Ο Robert Frank γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1924. Καθώς ο πατέρας του ήταν εβραϊκής καταγωγής, η οικογένεια ένιωσε μεγάλη ασφάλεια κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου ζώντας στην Ελβετία. Μετά το πόλεμο ο Robert στράφηκε προς τη φωτογραφία στη προσπάθεια του να ξεφύγει από την ασφυκτική πίεση που του ασκούσαν οι γονείς του, οι οποίοι τον προόριζαν για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση.
To1947 επισκέφτηκε για πρώτη φορά τις ΗΠΑ, αλλά σύντομα επέστρεψε στην Ευρώπη, στη συνέχεια ταξίδεψε στο Περού και πάλι πίσω στο Λονδίνο, στη Βαλένθια, στο Παρίσι φωτογραφίζοντας διαρκώς. Αν και ορισμένες φωτογραφίες του εκείνης της περιόδου επιλέχθηκαν από τον Edward Steichen και συμπεριελήφθησαν σε δυο μεγάλες ομαδικές εκθέσεις του Μ.ο.Μ.Α (1950 και 1955/The Family of the man), εν τούτοις δεν συγκαταλέγονται σε εκείνες για τις οποίες θα τον θυμόμαστε.
Παντρεμένος από το 1950 με την Αγγλίδα εικαστικό και χορεύτρια Mary Lockspeiser εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη το 1953 και εργάστηκε ως ελεύθερος ρεπόρτερ για περιοδικά όπως το Vogue, το Fortune κ.α. Στις συναναστροφές του εκτός από τους ομότεχνούς του Diane Arbus, Saul Leiter, Louis Fauer, John Cohen συμπεριλαμβάνονται και ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της beatnik σκηνής, όπως ο Alain Ginsberg και ο Gregory Corso, το πνεύμα των οποίων επηρέασε βαθιά τον Frank. Έτρεφε επίσης βαθιά εκτίμηση στο έργο του Evans. «Όταν είδα για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του Evans σκέφτηκα αυτό που είπε ο Malraux: να μεταμορφώνεις το πεπρωμένο σε συνειδητοποίηση. Είναι δύσκολο να ζητάς τόσα πολλά από τον εαυτό σου, αλλά πως αλλιώς μπορείς να δικαιολογήσεις την αποτυχία σου και την προσπάθειά σου;»
Το 1955 έλαβε υποτροφία από το Ίδρυμα Guggenheim και για δυο ολόκληρα χρόνια τριγύριζε στις πολιτείες των ΗΠΑ τραβώντας περισσότερα από 750 φιλμ. Η εξέλιξη της τεχνολογίας είχε επιτρέψει εκείνη την εποχή την βελτίωση της ευαισθησίας των φιλμ στα 400 ΑSA. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την χρήση της μικρής και αθόρυβης Leica, επέτρεψε στον Frank να φωτογραφίζει διακριτικά, χωρίς φλας, ακόμη και σε σκοτεινούς εσωτερικούς χώρους, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους παραβρισκόμενους. Ο Frank παρατηρεί και απομονώνει. Δεν σχολιάζει, δεν παίρνει θέση, δεν ειρωνεύεται, απλά παραβρίσκεται. Δηλώνει άλλωστε πως αυτό που μισεί στη φωτογραφία είναι το «συναίσθημα» και δεν εννοεί φυσικά τη καλλιτεχνική «συγκίνηση», που είναι εγγενές συστατικό κάθε έργου τέχνης.
Οι άδειοι δρόμοι του Atget και του Evans πλημμυρίζουν με κόσμο στις φωτογραφίες του Frank. Ένα πλήθος ανώνυμο, αφιλόξενο, μοναχικό, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Η αστερόεσσα πανταχού παρούσα, όπως άλλωστε και η σημαία της Ελβετίας στις πρώτες του φωτογραφίες. Κράτη χωρίς εθνική ομοιογένεια και συνοχή έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τα σύμβολα για να νιώσουν ότι κάτι κοινό τους ενώνει. Η φόρμα του Frank είναι ιδιαίτερη. Σ΄αυτό συμβάλουν τόσο ο χονδρός κόκκος των ευαίσθητων φιλμ και οι συχνά θολές - κουνημένες ή ανεστίαστες - φιγούρες που ηθελημένα εισάγει ο φωτογράφος, όσο και το καινοφανές καδράρισμά του. Τολμηρά ασύμμετρα κοψίματα, πλάτες σε πρώτο πλάνο και «στραβά» κάδρα. Η γραμμή του ορίζοντα, πάντα παράλληλη με τις οριζόντιες πλευρές στις μέχρι τότε φωτογραφίες, παύει να είναι γραμμή αναφοράς. Αντικαθίσταται από μια έντονη κατακόρυφη γραμμή ή φιγούρα που στέκει παράλληλη με τις κάθετες αυτή τη φορά πλευρές της φωτογραφίας. Με το στρίψιμο του κάδρου τα πράγματα αποκτούν νέο ενδιαφέρον, αρκεί να γίνεται για τις οργανικές ανάγκες της σύνθεσης και όχι για έναν φτηνό εντυπωσιασμό. Ο Frank επέλεξε 82 φωτογραφίες από τη σειρά και τις εξέδωσε με πρόλογο γραμμένο από τον πάπα των beatniks, Jack Kerouac. Το βιβλίο αυτό με τίτλο «The Americans», αν και δυσκολεύτηκε να βρει εκδότη και το κοινό ήταν αρχικά πολύ επιφυλακτικό απέναντι του, σημάδεψε τη παγκόσμια φωτογραφία και αποτελεί έκτοτε σταθμό και σημείο αναφοράς.
Κείμενο: Χρήστος Κοψαχείλης
https://www.ifocus.gr/magazine/megaloi-fotografoi/2899-robert-frank-2#sigProIdb3c51a3918