Ο August Sander γεννήθηκε στο Herdorf της επαρχίας του Ρήνου, στις 17 Νοεμβρίου 1876. Η οικογένειά του απείχε από το να είναι ευκατάστατη. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός, και δούλευε για λογαριασμό εταιρείας εξόρυξης. Ο ίδιος ο August, εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκατέσσερα για να εργαστεί στην διαχείριση αποβλήτων της ίδιας εταιρείας. Εκεί γνώρισε τον φωτογράφο της εταιρείας, και αυτή η γνωριμία, (που τον είχε συνεπάρει, όπως γράφει ο ίδιος), θα καθόριζε το μέλλον του.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, από το 1897 ως το 1899, εργάστηκε ως βοηθός φωτογράφου, ενώ ταυτόχρονα έκανε και δικές του φωτογραφικές δουλειές. Αργότερα, προσελήφθη ως υπεύθυνος φωτογραφικού στούντιο στην Αυστρία, που ειδικευόταν στις εμπορικές φωτογραφίες προϊόντων. Το 1909 αναλαμβάνει τη διεύθυνση φωτογραφικού στούντιο (του οποίου αργότερα γίνεται ιδιοκτήτης) στην Κολωνία, με ειδίκευση στο πορτραίτο. Μέχρι στιγμής, η πορεία του Sander δεν παρουσιάζει τίποτα το αξιοσημείωτο, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα.
Ήταν, ωστόσο, ένας εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος. Έχοντας σχετικά μικρή τυπική παιδεία, ο Sander βυθίζεται στην λογοτεχνία και την τέχνη και, σε μικρό χρονικό διάστημα, γνωρίζεται με την πολιτιστική σκηνή της Κολωνίας. Εκθέτει δουλειά του σε μικρές, αλλά διεθνείς ομαδικές εκθέσεις (salon) κερδίζοντας αρκετά βραβεία. Όμως το 1911, και ενόσω ήταν πλήρως απασχολημένος με τις καθημερινές, επαγγελματικές δραστηριότητες του στούντιο του, αρχίζει να σχεδιάζει ένα μεγάλο και φιλόδοξο project, που έμελλε να γίνει το έργο της ζωής του.
Είναι αλήθεια, αν και όχι τόσο διαδεδομένη, πως πολλοί φωτογράφοι, προκειμένου να δουλέψουν συγκεντρωμένα, θέτουν στον εαυτό τους προσωπικά projects. Είτε αντιλαμβάνονται τη φωτογραφία ως καριέρα είτε ως τρόπο ζωής, αυτός ο τρόπος εργασίας είναι ο πιο αποτελεσματικός όσον αφορά στην εστίαση της σκέψης και του βλέμματος. Τα παραδείγματα από την ιστορία της φωτογραφίας είναι πολλά, ωστόσο κανένας δεν συνέλαβε ένα project τέτοιας κλίμακας και έκτασης όπως αυτό του Sander.
Το σχέδιό του Sander ήταν να τεκμηριώσει, να καταγράψει και να φωτογραφήσει το σύνολό του γερμανικού πληθυσμού ανά τάξη και επάγγελμα. Θα το έκανε χωρίζοντας το γιγαντιαίων διαστάσεων project, σε επτά διακριτούς τομείς: ο Αγρότης, ο Επιχειρηματίας, η Γυναίκα, Τάξεις και Επαγγέλματα, οι Καλλιτέχνες, η Πόλη, οι Έσχατοι των Ανθρώπων (κατηγορία που θα συμπεριλάμβανε τους «απόκληρους» της κοινωνίας: τυφλούς, ανάπηρους, έγκλειστους, άστεγους, κλπ.). Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Sander φωτογράφησε επαγγελματίες, αστικές οικογένειες, αγρότες, μαθητές, βετεράνους του πολέμου, σκηνές δρόμου, ανθρώπους του τσίρκου, ζητιάνους και … ναζί.
Το μεγαλειώδες έργο έλαβε τον τίτλο: «Άνθρωποι του 20ου αιώνα» και θα αποτελείτο από πάνω από 600 φωτογραφίες. Όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ούτε δημοσιεύτηκαν όλες οι φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Σε σχεδόν κάθε φωτογραφία, ο Sander έβαζε τον φωτογραφούμενο απλώς να κοιτάει τον φακό της μεγάλης του μηχανής. Επέτρεπε στα θέματά του να «μιλήσουν» για τον εαυτό τους με μια ήσυχη αξιοπρέπεια. Έτσι, οι φωτογραφίες του δεν σχολιάζουν και δεν εκφέρουν προσωπική γνώμη. Υπό αυτό το πρίσμα, η δουλειά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντικειμενική. Ο κάθε ένας, αριστοκράτης ή ζητιάνος, αναγνωρίζεται, θεωρείται και φωτογραφίζεται με τον ίδιο σεβασμό. Ο Sander δεν εξυψώνει τα θέματά του, (όπως π.χ. ο Yusuf Karsh στις φωτογραφίες του της δεκαετίας του ’50), ούτε τα υποβιβάζει ή διακωμωδεί (όπως π.χ. συνήθιζε να κάνει ο Martin Parr σε κάποιες φωτογραφίες του το ’80 και το ’90).
Όταν οι φωτογραφίες του Sander παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Καλλιτεχνική Ένωση Κολωνίας, ο ίδιος δήλωνε:
«Τίποτα δεν φαινόταν πιο κατάλληλο για μένα από το να καταγράψω, μέσω της φωτογραφίας, μια εικόνα της εποχής μας απολύτως αληθινή και πιστή στην φύση της ... προκειμένου να δούμε την αλήθεια, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να την αντέξουμε … είτε είναι υπέρ μας είτε όχι … έτσι, επιτρέψτε μου να είμαι ειλικρινής, και να πω την αλήθεια για την εποχή μας και τους ανθρώπους της.»
Ο Sander δεν είχε χορηγούς, οποιουδήποτε είδους. Έπρεπε να υπομείνει τις στερήσεις που έφερε η ύφεση του 1920 στη Γερμανία, καθώς και την έχθρα των ναζί, οι οποίοι κατέστρεψαν τις εκτυπωτικές μήτρες και τα φιλμ από το πρώτο του βιβλίο «Πρόσωπα της εποχής μας» (εκδ. 1929), το οποίο αποτελείτο από 60 φωτογραφίες, και ήταν μέρος αυτού που επρόκειτο να είναι η τελική παρουσίαση του project, γιατί θεωρούσαν πως η προσέγγιση του Sander δεν παρουσίαζε τον γερμανικό λαό ως κυρίαρχη φυλή, όπως εκείνοι ήθελαν να επιβάλουν.
Από τότε, πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για την «αντικειμενική» προσέγγιση του Sander, την «ποιητική» ή «καλλιτεχνική» αξία του. Το έργο του έχει χαρακτηριστεί ως τυπολογία, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Δηλαδή, υπό την έννοια ότι είναι μια διαδικασία καταγραφής ομοειδών στοιχείων σε κατάλογο. Κάποιες φορές μας γνωστοποιεί το όνομα κι άλλες την κοινωνική θέση ή το επάγγελμα (γραμματέας, στρατηγός, εκπαιδευτής σκύλων, κλπ.), όμως χάρη στην ιδιοφυΐα του Sander, παραμένουν αποπροσωποποιημένοι. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ορίσουμε το έργο του ως «φωτογραφική τυπολογία» με την έννοια που έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τον όρο από την περίφημη Σχολή του Düsseldorf των Becher, οι οποίοι φωτογράφιζαν μετρητές αερίων, μηχανές περιέλιξης, δεξαμενές νερού, κ.ο.κ, με τον ίδιο, επαναλαμβανόμενο τρόπο. Σχολή, η οποία επεκτάθηκε και στο πορτραίτο με τους Thomas Ruff και Rineke Dijkstra, των οποίων τα μεταμοντέρνα, ανέκφραστα, σχεδόν αναισθητοποιημένα πορτραίτα (ή, καλύτερα, «μελέτες προσώπων»), είχαν, και συνεχίζουν να έχουν, μια εξαιρετικά ανθεκτική επιρροή στους καλλιτέχνες φωτογράφους.
Οι φωτογραφίες του Sander, και ιδιαίτερα αυτές όπου τοποθετεί το θέμα του μπροστά από ένα απλό λευκό φόντο, χωρίς καμία άλλη οπτική πληροφορία, εκτός ίσως από μια υπόνοια σκιάς, μπορεί να μοιάζουν ψυχρές σε πρώτη ανάγνωση, και ο ίδιος ο φωτογράφος απαθής. Όμως, θα πρέπει να θυμόμαστε πως αποτελούν μέρος ενός έργου, που στο σύνολό του επιδεικνύει μια κομψή λεπτότητα, ενώ ταυτόχρονα είναι στιβαρό και πολύπλοκο, και τελικά δείχνει μια λεπτή ανθρωπιστική ευαισθησία, από πλευράς του δημιουργού του.
Στα πλαίσια ανοιχτής συζήτησης με τον επιμελητή της Scottish National Gallery of Modern Art, κατά τη διάρκεια έκθεσης μέρους του έργου του το 2011, ο εγγονός του Sander, Gerd, δήλωνε:
« … το θέμα δεν είναι η φωτογραφία, αλλά η ιδέα … στο έργο του Sander το σημαντικό δεν είναι η δημιουργία φωτογραφιών, αλλά η περιγραφή της ιδέας. Και, αν έχει δεχτεί κάποια στιλιστική επιρροή, αυτή είναι από τον Rembrandt όσον αφορά στον χειρισμό του φωτός.»
Στη συνέχεια της συζήτησης, και βασιζόμενος σ’ αυτή τη δήλωση, ο επιμελητής δήλωνε πως ο Sander ήταν ένας από τους πρώτους conceptual artists. Κι όμως, κατά τη γνώμη μου, το έργο του Sander αποδεικνύει οπτικά πως δεν υπάρχει ούτε καν ο παραμικρός υπαινιγμός για κάτι τέτοιο. Άλλωστε, όλα τα projects, μικρά ή μεγάλα, δεν είναι αποτέλεσμα μιας αρχικής ιδέας όσο συγκεκριμένη ή ασαφής κι αν είναι; Τούτου λεχθέντος, ο Sander απεχθανόταν τα «θολά και ασαφή» έργα των πικτοριαλιστών, και την εικονογράφηση ιδεών. Ήταν υπέρμαχος της «καθαρής» φωτογραφίας, όπως κι ο Paul Strand στην Αμερική του 1920, και εκφραστής της «Νέας Αντικειμενικότητας» (Neue Sachlichkeit) στη φωτογραφία. Όπως ο ίδιος είχε πει:
«Δεν απεχθάνομαι τίποτα περισσότερο από αυτές τις γλυκανάλατες φωτογραφίες, τις γεμάτες τρικ, εφέ και βαρετές πόζες.»
Αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, το μεγαλύτερο μέρος του έργου δεν είναι λήψεις μέσα στο στούντιο αλλά επί τόπου, συνήθως στον φυσικό χώρο του υποκειμένου (on location). Ο Sander δούλευε με μηχανές μεγάλου φορμά και, κατά κύριο λόγο, έκανε μια ή δυο εκθέσεις για κάθε θέμα. Πράγμα κατανοητό αν σκεφτεί κανείς το βάρος και την αργή διαδικασία που επιβάλει το συγκεκριμένο φορμά.
Όμως, αναρωτιέται κανείς. Πως είναι δυνατόν, παρά την τεράστια πρόοδο και τα πλεονεκτήματα που έχει προσφέρει η φωτογραφική τεχνολογία τον τελευταίο αιώνα, η καλλιτεχνική ποιότητα των φωτογραφιών να μην έχει βελτιωθεί; Είναι πολύ πιο εύκολο σήμερα από ποτέ, να βγάλει κανείς τεχνικά άψογες φωτογραφίες, σχεδόν επαγγελματικού επιπέδου, κι ο καθένας το κάνει μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Κι όμως, ακόμη κοιτάμε με δέος την ομορφιά, την ένταση, το όραμα και την ευφυΐα κάποιων φωτογράφων του περασμένου αιώνα, την καλλιτεχνική ποιότητα των οποίων ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να αγγίξουμε.
Σε ραδιοφωνική του διάλεξη, το 1931, ακούμε τον Sander να λέει:
«Μπορεί κανείς να κάνει ένα κλικ ή να κάνει μια φωτογραφία. Το να κάνει ένα κλικ, σημαίνει να παίζει με την τύχη, να υπολογίζει ή να βασίζεται σ’ αυτή. Το να κάνει κανείς μια φωτογραφία σημαίνει να δουλεύει με περισυλλογή. Δηλαδή, σημαίνει το να κατανοεί κάτι σε βάθος, ή το να φέρει μια ιδέα από μια ατελή ή περίπλοκη κατάσταση σε άψογη φωτογραφική μορφή … με εργαλεία το βλέμμα, την παρατήρηση και την σκέψη …»
Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν άραγε ο Sander σήμερα, 55 χρόνια μετά τον θάνατό του, για την τεράστια διάδοση της φωτογραφίας, όπου μπορεί κανείς να βγάλει εκατοντάδες φωτογραφίες ενός θέματος, με το ενδεχόμενο πως χωρίς σοβαρή «περισυλλογή», καμία δεν θα είναι καλή;
Κατά τη γνώμη μου, είναι σίγουρα καλύτερο το κάνει κανείς μια και μόνο φωτογραφία, αποτέλεσμα του «βλέπω, παρατηρώ και σκέπτομαι», παρά εκατοντάδες χωρίς τίποτα απ’ αυτά.
https://www.ifocus.gr/magazine/megaloi-fotografoi/2370-august-sander-masters-of-photography#sigProId0d0c8b9c35