Imogen Cunningham (12 Απριλίου 1883 – 23 Ιουνίου 1976)
Η γιαγιά της φωτογραφίας, όπως αποκαλείται η Imogen Cunningham, γεννήθηκε στο Portland του Oregon πέμπτο από τα δέκα παιδιά μιας απόλυτα αντισυμβατικής οικογένειας. Εκεί έζησε σε μια κοινοβιακή μονάδα τα πρώτα χρόνια της ζωής της απ’ όπου ισχυρίζεται ότι το μόνο που θυμάται είναι το όμορφο, καταπράσινο τοπίο. Ίσως γι αυτό ένα από τα πρώτα είδη φωτογραφίας με τα οποία ασχολήθηκε και που την καθόρισαν είναι η βοτανική φωτογραφία γιατί, όπως η ίδια υποστηρίζει «Anybody is influenced by where and how he lives».
Σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς με τα παιδιά φεύγουν από το κοινόβιο και εγκαθίστανται στο Seattle της Washington όπου τελειώνει το σχολείο. Παρόλο που στο σχολείο δεν υπήρχε μάθημα καλλιτεχνικών, ο πατέρας της, λάτρης της Τέχνης, την στέλνει να παρακολουθήσει ιδιαίτερα μαθήματα τα Σαββατοκύριακα και κατά τη διάρκεια των διακοπών της. Όπως η ίδια θα υποστηρίξει αργότερα. «Μεγάλωσα μέσα στην Τέχνη. Ο πατέρας μου πίστευε ότι ήμουν καλλιτεχνικά προικισμένη γι αυτό με έστειλε και σε καλλιτεχνικό σχολείο. Απλά φωτογράφος δεν ήθελε να γίνω.» Σαν παιδί, η ίδια περιγράφει τον εαυτό της ως εξής: «Ήμουν κακοδιάθετη. Ένοιωθα ότι δεν ταιριάζω με τον υπόλοιπο κόσμο. Κανείς στην οικογένειά μου δεν ενδιαφερόταν για τα ίδια πράγματα με μένα». Στο δωμάτιό της είχε ένα αντίτυπο της Κόλασης του Δάντη και γοητευόταν από τις εικόνες του.
Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών αγόρασε την πρώτη της φωτογραφική μηχανή μια 4x 5 ιντσών που είχε παραγγείλει ταχυδρομικά από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Scranton στην Pennsylvania. Εκτός από τις βοτανικές της φωτογραφίες απέκτησε μεγάλη φήμη για τα πορτρέτα, τα γυμνά της αλλά και τα βιομηχανικά της τοπία.
Το 1903 σε ηλικία 20 ετών αρχίζει να φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Washington όπου έγινε μέλος της Pi Beta Phi αδελφότητας για γυναίκες. Η μυστική αυτή αδελφότητα είχε σαν κύριο μέλημα την υποστήριξη και προώθηση των Γραμμάτων και Τεχνών παρέχοντας υποτροφίες σε υποσχόμενες νεαρές κοπέλες. Ενώ σπούδαζε εκεί, μεγάλη φεμινίστρια, παρόλο που ακόμα δεν το φώναζε δυνατά, η Cunningham επηρεάστηκε από το έργο της Γερτρούδης Κέζεμπειρ (Gertrude Kasebier) που ένθερμα υποστήριζε την τέχνη της φωτογραφίας σαν γυναικεία απασχόληση. Όπως τόνιζε η Cunningham "there is a great difference in business between men and women, for women do all the jobs for less."
Οι πρώτες φωτογραφίες της Cunningham ήταν πορτρέτα του καθηγητή της Χημείας Horace Byers. Άρχισε να μελετά τη χημεία πίσω από τη φωτογραφία και πλήρωνε τα δίδακτρά της τραβώντας φωτογραφίες για το Βοτανικό Τμήμα του Πανεπιστημίου. Σε ηλικία 24 ετών (το 1907) αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο σαν Χημικός με τη διατριβή «Μοντέρνες διαδικασίες της Φωτογραφίας».
Η πρώτη της δουλειά ήταν στο φωτογραφικό εργαστήριο του Edward S.Curtis στο Seattle όπου έμαθε και αγάπησε τη φωτογραφική επεξεργασία με πλατίνα. Στο εργαστήριο του Curtis τον βοήθησε στην μελέτη του για τους ιθαγενείς της Αμερικής, μια εργασία που τυπώθηκε στο χρονικό διάστημα από το 1907 ως το 1930 και αποτέλεσε 20 τόμους.
Όπως υποστήριζε «Ήμουν φτωχή. Όταν είσαι πτωχή πρέπει να εργαστείς. Όταν είσαι πλούσιος τα περιμένεις όλα έτοιμα. Γι αυτό πιστεύω ότι το να είσαι σχετικά πτωχός κάνει καλό στον άνθρωπο.»
Το 1909 κέρδισε Υποτροφία από την Αδελφότητα των Αποφοίτων Pi Beta Phi κι αυτό της επέτρεψε να μεταβεί στη Δρέσδη στο Technische Hochscule όπου μελέτησε κάτω από την εποπτεία του Δρ. Robert Luther. Όσο βρισκόταν στη Γερμανία δεν τράβηξε πολλές φωτογραφίες γιατί την απορρόφησε η έρευνα της που είχε σαν σκοπό να μπορέσει να βρει οικονομικότερους τρόπους εμφάνισης φωτογραφιών αντικαθιστώντας την ακριβή χρήση της πλατίνας. To 1910 (σε τρία μόλις χρόνια) ολοκληρώνει τη διατριβή της με τίτλο «About the Direct Development of Platinum Papers for Brown Tones», όπου περιγράφει τη διαδικασία επιτάχυνσης της αποτύπωσης, βελτίωσης της ευκρίνειας στα highlights και δημιουργία τόνων sepia. Επιστρέφοντας στην Αμερική γνώρισε τον Alvin Langdon Coburn, τον Alfred Stieglitz και την Gertrude Kaserbier που την επηρέασαν μετέπειτα στην καριέρα της.
Επιστρέφει στο Seattle όπου ανοίγει το δικό της φωτογραφικό εργαστήριο. Όπως λέει η ίδια «θυσίασε την Επιστήμη για χάρη της Φωτογραφίας». Οι πρώτες της φωτογραφίες είναι πορτρέτα κυρίως για βιοποριστικούς σκοπούς κι αυτό πολύ την άγχωνε και δεν την ικανοποιούσε γιατί υποστηρίζει ότι «Με ρωτάτε ποιο είναι το μεγαλύτερο βασανιστήριο για κάποιον που κάνει πορτρέτο για βιοποριστικούς σκοπούς; Μπορώ να γεμίσω ολόκληρους τόμους με δυσάρεστες ιστορίες από την εμπειρία μου…. Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που αντιπαθούν το πρόσωπό τους και που καμία φωτογραφία δεν τους ικανοποιεί. Κανείς μας δεν γεννήθηκε με το τέλειο πρόσωπο. …Θέλω απλά να φωτογραφίζω ανθρώπους. Δεν θέλω να τους μεταμορφώνω σε θεούς… Πραγματικά είναι πολύ σκληρή υπόθεση να είσαι πορτρετίστας.»
Εκτός από τα πορτρέτα αυτή την εποχή είναι παθιασμένη με τον πικτοριαλισμό, γιαγιά της Fine Art φωτογραφίας, με την soft focus τεχνική, με την αιθεριακή αίσθηση και τις ποιητικές ιστορίες που διηγείται μέσα από τις φωτογραφίες της. Τονίζει ότι «το μυστικό για να τραβήξεις καλή φωτογραφία είναι να σκέφτεσαι σαν ποιητής». Αρίστευσε σε αυτό το χώρο, όπως και με όποιον άλλο καταπιάστηκε, εμπνέοντας γενιές μετέπειτα φωτογράφων. Οι πρωταγωνιστές της ποζάρουν στα σπίτια τους, στο δικό της χώρο ή στο κοντινό δάσος, όπου μάλιστα έβγαλε και γυμνές φωτογραφίες του επίσης καλλιτέχνη φίλου και αργότερα συζύγου της Roi Partridge, που πόζαρε σαν γυμνός Σάτυρος. Αργότερα οι φωτογραφίες της αυτές τυπώθηκαν και παρουσιάστηκαν από κάποια εφημερίδα Seattle. Η παρουσίαση αυτή υπήρξε αιτία να την κατακραυγάσουν καθώς θεώρησαν ότι ήταν μεγάλο θράσος να φωτογραφήσει γυμνό άνδρα. Η ίδια, ωστόσο, δεν πτοήθηκε και, όπως υποστηρίζει, «έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη ήμουν από το πλήθος…. Όποιος ασχολείται με κάτι που αφορά το κοινό αναπόφευκτα θα κριτικαριστεί. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα έχει αντίρρηση, κάποιος που δεν θα του αρέσει κάτι.» Ωστόσο δεν ασχολήθηκε άλλο με αυτές τις φωτογραφίες για σχεδόν πενήντα χρόνια.
Η Cunningham έκανε πολλά αυτοπορτρέτα και δικές της γυμνές φωτογραφίες και, όπως υποστηρίζει η εγγονή της Meg Partridge, που επιμελήθηκε αργότερα το έργο της, «φαίνεται πόσο χιούμορ και οξύ πνεύμα είχε». Όπως τονίζει η Meg, εκτός από το πολύ καλό μάτι είχε και σωστό επιχειρηματικό τρόπο παρουσίασης της δουλειάς της σε περιοδικά και εφημερίδες κι έτσι έγινε περιζήτητη φωτογράφος.
Το 1915 παντρεύεται τον Roi Partidge και μέσα σε 5 χρόνια αποκτά τρία παιδιά εκ των οποίων τα δύο δίδυμα. Το ένα από τα δίδυμα, ο Rondal έγινε επίσης φωτογράφος. Ακόμα και αυτά τα χρόνια μεγαλώνοντας τα μωρά της δεν εγκαταλείπει τη φωτογραφία. «Ποτέ δεν σταμάτησα να φωτογραφίζω, ακόμα και κανά δυο χρόνια που δεν είχα σκοτεινό θάλαμο, αυτό δεν με εμπόδισε» τονίζει και καμαρώνει.
Το 1917 μετακομίζουν στο San Francisco και το 1920 στο Oakland, όπου ο σύζυγός της διδάσκει Τέχνη στο Milles College.
Ανανεώνει το ύφος και δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη βοτανική φωτογραφία αλλά και τα γεωμετρικά σχήματα. Επί δύο χρόνια μελετά φωτογραφικά (1923 – 25) το άνθος της Μανώλιας. Το 1933 ιδρύει το California Horticultural Society όπου οι εικόνες της παρουσιάζουν τέτοια λεπτομέρεια που πολλοί βιολόγοι και επιστήμονες τις χρησιμοποιούν για την επιστημονική μελέτη τους. Αργότερα, την ίδια δεκαετία, το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται στο βιομηχανικό τοπίο του Los Angeles και του Oakland.
Ανήσυχο πνεύμα αλλάζει πορεία άλλη μια φορά και το ενδιαφέρον της επιστρέφει στο ανθρώπινο σώμα με πρωταγωνιστές τα χέρια καλλιτεχνών και μουσικών. Είναι τότε που προσλαμβάνεται από το Vanity Fair για να φωτογραφήσει αμακιγιάριστους καλλιτέχνες. Τότε ήταν που, επειδή δεν περίμενε να πάει με τον άνδρα της στη Νέα Υόρκη για τη φωτογράφηση, το ζευγάρι παίρνει διαζύγιο. Όταν την ρώτησαν εκεί τι ήθελε να φωτογραφήσει είπε «Εγώ μόνο άσχημους άνδρες θέλω να φωτογραφίζω.» Η συνεργασία της με το περιοδικό περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, πορτρέτα των Gertrude Stein, Minor White (φωτό κάτω), James Broughton, Martha Graham, August Sander, Man Ray και Theodore Roethke, την Φρίντα Κάλο κ. ά. Παρουσιάζει τον εαυτό της σαν μισάνθρωπο: «Μπορώ να μείνω αρκετά με τον κόσμο γιατί καθένας είναι διαφορετικός. Ωστόσο δεν αγαπώ πολλούς ανθρώπους. Μόνο λίγους. Ίσως ο Δίας έπρεπε να είχε πέσει επάνω στη Γη. Να μας είχε καταστρέψει.»
Θέλοντας, όπως υποστήριξε, να στραφεί στην πραγματική φωτογραφία, μαζί με αλλους ομοιδεάτες φωτογράφους όπως τον Ansel Adams, τον Edward Weston και τον William Van Dyke, σχημάτισαν μια ομάδα γνωστή με το όνομα Group f/64( ο αριθμός υποδηλώνει την προτίμησή τους σε πολύ μικρό διάφραγμα). Τους ενδιέφεραν φωτογραφίες όχι ονειρικές αλλά απόλυτης ευκρίνειας.
Το 1940 ασχολήθηκε και με documentary street photography ενώ τα προς το ζειν τις τα πρόσφεραν φωτογραφίες βοτανικής φύσης ή πορτρέτα. Κατόπιν πρόσκλησης του Ansel Adams για τον οποίο λέει «δεν σχολιάζεις ιδέες με τον Ansel, ειδικά πράγματα με τα οποία δεν συμφωνεί ο ίδιος», αναλαμβάνει διδακτικά καθήκοντα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνια μαζί με την Dorothea Lange, Minor White κ. ά. Αλλά και αυτούς τους συνεργάτες της σχολιάζει όπως την Dorothea Lange «Όταν κοιτάζεις ένα βιβλίο της Dorothea που παρουσιάζει συνέχεια αγρότες να καλλιεργούν καρότα αυτό μπορεί να είναι αρκετά κουραστικό.»
Το 1964 γνωρίζει και γίνεται μέντορας της φωτογράφου Judy Dater με την οποία παρέμεινε φίλη μέχρι το θάνατό της. Ωστόσο η ίδια πρεσβεύει ότι «Δεν πιστεύω ότι μπορείς να διδάξεις κάποιον πώς να γίνει φωτογράφος. Ο καθένας πρέπει να γίνει δάσκαλος του εαυτού του. Πρέπει να έχεις ταλέντο και καλή ματιά.» Η Dater τράβηξε πολλά πορτρέτα της Cunningham μεταξύ των οποίων το πιο διάσημο: “Imogen and Twinka at Yosemite” στην οποία η Cunningham εικονίζεται να συναντά το γυμνό μοντέλο Twinka στο Εθνικό Πάρκο Yosemite. Η Dater επίσης έγραψε ένα βιβλίο για την Μέντορά της :”Imogen Cunningham: A portrait”, όπου εκτός από φωτογραφίες υπάρχουν συνεντεύξεις φίλων και γνωστών της φωτογράφου.
Imogen and Twinka at Yosemite
Ο ρόλος της στην εξάπλωση της φωτογραφικής Τέχνης και η επίδρασή της στους φωτογράφους με τους πολλούς πειραματισμούς υπήρξε καθοριστικός και, όπως η επιμελήτρια Celina Lunsford τονίζει, «Με όποιο είδος φωτογραφίας καταπιάστηκε το μεταμόρφωσε σε έργο τέχνης επηρεάζοντας τους μεταγενέστερους φωτογράφους είτε σε Fine Art, βοτανική, πορτρέτο, γυμνό, φωτογραφία δρόμου.»
Η ίδια υποστηρίζει ότι
«Δεν ήμουν ποτέ φιλόδοξη. Έπαιρνα τα πράγματα όπως μου παρουσιάζονταν. Μπορεί να υπήρχαν προβλήματα αλλά τα προσπερνούσα. Δεν προσπαθούσα να σώσω τον κόσμο ή να πω κάτι. Διασκέδαζα την κάθε μου φωτογραφία κι ακόμα αυτό κάνω, ό,τιδήποτε κι αν ήταν αυτό που έπρεπε να φωτογραφήσω.»
Εκθέσεις της :
1913: Brooklyn Institute of Arts and Sciences.
1914: International Exhibition of Pictorial Photography in New York
1929: Film und Foto Exhibition (8 βοτανικές, 1 γυμνό, 1 βιομηχανικό τοπίο). (Edward Weston).
1973: Recontres d’ Arles
Portfolio by Wilson’s Photographic Magazine.
Βραβεία :
1967: Fellow of the American Academy of Arts and Sciences
1968: Honorary Doctorate of Fine Arts degree from the California College of Arts and Crafts in Oakland.
1970: Guggenheim fellowship in Creative Arts for Photography
Dorothea Lange (first recipient)
2004: Hall of Fame Inductee, International Photography of Hall of Fame and Museum.
Βιβλία με χρονολογική σειρά:
Cunningham, Imogen. Modern Processes of Photography. Thesis, University of Washington, 1907.
Cunningham, Imogen. "After Ninety." Seattle and London: University of Washington Press, 1977. ISBN 0-295-95559-7, and 0-295-95673-9(pbk.)
Cunningham, Imogen, and Richard Lorenz. Imogen Cunningham: Portraiture. Boston: Little, Brown and Co, 1997. ISBN 978-0-821-22437-3 OCLC 38157997
Cunningham, Imogen, and Richard Lorenz. Imogen Cunningham: On the Body. Boston: Bullfinch Press, 1998. ISBN 978-0-821-22438-0 OCLC 40220514
Cunningham, Imogen, Richard Lorenz, and Manfred Heiting. Imogen Cunningham, 1883–1976. Köln: Taschen, 2001. ISBN 978-3-822-87182-9 OCLC 47892628
Cunningham, Imogen, and Richard Lorenz. Imogen Cunningham: Flora. 2001. ISBN 978-0-821-22731-2 OCLC 47784515
Cunningham, Imogen, Meg Partridge, John Wood, Elizabeth Partridge, Rondal Partridge, John Marcy, Pam Clark, and Crissy Welzen. Imogen Cunningham: Platinum and Palladium. South Dennis, Mass.: 21st Editions, Steven Albahari, 2012. OCLC 855783549[33]
Cunningham, Imogen, William Morris, John Wood, Pam Clark, Crissy Welzen, Sam Klimek, Arthur Larson, Sarah Creighton, and Steven Albahari. Imogen Cunningham: Symbolist ; with Poetry and Prose by William Morris. South Dennis, Mass.: 21st Editions, Steven Albahari, 2013.
https://www.ifocus.gr/magazine/megaloi-fotografoi/3100-imogen-cunningham#sigProId72d403bd64