Ο William Klein, ένας από τους μεγαλύτερους φωτογράφους του 20ού αιώνα, απεβίωσε, το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι, σε ηλικία 96 ετών. Μια πικρή λεπτομέρεια: στις 12/9 έληγε η μεγάλη αναδρομική έκθεσή του, στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας (I.C.P) με τίτλο «William Klein: YES» – η πρώτη στη γενέτειρά του, τη Νέα Υόρκη, από το 1994, η οποία όμως, λόγω της τραγικής επικαιρότητας, παρέτεινε για λίγο ακόμη τη διάρκειά της. Η έκθεση αυτή αποτελεί ένα ορόσημο για το I.C.P, αφού για πρώτη φορά ο χώρος του παραχωρήθηκε σε έναν μόνο δημιουργό, για να εκθέσει πάνω από 200 φωτογραφίες, αλλά και σχέδια, πίνακες αφηρημένης τέχνης, βιβλία και ταινίες που δημιούργησε αυτός ο σχεδόν αιωνόβιος καλλιτέχνης, αναδεικνύοντας έτσι όλα τα ταλέντα του. Σε μια εποχή που το κοινό ήταν λιγότερο συνηθισμένο, από όσο σήμερα, να αποδέχεται έναν καλλιτέχνη που ασχολείται και λειτουργεί σε πολλά πεδία, ο Klein επέμενε να συστήνεται και με τις άλλες του ιδιότητες, εκτός του φωτογράφου: εκείνες του σκηνοθέτη ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους, του ζωγράφου, του συγγραφέα, του εικονογράφου και του επιμελητή εκθέσεων.
Ο φωτογράφος που «έσπασε τους μισούς κανόνες της φωτογραφίας και αγνόησε τους άλλους μισούς» όπως έγραψε ο Jim Lewis στο περιοδικό Slate, το 2003, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, σε μια γειτονιά πλάι στο Χάρλεμ, στις 19 Απριλίου 1926, αν και ορισμένες πηγές αναφέρουν ως έτος γέννησής του το 1928. Οι γονείς του ήταν υπερορθόδοξοι εβραίοι, μετανάστες από την Ουγγαρία. Ο πατέρας του ήταν ράφτης και διατηρούσε κατάστημα ενδυμάτων στην οδό Delancey, το οποίο όμως αναγκάστηκε να κλείσει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ο μικρός William ήταν ένα έξυπνο εβραιόπουλο που μεγάλωνε σε μια ιρλανδική γειτονιά. Διάβαζε αχόρταγα, κάτω από την επιρροή αριστερών δασκάλων, σύχναζε στους κινηματογράφους και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και μυήθηκε από νωρίς στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία και στις ριζοσπαστικές ιδέες. «Ως παιδί, ήθελα να γίνω μέρος της χαμένης γενιάς που ήρθε στη Γαλλία και να κάνω παρέα στο Coupole με τον Picasso και τον Giacometti». Αποφοίτησε από το Λύκειο Townsend Harris, ένα σχολείο για μικρές ιδιοφυΐες, στα 14 του, τρία χρόνια νωρίτερα από τα άλλα παιδιά. Σπούδασε κοινωνιολογία στο City College της Νέας Υόρκης, αλλά το εγκατέλειψε ένα χρόνο πριν από την αποφοίτησή του και κατατάχθηκε στο στρατό, το 1946. Υπηρέτησε την στρατιωτική θητεία του ως ασυρματιστής στη Γαλλία και τη μεταπολεμική Γερμανία, όπου σε μια παρτίδα πόκερ κέρδισε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Rolleiflex, και σχεδίαζε γελοιογραφίες για τη στρατιωτική εφημερίδα Stars and Stripes.
Αποστρατεύτηκε το 1948 και έχοντας κερδίσει, στα πλαίσια του γαλλοαμερικάνικου προγράμματος φιλίας, μια υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Σορβόννη, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει Καλές Τέχνες, κοντά στον κυβιστή ζωγράφο και πρόδρομο της pop art, γλύπτη και κινηματογραφιστή Fernand Léger. Τη δεύτερη μέρα της παραμονής του στην πόλη του φωτός γνώρισε, και μέσα στον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε, τη Jeanna Florin, που ήταν μοντέλο και με την οποία έζησαν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της, το 2005, αποκτώντας έναν γιο, τον Pierre και μια κόρη την Caryl. «Η σχέση μας ήταν ο έρωτας του αιώνα. Γνωριστήκαμε όταν ήμασταν κι δυο 22 ετών και ήμασταν μαζί για περισσότερα από 50 χρόνια. Αυτό είναι το Παρίσι». Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, νοίκιασε ένα στούντιο στην Αριστερή Όχθη και ζούσε από τα σχέδια και τη ζωγραφική του Klein, ο οποίος άρχισε να παράγει καμβάδες σε ένα σκληρό αφηρημένο ύφος που αποδείχτηκε πολύ πιο επιτυχημένο για τους συμπατριώτες του Αμερικανούς Jack Youngerman και Ellsworth Kelly. Γνώρισε τα διάφορα ατελιέ και τους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, έκανε μερικές εκθέσεις ζωγραφικής, ώσπου το 1952 ανακάλυψε τυχαία τη φωτογραφία. Ένας αρχιτέκτονας του ανέθεσε να δημιουργήσει ένα ασπρόμαυρο παραβάν με έξι εναλλασσόμενα πάνελ. Ο Klein κατέγραφε το αποτέλεσμα με τη φωτογραφική μηχανή, ενώ η γυναίκα του κουνούσε τα πάνελ προκειμένου να θολώσουν τα είδωλά τους στο φιλμ λόγω της μεγάλης έκθεσης. Ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα αποφάσισε ότι αυτό το θόλωμα της φωτογραφίας τον ενδιαφέρει και έτσι αυτή η εμπειρία τον οδήγησε στο σκοτεινό θάλαμο για να πειραματιστεί με αφηρημένες εικόνες. Τα εντυπωσιακά γραφικά του σχέδια σύντομα εμφανίστηκαν στα εξώφυλλα περιοδικών, βιβλίων και δίσκων. Οι φωτογραφίες που έκανε ο Klein τη δεκαετία του 1950 για το εξώφυλλο του Domus, του ιταλικού περιοδικού αρχιτεκτονικής και design που ίδρυσε ο Gio Ponti, εξακολουθούν να θεωρούνται avant-garde.
Παίρνοντας ερεθίσματα από τη δουλειά του Moholy Nagy και γενικά από την ευρεία αντίληψη του Μπαουχάους, προσπάθησε να συνδυάσει την αφηρημένη ζωγραφική με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Τραβούσε φωτογραφίες από χόμπι - μέχρι που κάποια μέρα τις είδε ο Alexey Liberman, καλλιτεχνικός διευθυντής της Vogue και του πρόσφερε δουλειά στην Αμερική. Ο Klein σύντομα γνώρισε και θαύμασε την ελεγχόμενη και τέλεια τεχνική του Irving Pen και του Richard Avedon, αλλά ο ίδιος θέλησε να δημιουργήσει εικόνες μόδας πιο «ασεβείς», που θα ξεχώριζαν από όλες τις άλλες Τα πρώτα επαγγελματικά του «κλικ» αποτύπωσαν ρεαλιστικά τη Νέα Υόρκη στα μέσα του ‘50: «Πάντα λάτρευα την πολυκοσμία. Έψαχνα μια φωτογραφία "βρώμικη", βίαιη, καταστροφική». Ξεφεύγοντας από τους κλασικούς κανόνες της φωτογραφίας, ο Klein μετέτρεψε τα «λάθη» του σε προτερήματα. «Καμένες» φωτογραφίες, φλου, ανατρεπτικά «κάδρα», εικόνες που άνοιξαν νέους ορίζοντες. Οι φωτογραφίες του έμοιαζαν με ατυχήματα. Έστηνε τα θέματα για να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις αυθορμητισμού. Ο Klein έβγαλε τα μανεκέν από το στούντιο και τα φωτογράφισε στους δρόμους να καπνίζουν - μέγα σοκ για την εποχή. «Κατέβασα τη Μόδα στο πεζοδρόμιο για να ειρωνευτώ τον Κόσμο της Μόδας με τρόπο μπαρόκ και ταυτόχρονα μοντέρνο...». Οι φωτογραφίες του -συχνά σαρδόνιες συνθέσεις μοντέλων με ρούχα υψηλής ραπτικής που πιάστηκαν στην κίνηση της 5ης Λεωφόρου μέσα από ευρυγώνιους ή τηλεφακούς- ήταν καθηλωτικές και φανταχτερές. Τις αποκαλούσε σάτιρες της μόδας και της ίδιας της Vogue, «Οι φωτογραφίες μου είναι ως επί το πλείστον παρωδίες», είπε. «Η πρόθεσή μου ήταν να δείξω πόσο ψεύτικες ήταν οι πόζες. Αλλά κανείς δεν παραπονέθηκε. Φρόντιζα πάντα να φαίνεται το φόρεμα». Στάθηκε ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις της εποχής, αλλά δεν πέρναγε πάντα το δικό του. Για μια φωτογράφηση μόδας, στο Lower East Side του Μανχάταν, έβαλε δύο λευκά μοντέλα κομψά ντυμένα μπροστά από ένα εγκαταλελειμμένο κουρείο που είχε βάψει μοβ. Από παρόρμηση ζήτησε κι από έναν μαύρο άνδρα που εργαζόταν εκεί κοντά, ντυμένος στα λευκά, να καθίσει και αυτός δίπλα τους στη βιτρίνα. Οι συντάκτες της Vogue έκοψαν τον άνδρα στη φωτογραφία που δημοσίευσαν. Ο Klein το αντιμετώπισε στωικά: «Στον κόσμο της μόδας, δεν μπορείς ποτέ να είσαι υπερβολικά παράλογος». Η αλήθεια είναι ότι στις φωτογραφίες μόδας της δεκαετίας του ’50, αυτά που έκανε ο αυτοδίδακτος Klein δεν είχαν ξανασυμβεί. Οι πειραματισμοί του άνοιξαν καινούργια μονοπάτια, στα οποία θα περπατήσουν αργότερα φωτογράφοι όπως ο David Bailey και ο Helmut Newton.
Το 1956 Klein επέστρεψε στο Παρίσι με μια σειρά προσωπικών του φωτογραφιών απ' τη ζωή του Μεγάλου Μήλου. Η πόλη ζούσε τα πρώτα της μεταπολεμικά σκιρτήματα. Ο Klein ξαναβρήκε τις μυρωδιές και τις εικόνες της παιδικής του ηλικίας. Με μια Leica στο χέρι όργωσε τους δρόμους της μητρόπολης. «Πυροβολούσε» με το κλικ της μηχανής. Οι εικόνες που προέκυψαν ήταν πέρα από κάθε δεδομένο της φωτογραφικής παραγωγής της εποχής. Κανείς ως τότε δεν είχε δει τη Νέα Υόρκη με τέτοιο μάτι. Με χαρακτηριστικό σήμα-κατατεθέν του την ωμή αναπαράσταση της ανήσυχης και συχνά βίαιης πλευράς της αστική ζωής, ο Klein έφερε μια φρεσκάδα στην φωτογραφία. Ευρυγώνιος φακός, τολμηρό καδράρισμα, πρόσωπα που στριμώχνονται στα 35mm του καρέ. Ο Klein πλησιάζει τους ανθρώπους για να τους φωτογραφίζει με κάθε λεπτομέρεια. Όσοι είναι δύσπιστοι μπροστά στη μηχανή υποχωρούν στη δικαιολογία: «Είμαι δημοσιογράφος της New York Daily News». Όλοι -ακόμη- ήθελαν να γίνουν διάσημοι, έστω και για λίγα λεπτά, και ο Klein τους φωτογράφιζε απρόσκοπτα. Την ώρα που έτρωγαν, που διασκέδαζαν στο κλαμπ, που περπατούσαν. Επέλεξε να βλέπει τον κόσμο ως ένας ξένος με αποτέλεσμα οι φωτογραφίες του να ασκούν ταυτόχρονα μια κοινωνική κριτική μέσα από τα μάτια ενός αμύητου: «Έχω έρθει από έξω. Οι νόμοι της φωτογραφίας δεν με αφορούν». Ο William Klein «εφεύρε» τη φωτογραφία-εν-κινήσει, τη φωτογραφία που βγαίνει απ' το κάδρο της και κινείται μαζί με το αντικείμενο της. Οι μαύροι, οι αλήτες, οι πιτσιρικάδες, οι δρόμοι της Νέας Υόρκης μέσα από το φακό του δείχνουν σαν να μη σταματούν ποτέ την εξέλιξη τους. Σε μια εμβληματική του φωτογραφία με τίτλο «Gun 1, New York», τραβηγμένη το 1954, εικονίζονται δύο αγόρια μπροστά από την είσοδο ενός κτιρίου. Ο μεγαλύτερος, 11 ή 12 ετών, κρατάει ένα περίστροφο και με παραμορφωμένο το πρόσωπο από την οργή στοχεύει το αριστερό μάτι του φωτογράφου. Γρυλίζει, έτοιμος να τον σκοτώσει. Ο μικρότερος, ίσως 8 ετών, έχει το πρόσωπο ενός αγγέλου και παρακολουθεί με ένα ήρεμο και γαλήνιο ύφος. Ο Klein θεωρεί αυτήν την φωτογραφία ως ένα δικό του πορτραίτο. «Είμαι και τα δύο αγόρια ταυτόχρονα», είπε. «Ο ένας μεγάλωσε στους οργισμένους δρόμους της Νέας Υόρκης και ήταν ικανός για όλα. Ο άλλος, ευαίσθητος και έξυπνος, εγκαταστάθηκε, ως νεαρός, στο Παρίσι και αφιερώθηκε στη μία καλλιτεχνική ενασχόληση μετά την άλλη».
«Gun 1, New York»
Στην Αμερική βρήκαν τη προσωπική δουλειά του πάρα πολύ σοκαριστική και δεν δέχτηκαν να την δημοσιεύσουν. Σε όλους όσους την έδειξε είπαν «Αυτή δεν είναι η Νέα Υόρκη – πολύ άσχημη, πολύ ελεεινή, πολύ μονόπλευρη… Αυτό δεν είναι φωτογραφία, αυτό είναι σκατά». Αντίθετα στην Ευρώπη τον θεώρησαν «νέο βλέμμα», και του απένειμαν το Βραβείο Nadar, το 1957. Έτσι αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι. Προσλαμβάνεται στη γαλλική Vogue και λίγο αργότερα εκδίδει το λεύκωμα με τις φωτογραφίες του από τη Νέα Υόρκη, «Life is good and good for you in New York: Trance witness revels». Όταν σε ηλικία 26 ετών βάζεις σκοπό να κάνεις το «καλύτερο βιβλίο για τη Νέα Υόρκη» τότε μάλλον έχεις τα μυαλά πάνω από το κεφάλι σου. Αν όμως είσαι ο William Klein, ίσως όλα μπορούν να συμβούν! Όταν ήρθε η ώρα να επιλέξει τις φωτογραφίες του για το βιβλίο, ήξερε τουλάχιστον τι δεν ήθελε να κάνει. «Τα υπάρχοντα φωτογραφικά βιβλία με αποκοίμιζαν - μια εικόνα στη δεξιά σελίδα, ένα κενό στην αριστερή. Απαραβίαστο, ακαδημαϊκό, βαρετό. Έτσι, έκανα τα πάντα για να κάνω το βιβλίο μου ένα νέο οπτικό αντικείμενο», έγραψε αργότερα. Η αισθητική του «New York» φέρνει εξ’ ολοκλήρου την υπογραφή του Klein. Ο φωτογράφος, εκτός από τις εικόνες, έχει την απόλυτη ευθύνη της σελιδοποίησης και του εξωφύλλου. Οι φωτογραφίες είναι σχεδόν πάντα δισέλιδες και αρκετές φορές κροπαρισμένες. Απλώνονται σε ολόκληρη την επιφάνεια τού γυαλιστερού χαρτιού. Καθώς το ξεφυλλίζεις νοιώθεις πως ξεδιπλώνεις το ημερολόγιο ενός κατοίκου της πόλης, μια καθημερινή του διαδρομή μέσα στους δρόμους και τις πλατείες, τις διαφορετικές κοινότητες ανθρώπων. Το βιβλίο αυτό σήμερα θεωρείται κομβικό στην εξέλιξη της φωτογραφίας, αλλά στην εποχή του αποδοκιμάστηκε από κριτικούς και φωτογράφους. «Απλώς δεν το κατάλαβαν», είχε δηλώσει ο Klein στην εφημερίδα Observer το 2012. «Πίστευαν ότι δεν έπρεπε να είχε δημοσιευτεί, ότι ήταν χυδαίο και ότι, κατά κάποιο τρόπο αμάρτησα ενάντια στην ιερή παράδοση της φωτογραφίας. Σίγουρα ενοχλήθηκαν».
Ο Federico Fellini όμως βλέπει τη δουλειά του και τον καλεί σαν βοηθό του σε ένα φιλμ, το οποίο όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Klein, πριν επιστρέψει στο Παρίσι, πέρασε τρεις μήνες φωτογραφίζοντας τη Ρώμη γεμάτη βέσπες, σινετσιτά και ψευτο-Μαστρογιάννι με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, που κάνουν κόρτε στην Αννίτα Εκμπεργκ της διπλανής πόρτας, συγκεντρώνοντας τις φωτογραφίες του σε ένα νέο βιβλίο με θέμα την Αιώνια Πόλη (1959). Ο κόσμος είναι γεμάτος μεγάλες και όμορφες πόλεις. Κι έχουν σειρά κι αυτές, γιατί εκεί, μέσα στους δρόμους, μπορεί να διηγηθεί ιστορίες χωρίς να γίνει γραφικός: το Τόκυο με τους μοντέρνους σαμουράι, (1964). Η ψυχροπολεμική (αλλά ειρηνική και φιλική, όπως έγραψε ο ίδιος) Μόσχα με κατοίκους που παίζουν σκάκι στα πάρκα της πόλης, (1964). Η ζωή στις μεγαλουπόλεις του 20ου αιώνα αποτελούσε για τον Klein αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Η πόλη, σαν αρχιτεκτονική δομή, δεν είναι το στοιχείο που τον ενδιέφερε. Τα σύγχρονα κτήρια, η ραγδαία εξάπλωση, τα μνημεία της νέας τεχνολογίας, οι θησαυροί της ιστορίας, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο, το ρόλο του πλαισίου στο οποίο κινείται η ανθρώπινη μάζα. Χωμένος μέσα στο πλήθος, που σπρώχνεται και συνωστίζεται ανώνυμο και βίαιο, ο Klein κατορθώνει να αποδώσει στις φωτογραφίες του την εικόνα της συνεχούς καταπίεσης, που η κάθε μεγαλούπολη ασκεί πάνω στους κατοίκους της.
Στο Παρίσι έκανε παρέα με τον ηθοποιό Andre Dussollie, και τους σκηνοθέτες Alain Resnais, και Jean-Luc Godard (τι τραγική ειρωνεία! – «έφυγαν» και οι δυο τους με τρεις μέρες διαφορά), επομένως λογικό ήταν να περάσει και πίσω απ' την κινηματογραφική κάμερα. Το ντεμπούτο του στο σινεμά το έκανε τελικά ως βοηθός του Fellini, το 1957, στη ταινία «Νύχτες της Καμπίρια». Ο Klein ήταν αυτός που βοήθησε τον Μαέστρο τραβώντας φωτογραφίες ιερόδουλων για το κάστινγκ της ταινίας. Το 1958, μετά από παρότρυνση του Fellini γυρίζει το πρώτο του φιλμ «Broadway by Lights», με βασικό θέμα τις φωτεινές πινακίδες νέον στην Times Square και αρχίζει να ασχολείται ουσιαστικά με τον κινηματογράφο. Ο Orson Welles βλέποντας αυτή την ταινία δήλωσε πως ήταν πρώτη ταινία που έπρεπε πραγματικά να είναι έγχρωμη. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '60 το επίκεντρο της δραστηριότητας του ήταν το σινεμά. Το 1960 εργάστηκε ως καλλιτεχνικός σύμβουλος στο «Zazie dans le Métro», σε σκηνοθεσία του Louis Malle. Το 1964 γυρίζει ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή του μεγάλου πυγμάχου Mohamed Ali με τίτλο «Cassius le Grand». Ένα χρόνο αργότερα, ταράζει τα νερά (και κάνει προβλέψεις για το μέλλον της μόδας που βγήκαν απόλυτα αληθινές) με την ταινία του «Ποια είσαι Polly Maggoo;», μια σάτιρα για τη βιομηχανία της μόδας, με μοντέλα ντυμένα με λαμαρίνες που συγκρατούνταν με βίδες και παξιμάδια. Η Polly Maggoo είναι μανεκέν-φωτομοντέλο, αδύνατη, κομψή και με τεράστια μάτια, που την υποδύεται το αγαπημένο μοντέλο του Dorothy Mac Gowan. Κινείται στον κόσμο της Μόδας, είναι μία σταρ, όλοι ασχολούνται μαζί της, κερδίζει πολλά χρήματα - αλλά στην πραγματικότητα είναι μια μάλλον αμόρφωτη κοπελίτσα, όχι ιδιαίτερα έξυπνη. Την ερωτεύονται πρίγκιπες και οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να ανακαλύψουν το μυστικό της. Εις μάτην, μια και η μικρή κουκλίτσα δεν έχει μυστικά. Απλώς, είναι σταρ.
Το 1967 γυρίζει το «Far From Vietnam» (Μακριά απ' το Βιετνάμ), μαζί με τον Alain Resnais, τον Jean-Luc Godard και την Agnès Varda που διαμαρτύρονταν για την αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ, με αποτέλεσμα να χαλάσει τις καλές του σχέσεις με τη Vogue και τη φωτογραφία μόδας. Γυρίζει άλλη μια ταινία, το «Mister Freedom», «κυβιστική, ιδεολογική, με πολιτικές διαστάσεις», όπως τη χαρακτηρίζουν οι κριτικοί της εποχής. Κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του Μαΐου του 1968 στο Παρίσι, γύρισε το «May Days», και στη συνέχεια το «Eldridge Cleaver, Black Panther» (1969), ένα αλγερινό ντοκιμαντέρ για τον ακτιβιστή συγγραφέα και επαναστάτη που δραπέτευσε με εγγύηση, επειδή κατηγορήθηκε ότι ηγήθηκε μιας ενέδρας εναντίον αστυνομικών στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας και εξορίστηκε στην Κούβα και την Αλγερία. Στα τέλη της δεκαετίας του '70, περνάει στη διαφήμιση: γυρίζει γύρω στα διακόσια διαφημιστικά φιλμάκια, το διασημότερο απ' τα οποία είναι για τα καλσόν DIM. Το 1982, ως μακροχρόνιος λάτρης του τένις, σκηνοθέτησε το «The French», ένα ντοκιμαντέρ για το τουρνουά τένις Roland Garros.
Γύρω στο 1975 με την έκρηξη της φωτογραφίας σε Αμερική και Ευρώπη, οι κριτικοί και το κοινό ανακάλυψαν ξανά τη δουλειά του. Καινούργιες εκθέσεις, νέα άλμπουμ, αλλά και καινούργια φωτογραφική δουλειά, έγχρωμη αυτή τη φορά. Λίγα όμως γεγονότα του δίνουν πια αφορμή να κατέβει στον δρόμο. Η κηδεία του Τίνο Ρόσι και οι κλαίουσες μαυροντυμένες παριζιάνες, η επίσκεψη του Πάπα στη Λούρδη και οι πιστοί που αποζητούν γιατρειά, οι εργατικές συγκεντρώσεις της Humanite, τα πλήθη που συρρέουν στους αγώνες του παγκοσμίου κυπέλλου στο ποδόσφαιρο. Αναλαμβάνει πάντως σημαντικές επαγγελματικές δουλειές και συνεργάζεται με το Centre Pompidou, τους Sunday Times, τη Liberation, ενώ παράλληλα εργάζεται για τη γαλλική τηλεόραση. Το 1986, το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας του αναθέτει την πραγματοποίηση μιας ταινίας με τίτλο «Η Μόδα στη Γαλλία». Η ταινία είναι κάτι ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ, fiction και ενσταντανέ από τον κόσμο της Μόδας και γνωρίζει επιτυχία σ' όλο τον κόσμο. Την ίδια χρονιά του απονέμεται στη Γαλλία το Εθνικό βραβείο Φωτογραφίας και ο τίτλος του Ακαδημαϊκού. Την ώρα που δεκάδες φωτογράφοι ακολουθούσαν το στυλ του Klein, αυτό που διαμόρφωσε στα χρόνια του '50, εκείνος δημιουργεί το καινούργιο πρότυπο: επιλέγει φωτογραφίες από προηγούμενες και σύγχρονες δουλειές του και εκδίδει το «Close Up». Ο ευρυγώνιος φακός που χρησιμοποιεί σχεδόν κολλάει πάνω στα πρόσωπα παραμορφώνοντας τα. «Πηγαίνω κοντά για να δω καλύτερα και χρησιμοποιώ έναν ευρυγώνιο φακό για να φτάσω όσο το δυνατόν περισσότερο στο κάδρο».
Το 1990 του απονέμεται το βραβείο της Hasselbland και δέχεται μια πρόσκληση-πρόκληση από τους διοργανωτές του Torino Fotografia, καθώς του ζήτησαν την φωτογραφική κάλυψη του Μουντιάλ στο Τορίνο. Ο Klein, γνωστός για την ιδιόμορφη σχέση που συνδέει τη δουλειά του με το πλήθος, αποδέχθηκε τη πρόταση. Επί ένα μήνα στο Τορίνο όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για τον διάσημο φωτογράφο, που είχε έτσι τη δυνατότητα να φωτογραφίσει, χωρίς κανένα περιορισμό, τον ξέφρενο ρυθμό του Μουντιάλ. Πλήρης καταγραφή της πόλης από όλες τις οπτικές γωνίες: η κοινωνική ζωή, η αντίδραση μπροστά στο αθλητικό γεγονός, οι εκδηλώσεις των φιλάθλων, οι επιδράσεις στον καθημερινό τρόπο ζωής. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά εικόνων που καθρεφτίζουν όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της φωτογραφικής δουλειάς του Klein. Οι εικόνες εναλλάσσονται χωρίς διακοπή, χωρίς κανένα κενό, χωρίς την παύση του λευκού, η μια μετά την άλλη, από την αρχή ως το τέλος με την ίδια ένταση. Οι χειρονομίες, τα κτήρια, οι διαφημίσεις, οι βιτρίνες, τα αγάλματα, τα παιγνίδια των παιδιών, οι οθόνες της τηλεόρασης, η μάζα των φιλάθλων, συγχέονται σε ένα ασαφές μίγμα χωρίς μορφολογικές εναλλαγές. Το 1994 εκδόθηκε το βιβλίο του «Mode in and out» και με αφορμή αυτό διοργανώθηκαν μια σειρά εκθέσεων των φωτογραφιών του στο Παρίσι και το Λονδίνο με τίτλο «In and out fashion». Οι εκθέσεις αυτές έδωσαν κάτι σαν εικονογραφημένη περίληψη της δουλειάς του William Klein, αλλά ταυτόχρονα και της ίδιας του της ζωής. «Μια φωτογραφία δεν είναι κάτι που βρίσκεις τυχαία στο δρόμο», λέει ο Klein, «δεν είναι κάτι που πέφτεις πάνω του κατά τύχη... είναι μέσα στη ζωή σου, στον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, στον τρόπο που ΕΙΣΑΙ, που αισθάνεσαι. που σκέφτεσαι...».
Ο William Klein διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του μια ειρωνική ματιά προς τα γεγονότα που απαθανάτιζε, διασταυρώθηκε με μερικές από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές προσωπικότητες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και υπήρξε μάρτυρας πολλών ιστορικών γεγονότων. Έφυγε «γαλήνια» αφού έφερε την επανάσταση στον κόσμο της φωτογραφίας με τις εικόνες-γροθιά στις οποίες αιχμαλώτιζε τον πυρετό και τη βία των πόλεων. Rest in peace.
Πηγές:
- Γιάννης Δημητριάδης: William Klein - Περιοδικό Φωτοχώρος Νο6, 1996
- Vince Aletti: William Klein’s Pictures Will Still Knock You Out - The New Yorker, 18/06/2022
- Michael Collins: William Klein obituary - The Guardian, 15/09/2022
Βιβλιογραφία:
- William Klein : Moscow – Crown, 1964
- William Klein : Tokyo – Crown, 1964
- William Klein : Close Up - Thames & Hudson, 1990
- William Klein : In & Out Fashion – Braus, 1994
- William Klein : Films - Marval, 1998
- William Klein: Rome – Aperture, 2009
- William Klein : Life is Good & Good for You in New York - Errata Editions, 2016
- William Klein – William Klein + Fifty One – Gallery 21, 2020
- William Klein : Painted Contacts – Prestel, 2020