλές φορές, κατά την διάρκεια της καριέρας του. Σύντομα όμως «έφθασε σε ένα είδος αδιεξόδου στη φωτογραφία, καθώς επίσης αισθάνθηκε μια έντονη προθυμία να εξερευνήσει νέες περιοχές», όπως ο ίδιος περιγράφει στον πρόλογο του βιβλίου του «The Suffering of Light».
Η έμπνευση για την επιζητούμενη στροφή στη δουλειά του προέκυψε από την ανάγνωση των θεατρικών έργων του Graham Greene. Από την ακατέργαστη και ξεδιάντροπη πρόζα του άγγλου συγγραφέα, με τα διάφορα επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας, γεννήθηκε η γοητεία για την Αϊτή και την μοίρα της, γεμάτη βία και συνεχείς ανατροπές. Το 1975, πήρε ένα αεροπλάνο για το Πορτ-ο-Πρενς για να ανακαλύψει τον ταραχώδη κόσμο αυτής της νησιωτικής χώρας μέσα από το φακό της μηχανής του. Το πρώτο ταξίδι τριών εβδομάδων μεταμόρφωσε τον Webb, εισάγοντάς τον σε νέους κόσμους συναισθηματικής ζωντάνιας και έντασης που ο ίδιος περιέγραψε ως «ωμούς, ασύνδετους, συχνά τραγικούς». «Ήμουν γοητευμένος και φοβισμένος από την Αϊτή: ήθελα να συνεχίσω να φωτογραφίζω και ταυτόχρονα ήθελα να φύγω με το πρώτο αεροπλάνο». Στην Αϊτή ο Webb θα επιστρέψει πολλές φορές, πριν και μετά την πτώση της δυναστείας Duvalier και η φωτογραφική αφήγησή του θα εξιστορήσει τη χαρά της ελευθερίας που ξαναβρίσκει, αλλά και τον τρόμο της διαπίστωσης ότι η ελπίδα έχει καταπνίγει με κτηνωδία μέσα σε ελάχιστους μήνες. Στη διάρκεια αυτών των επισκέψεων του παρακολούθησε όχι μόνο τα μεγάλα γεγονότα, αλλά και την καθημερινή ζωή, τις ιστορίες των απλών ανθρώπων. Στάθηκε έτσι ικανός να νιώσει και να αφηγηθεί τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα χρώματα, τον καυτό και ζωογόνο ήλιο, κάτω από τον οποίο ζούσε ο κόσμος, άλλοτε όμορφα και άλλοτε τρομακτικά, οπότε δεσμεύτηκε να αγκαλιάσει πλήρως την έγχρωμη φωτογραφία για να μεταφράσει το ζωηρό χρώμα αυτών των κόσμων: «Το έντονο φως και το έντονο χρώμα φαινόταν κάπως ενσωματωμένο στους πολιτισμούς στους οποίους είχα αρχίσει να δουλεύω, τόσο εντελώς διαφορετικό από τη γκρι-καφέ επιφυλακτικότητα του τόπου της καταγωγής μου στη Νέα Αγγλία. Από τότε δουλεύω κυρίως με έγχρωμα φιλμ».
Ο κόσμος των τροπικών τον μαγεύει και για ένα μεγάλο διάστημα ο Webb θα εργαστεί στην Καραϊβική, συνθέτοντας ένα σώμα από εικόνες και χρώματα που εμπλουτίζει συνεχώς με νέες, εντυπωσιακές φωτογραφίες. Η δουλειά αυτή δημοσιεύτηκε στα πρώτα του βιβλία, μέσω των οποίων τον γνωρίσαμε: Hot Light / Half-Made Worlds - Photographs from the Tropics (1986) και Under a Grudging Sun - Photographs from Haiti Libere (1989). Εάν ο Graham Greene ή ο Joseph Conrad αποτελούσαν το υπόβαθρο για τα αναγνώσματα της νεαρής ηλικίας, η πραγματική, άμεση εμπειρία καθώς και η δημοσιογραφική του κλίση, θα αποτελέσουν το ώριμο ερέθισμα για νέα ταξίδια, νέες ιστορίες για να γνωρίσει και να διηγηθεί. Ακολουθούν πολυάριθμα ταξίδια στο Μεξικό, στη Λατινική Αμερική, και την Αφρική. Το αγαπημένο του περιβάλλον, το φόντο το οποίο θα επιλέξει για να διηγηθεί τις ιστορίες του, θα είναι πάντα ο Νότος. Ένας Νότος φτιαγμένος από τροπικούς, από Λατινική Αμερική, αλλά και από Αφρική, από ζέστη, από πολύ ήλιο και χρώμα. Στην αρχή σκέφτεται το χρώμα σαν ένα επιπλέον στοιχείο, ένα στοιχείο όμως που κινδυνεύει να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από την ουσία της εικόνας, για να μεταμορφώσει την φωτογραφία σε κάτι το εμπορικό. Στη συνέχεια όμως αλλάζει ριζικά ιδέα, όταν θα αποκτήσει άμεση εμπειρία με το Νότο και τις έντονες ιστορίες του: «Όταν εργάστηκα στην Αϊτή και κυρίως στο Μεξικό, άλλαξε ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν τι θα μπορούσα να κάνω με την έγχρωμη φωτογραφία. Ανακάλυψα το φως, το χρώμα, τη ζέστη και την ενέργεια των τροπικών». Η φιλία του με τον Miguel Rio Branco, έναν βραζιλιάνο φωτογράφο με έντονα και ονειροπόλα χρώματα, καθώς και με τον Βέλγο Harry Gruyaert, με τις ονειρικές ερμηνείες του όσον αφορά την πραγματικότητα, θα αποτελέσουν σημαντικά σημεία για μια νέα έρευνα που αποδέχεται το χρώμα, όχι σαν παρέκκλιση, διαφυγή και ψυχαγωγία, αλλά σαν βασικό υλικό για να διεισδύσεις μέσα σε ισχυρές και αμφισβητούμενες πραγματικότητες.
Η φωτογραφία του Webb, αυστηρή στην φορμαλιστική παρουσίαση, πυκνή και υλιστική στα χρώματα, ακριβής στην πληροφορία, αρχίζει σταδιακά να κατακτά το κοινό και τις εφημερίδες ολόκληρου του κόσμου. Το γεγονός ότι το 1974 έγινε δόκιμο μέλος του Magnum και πέντε χρόνια αργότερα μόνιμο μέλος του πρακτορείου, τον βοήθησε να ξεκινήσει μια μακρά και αποδοτική συνεργασία με το National Geographic, με το Geo και το Mare, μέσω των οποίων πραγματοποιεί νέα ταξίδια, μεγάλα ρεπορτάζ και εδραιώνει μια ευρεία επαγγελματική φήμη. Το μείγμα των χρωμάτων, καταστάσεων, φυλών, πολιτικής και κουλτούρας, αποτελεί ολοένα και περισσότερο το αντικείμενο της προσωπικής έρευνας του Alex Webb. To "Crossings", ένα από τα ίσως πιο έντονα βιβλία του, είναι αφιερωμένο στο πέρασμα των συνόρων, ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό - ένα θέμα για το οποίο δούλεψε για μεγάλο διάστημα - αλλά και για την συνάντηση των διαφορετικών πολιτισμών που έχει σαν αποτέλεσμα αυτό το συνεχές ταξίδι. Τότε το "crossing" του τίτλου γίνεται επίσης και η συνάντηση των αξιών και των πολιτιστικών παραδόσεων και υπογραμμίζει το συνεχές πέρασμα, όπως τώρα πλέον γίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, από μια βορειοαμερικανική σε μια άλλη, λατινική κουλτούρα. Εάν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο είναι ολοένα και περισσότερο πιο χαλαρά, το τελικό προϊόν, ενός πυκνού μείγματος, αποτελεί αντιθέτως ολοένα και περισσότερο τον συνδετικό ιστό στον οποίο στηρίζεται ένα σημαντικό μέρος της αμερικανικής ζωής: «Όπως πολλοί βορειοαμερικανοί, καθώς και πολλοί μεξικανοί, έτσι κι εγώ συνεχίζω πάντοτε να περνώ από το ένα σύνορο στο άλλο».
Τα τελευταία χρόνια, άλλα αδύναμα σύνορα, άλλα περάσματα, θα του κινήσουν την περιέργεια. Τώρα είναι η σειρά της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στο όριο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Ευρώπη και Ασία, που θα τον προσελκύσει με τα προαιώνια στρώματα πολιτισμού και θρησκείας. Όπως πάντοτε, ο Webb αφήνεται στους νέους τόπους, όπου αποφασίζει να εργαστεί, έτσι όπως αφήνεται κάποιος σε ένα ρομάντζο, σε ένα ταξίδι. Μπαίνει μέσα σ' αυτούς και αφήνει να τον οδηγήσουν σε αναζήτηση ιστοριών, ακολουθώντας τον κόσμο και τη ζωή του, αυτό που παρατηρεί και που νιώθει, η εμπειρία, που του προσφέρεται από το δρόμο και την περιπλάνησή.
O Alex Webb μέσα από τα δικά του λόγια:
Σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν ένα μάρτυρα γεγονότων της ιστορίας, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου: φωτογραφίζοντας κατά κύριο λόγο το πέρασμα της ζωής των κοινών ανθρώπων. Δεν αναζητώ απαραιτήτως τα μεγάλα γεγονότα του κόσμου, όμως, σαν φωτογράφος, κατορθώνω να συλλάβω την ιστορία από μια οπτική γωνία πολύ συγκεκριμένη και προσωπική.
Δεν πήγα στην Αϊτή επειδή ήθελα να φωτογραφίσω τους φτωχούς ή να δείξω πόσο φτωχική ήταν η Αϊτή, όπως πιστεύω ότι κάνουν πολλοί φωτορεπόρτερ. Πήγα στην Αϊτή για να εξερευνήσω και να γνωρίσω μια πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα κοινωνία, φτωχή και απεγνωσμένα τραγική, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη και παλλόμενη από ζωή. Υπό αυτή την έννοια, θέλησα να εξερευνήσω συνολικά αυτό τον κόσμο. Έχοντας αρκετή εμπειρία στο παραδοσιακό φωτορεπορτάζ, θα πρέπει να παραδεχθώ ότι συχνά αντιμετωπίζεις μια μεγάλη σειρά από φωτογραφίες που έχουν δημιουργηθεί, λες και ο φωτογράφος σκεφτόταν “αυτές οι φωτογραφίες λένε κάτι, αυτές οι φωτογραφίες καθορίζουν κάτι”. Εγώ δεν κάνω έτσι. Εγώ δεν προσπαθώ να καθορίσω κάτι, προσπαθώ να εξερευνήσω, προσπαθώ να θέσω ερωτήσεις.
Ο μοναδικός τρόπος που γνωρίζω για να αντιμετωπίσω ένα νέο τόπο, είναι να τον περπατήσω. Επειδή ένας φωτογράφος του δρόμου θα πρέπει να περπατάει και να κοιτάζει, να περιμένει και στη συνέχεια να κοιτάζει ξανά, προσπαθώντας να διατηρήσει την εμπιστοσύνη προς το άγνωστο και το αναπάντεχο, που τον περιμένει πίσω από τη γωνία.
Δεν πήγα στην Κωνσταντινούπολη με την ιδέα να φωτογραφίσω μια πόλη που είναι ταυτόχρονα ασιατική και ευρωπαϊκή. Απλά, πήγα στην Κωνσταντινούπολη, τριγύριζα στη πόλη και άρχισα να διαισθάνομαι ένα σωρό από πράγματα και συναισθήματα. Αυτή είναι η συνήθης προσέγγισή μου: ν' αφήσω την άμεση εμπειρία του δρόμου να μου μιλήσει πρώτη και πάνω από κάθε άλλο πράγμα. Αρχίζω κατ’ αυτό τον τρόπο ένα ταξίδι, ένα ταξίδι χωρίς ένα συγκεκριμένο προορισμό. Δεν ξέρω πότε θα σταματήσει. Και πώς προχωρώ: Κυρίως περπατώντας - κυριολεκτικά και μεταφορικά (στη περίπτωση της Φλόριντα, επρόκειτο αντιθέτως για ένα τρόπο που ήταν μόνο μεταφορικός, επειδή στην πραγματικότητα οδηγούσα όλο τον χρόνο). Αυτό που χρειάζεται είναι να κοιτάζεις γύρω σου και να περιπλανιέσαι: να περιπλανιέσαι, να περιπλανιέσαι κι ακόμα πάλι να περιπλανιέσαι και στη συνέχεια να επιστρέφεις στα ίδια μέρη, να απορροφάς τις εμπειρίες και απλώς να τις ζεις.
Βιβλιογραφία:
- Hot Light / Half-Made Worlds: Photographs from the Tropics / Thames & Hudson (1986)
- Under a Grudging Sun: Photographs from Haiti Libere / Thames & Hudson (1989)
- Amazon: From the floodplain to the clouds / Monacelli Press (1997)
- Crossings: Photographs from the U.S-Mexico borders / Monacelli Press (2003)
- Istanbul: City of A hundred names / Aperture (2007)
- The Suffering of Light / Aperture (2011)