Το χιούμορ στις φωτογραφίες τις περισσότερες φορές εξαντλείται στη καταγραφή ενός κωμικού γεγονότος που συμβαίνει μπροστά από την μηχανή του φωτογράφου ή στην αποτύπωση μιας περίεργης γκριμάτσας που σχηματίζεται στο πρόσωπο του εικονιζόμενου. Ο φωτογράφος στη προσπάθεια του να «συλλάβει» το αστείο επικεντρώνεται στο γεγονός που διαδραματίζεται παραμελώντας άλλα σημαντικά στοιχεία της φωτογραφίας, όπως το προσωπικό ύφος του δημιουργού ή τη σφικτή σύνθεση του κάδρου. Αυτή αφήνεται να γίνει εκ των υστέρων κροπάροντας τμήματα της φωτογραφίας, προκειμένου να απομονωθεί η αστεία σκηνή και να μεγιστοποιηθεί η ζητούμενη πρόκληση του γέλιου.
Τέτοιου είδους φωτογραφίες βλέπουμε συχνά στα έντυπα ενημέρωσης, στις εσωτερικές σελίδες με τα πιο ανάλαφρα θέματα και μάλιστα όποτε τυχαίνει οι πρωταγωνιστές που εικονίζονται να είναι «επώνυμοι», τότε και το αστείο θεωρείται περισσότερο πετυχημένο. Προφανώς είναι στο χαρακτήρα του ανθρώπου να θέλει να διακωμωδήσει κάποιους οι οποίοι βρίσκονται ή που ο ίδιος θεωρεί ότι βρίσκονται, κοινωνικά ψηλότερα από αυτόν. Αυτές όμως οι φωτογραφίες–ευφυολογήματα, που στηρίζονται μόνο στο αστείο θέμα τους, εξαντλούνται αμέσως μετά το χαμόγελο της πρώτης ματιάς και ποτέ, όσο και αν αγαπάς τη φωτογραφία, δεν θα νιώσεις την ανάγκη να τις αναζητήσεις για να τις ξαναδείς. Όπως στα ανέκδοτα που, όσο καλά και αν είναι, ακούγονται κρύα την δεύτερη φορά. Η καλή φωτογραφία όμως, αυτή που μπορεί να θεωρηθεί προϊόν Τέχνης, σε βάζει στο πειρασμό να θες να την κοιτάξεις ξανά και ξανά. Η καλλιτεχνική φωτογραφία στηρίζει την αξία της όχι στο θέμα που περιγράφει, σοβαρό ή αστείο, αλλά στην μεταμόρφωση και στην υπέρβασή του μέσω της προσωπικής ικανότητας του φωτογράφου.
Photo credit Robert Doisneau
Από τους φωτογράφους που μας έχουν χαρίσει φωτογραφίες με χιούμορ οι περισσότεροι περιορίζονται στη τρυφερή καταγραφή της καθημερινότητας. Ανάμεσά τους, ίσως στη πιο περίοπτη θέση, βρίσκεται ο Γάλλος Robert Doisneau (1912-1994). Ακούραστος περιπατητής ο Doisneau όργωσε το Παρίσι και τα περίχωρα του αποκαλύπτοντας με τη ρομαντική ματιά του έναν όμορφο κόσμο, γελαστό, γεμάτο όρεξη για ζωή που ερχόταν σε αντίθεση με το γκρίζο, θλιβερό τοπίο των εργατικών προαστίων στα οποία μεγάλωσε και ο ίδιος. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια επέστρεφε σαν «γέρο-σολομός», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, στα ίδια μέρη με τις αλάνες που έπαιζε μικρός, βρίσκοντας όμως στη θέση τους πολυκαταστήματα και πυκνοκατοικημένα οικοδομικά τετράγωνα. Οπλισμένος με υπομονή περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να φωτογραφίσει. Παρομοίαζε τον φωτογράφο με ψαρά. «…Μια κλωστή σε συνδέει μ΄ έναν άγνωστο κόσμο και δεν ξέρεις καν αν υπάρχει κάτι στην άκρη της. Κι όμως αξίζει να περιμένεις...» συνήθιζε να λέει. Οι απλές συνθέσεις του έχουν για πρωταγωνιστές νιόπαντρα φτωχικά ζευγάρια να διασκεδάζουν στη γειτονιά τους μετά τη τελετή φορώντας ακόμη τα νυφικά τους, μικρά παιδιά που παίζουν ξέγνοιαστα στους δρόμους – φαινόμενο που έχει εξαφανιστεί από τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, χαρακτηριστικούς θαμώνες των μπαρ, ερωτευμένους που φιλιούνται ανέμελα δημόσια. Οι φωτογραφίες του, που αποπνέουν έναν αέρα νοσταλγίας για αυτή την χαμένη αθωότητα, αν και δεν θα τις χαρακτήριζα ποτέ σπουδαίες, εν τούτοις έχουν μια αισιοδοξία και μια χαρά για την ζωή, χωρίς να γίνονται γραφικές, κάτι που δεν συναντάς εύκολα.
Photo credit: Elliott Erwitt
Για τον Elliott Erwitt δυσκολεύομαι να προσδιορίσω την εθνικότητά του. Γεννήθηκε το 1928 στο Παρίσι από ρώσους γονείς. Παρακολούθησε τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου στη Ρώμη και το 1939 μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στην Αμερική ακολουθώντας τους γονείς του, αλλά στη συνέχεια περιπλανήθηκε σε όλο τον κόσμο φωτογραφίζοντας ακατάπαυστα. Ο Erwitt έχει μια έκδηλη αίσθηση του χιούμορ. Διαθέτει μια τρυφερή ειρωνεία που εκφράζεται στο αστείο που έχει πάντα έτοιμο, τόσο στη συζήτηση όσο και στη στιγμή που αιχμαλωτίζει στις φωτογραφίες του. Εξέλιξε την ικανότητα να συλλαμβάνει αστραπιαία το ασυνήθιστο στην καθημερινότητα. Μπορεί να διακρίνει μια απρόβλεπτη χειρονομία ή ένα παράξενο βλέμμα, αλλά συχνά διαισθάνεται την εξέλιξη μιας δράσης που μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια ιδιόμορφη ή αστεία κατάσταση. Δεν αποκλείεται αυτή την ικανότητα να την απέκτησε από παιδί όταν προσπαθούσε να κατανοήσει τους συνομιλητές του από τις χειρονομίες και τις εκφράσεις των προσώπων τους, καθώς αυτοί μιλούσαν άγνωστες γλώσσες (γαλλικά, ιταλικά, αμερικάνικα) για τον μικρό Elliott που είχε μάθει μόνο τα ρώσικα από τους εμιγκρέδες γονείς του.
Αν και έγινε πασίγνωστος για το χιούμορ του, σε ορισμένες από τις φωτογραφίες του διακρίνονται οι αρετές του φωτογράφου που αδικήθηκαν από τον εκούσιο εγκλωβισμό του στα πετυχημένα οπτικά ευφυολογήματα. Όταν αφήνει πίσω του το χιούμορ, όταν δεν αρκείται στο αστείο εύρημα, τότε οδηγείται σε πραγματικά ενδιαφέρουσες εικόνες. Όταν όμως περιορίζεται στην καταγραφή μιας χαρωπής κατάστασης, τότε μόλις ο θεατής ανακαλύψει το κωμικό στιγμιότυπο παύει να υπάρχει το οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον στην φωτογραφία.
Photo credit:Robert Doisneau
Σε αντίθεση με το επιφανειακό χιούμορ και το αβίαστο χαμόγελο που σχηματίζεται στο πρόσωπο του θεατή από τις φωτογραφίες του Doisneau και του Erwitt, σε άλλους καλλιτέχνες-φωτογράφους το χιούμορ παίζει βαθύτερο και καταλυτικό ρόλο. Το αρχικό μειδίαμα συχνά δεν εξελίσσεται σε γέλιο. Μένει μετέωρο και αντί να σε διασκεδάσει σε οδηγεί σε προβληματισμούς. Ο Ελβετός Robert Frank (1924) στις αρχές της δεκαετίας του ’50 μετανάστευσε στις Η.Π.Α ακολουθώντας την Αμερικανίδα σύζυγό του. Εντυπωσιασμένος από τον διαφορετικό τρόπο ζωής της νέας πατρίδας του και επηρεασμένος από τις ιδέες της γενιάς των σύγχρονών του μπήτνικ καλλιτεχνών, ταξίδεψε για δυο χρόνια στις Πολιτείες φωτογραφίζοντας με ασπρόμαυρο φιλμ. Το υλικό που συγκέντρωσε, το οποίο σήμερα θεωρείται cult, ξένισε τόσο πολύ τους Αμερικάνους εκδότες, ώστε αρνήθηκαν να το εκδώσουν τότε.
Photo credit: Robert Frank
Ο Frank δεν είχε εστιάσει στις αστραφτερές Κάντιλακ, στις φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές νέον και στα χαμογελαστά πρόσωπα των θριαμβευτών του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Δεν είχε φωτογραφίσει ωραιοποιημένα τοπία – θέματα προσφιλή στους φωτογράφους της εποχής, ούτε εικαστικές νεκρές φύσεις μιμούμενος τους πίνακες των ζωγράφων. Η ματιά του είχε πέσει σε άδειους από ανθρώπους κοινόχρηστους χώρους, στους οποίους η ανοικτή τηλεόραση ήταν η μοναδική ζωντανή παρουσία, σε προεκλογικές συγκεντρώσεις με φανφαρόνους πολιτικούς, σε μαύρους, εβραίους και σε μέλη θρησκευτικών ή άλλων μειονοτήτων, στους νέους – για εκείνη την εποχή – μηχανικούς θεούς, τα τζουκ μποξ. Οι επικριτές του Frank ενοχλήθηκαν γιατί εξέλαβαν τις φωτογραφίες του σαν ρεπορτάζ, το μόνο είδος φωτογραφίας που απεικόνιζε ανθρώπους σε δράση και με το οποίο είχαν ως τότε εξοικειωθεί. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του με τον χοντρό κόκκο του φιλμ σε χώρους με λιγοστό φωτισμό, η τόλμη και η πρωτοτυπία στη σύνθεση, τα συχνά ανεστίαστα πρόσωπα και η ανεπιτήδευτη αμεσότητά του απείχαν πολύ από την πολύχρωμη, «γυαλιστερή» εικόνα που είχαν οι Αμερικάνοι για τον εαυτό τους και την χώρα τους εκείνη την εποχή. Ωστόσο ούτε η κοινωνική κριτική, ούτε η ειρωνεία ήταν στις κύριες προθέσεις του Frank. Απλά με την καθαρή ματιά του παρατηρητή εμπλέκει και τον θεατή στα δρώμενα της φωτογραφίας που παρουσιάζει. Ο υποψήφιος πολιτευτής μπορεί να κομπάζει στο βάθρο ή να κλείνει με νόημα το μάτι του, γιατί προφανώς υπάρχει πάντα κάποιο κοινό που τον παρακολουθεί και τον υποστηρίζει. Μόνο που επειδή το ακροατήριο απουσιάζει από τις φωτογραφίες του Frank, εξοργιζόμαστε στην ιδέα ότι μπορεί το κοινό να είμαστε και εμείς οι ίδιοι.
Photo credit: Garry Winogrand
Με ακόμη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία χειρίστηκε στις δεκαετίες ’60 -‘70 το χιούμορ ο σπουδαίος Αμερικανός φωτογράφος Garry Winogrand (1928-1984). Θαυμαστής του Frank προέκτεινε τα όρια του φωτογραφικού μέσου ανιχνεύοντας συνεχώς τη σχέση ανάμεσα στον υπαρκτό-ορατό κόσμο και στη μεταμόρφωση του, όπως αυτή την αντιλαμβάνεται ο καλλιτέχνης. Τριγυρνώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης φωτογράφιζε ακατάπαυστα ότι συνέβαινε γύρω του. Από τους κυριότερους εκπρόσωπους του είδους, που σήμερα έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «φωτογραφία δρόμου», συλλάμβανε με το σκόπευτρο της μηχανής του και αποτύπωνε στο φιλμ μικρά, φαινομενικά ασήμαντα στιγμιότυπα ζωής. Όταν όμως διάλεγε φωτογραφίες από τα κοντάκτ προσπαθούσε να μείνει ανεπηρέαστος από το συναίσθημα που είχε τη στιγμή της λήψης. Στην επιλογή τον ενδιέφερε μόνο η μετουσίωση της πραγματικής ζωής σε φωτογραφικό γεγονός. Αυτός ήταν και ο λόγος που άφηνε να περάσει μεγάλο διάστημα έως ότου εμφανίσει τα φιλμ του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι πεθαίνοντας στην αρχή της δεκαετίας του ’80 άφησε ανεμφάνιστα περίπου 5.000 φιλμ.
Ο Winogrand διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 και έτσι ήταν πολύ φυσικό το έργο του να εμποτιστεί από το πνεύμα της αμφισβήτησης που κυριαρχούσε τότε. Επέλεγε μια κάθετη πλευρά του κάδρου σαν σημείο αναφοράς – σε αντίθεση με την γραμμή του ορίζοντα που έχουμε όλοι συνηθίσει – με αποτέλεσμα οι «κεκλιμένες» συνθέσεις του να μην γίνονται εύκολα κατανοητές. Στις κοινότυπες ερωτήσεις, στις οποίες κατέφευγαν όσοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις φωτογραφίες του με τα «στραβά κάδρα», απαντούσε με χιούμορ. Όταν ρωτήθηκε για κάποιο χέρι που έμπαινε φαινομενικά τυχαία στο κάδρο μιας φωτογραφίας του απάντησε γελώντας πως αυτό το συγκεκριμένο χέρι το κουβαλά πάντα μαζί του και το χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει ενδιαφέρον, ενώ στην ερώτηση για τον χρόνο που χρειάζεται για να συνθέσει μια φωτογραφία απάντησε αφοπλιστικά «…συνήθως 1/125 του δευτερολέπτου», αναφερόμενος στον χρόνο που διαρκεί η εκφώτιση του αρνητικού.
Photo credit: Garry Winogrand
Εκτός από τις απαντήσεις, το χιούμορ ήταν το κυρίαρχο στοιχείο και στις φωτογραφίες του Winogrand. Αλλά ένα χιούμορ ανατρεπτικό, το οποίο δεν υπογραμμίζει την περιγραφή, αλλά σχολιάζει την εικόνα μοναδικά με καθαρά φωτογραφικό τρόπο. Το χαμόγελο που χαράζεται στα χείλη μας όταν βλέπουμε τη φωτογραφία του που εικονίζει ένα ζευγάρι (διαφορετικού χρώματος) Νεοϋορκέζων που κρατά αγκαλιά δυο καλοντυμένα πιθηκάκια, δεν ολοκληρώνεται, γιατί υπάρχει κάτι παγερό και απόμακρο στα μάτια των ανθρώπων, σε αντίθεση με το καλοσυνάτο και ευτυχισμένο βλέμμα των ζώων. Τα ζώα είναι και οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στις φωτογραφίες του Winogrand από τους ζωολογικούς κήπους. Παρατηρούν, τα ζώα, με έξυπνο βλέμμα όλους αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι μαζεύονται αμήχανοι πίσω από τα κάγκελα και τα κοιτούν. Ο Winogrand χειρίζεται το χιούμορ τόσο διακριτικά και υπαινικτικά που συχνά ο θεατής αναρωτιέται ακόμη και αν υπάρχει. Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν περιορίζεται στη υποβολή των όποιων συναισθημάτων στους θεατές. Αφήνει τον καθένα να προσεγγίσει το έργο του με τον δικό του μοναδικό τρόπο, απόρροια της κουλτούρας του και της συναισθηματικής φόρτισης του. Το κωμικό και το τραγικό μπερδεύονται τόσο αρμονικά στις συνθέσεις του, που δυσκολεύεσαι να το ορίσεις, όπως πράγματι συμβαίνει και στη ζωή. Άλλωστε ο ίδιος ο Winogrand έλεγε ότι «φωτογράφιζε για να δει πως είναι ο κόσμος φωτογραφημένος».
Φωτογραφία εξωφύλλου: Ανδρέας Σχοινάς