Γεννιέται το 1931 στο Σαντιάγο της Χιλής, μόλις 17 ετών αγοράζει την πρώτη του μηχανή
“I saved my first money…and bought my first Leica, not because I wanted to do photos, but because it was the most beautiful object that one could buy (also a typewriter)… for the first time in my life I had money to buy what I wanted.”
– Sergio Larrain, in a letter to Agnes Sire, who was the desk editor of Magnum (Paris) for 20 years.
Στα 18 του χρόνια αφήνει τη πατρίδα του και το 1949 ξεκινάει τις σπουδές του με τη μουσική όπου τις συνεχίζει μέχρι το 1953. Και παράλληλα τα σαββατοκύριακα πήγαινε σε ένα φωτογραφικό εργαστήριο για να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τη φωτογραφική τέχνη. Συνεχίζει την ακαδημαϊκή του εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και συγκεκριμένα στο Μπέκλεϊ με αντικείμενο την δασοκομία. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Michigan και ξεκινάει μία σειρά ταξιδιών στην Ευρώπη και την μέση Ανατολή. Στην Ιταλία εμπνέεται από ένα φωτογράφο στη Φλωρεντία εν ονόματι Cavalli.
“Miracles started to happen, and my photography became magic.”
Μέχρι το 1956 είχε ήδη ξεκινήσει σαν ελεύθερος επαγγελματίας φωτογράφος και εργάζεται για το βραζιλιάνικο περιοδικό o Cruzeiro. Την ίδια χρονιά το MoMA αγοράζει δύο φωτογραφίες του για τη συλλογή του.
Το 1958 αναλαμβάνει ένα οκτάμηνο ρεπορτάζ από το βρετανικό συμβούλιο για να καταγράψει τη ζωή στις βρετανικές πόλεις. Καταγράφοντας τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και τα συστήματα μεταφοράς της χώρας.
Κάτι που με το αποτέλεσμα αυτού, ένα χρόνο μετά κινεί το ενδιαφέρον του Henri Cartier-Bresson και το 1959 γίνεται συνεργαζόμενο μέλος του Magnum και το 1961 πλέον γίνεται πλήρες μέλος του.
Επιστολή του Sergio Larrain στον Henri Cartier-Bresson
Dear Henri,
Thank you for your little note. I am always happy to hear from you. Here I am, mostly writing…doing [few] photographs. I am puzzled…
I love photography as a visual art…as a painter loves painting, and [I] like to practice it in that way…work that sales [easy to sale] is an adaptation for me. It is like doing posters for a painter….at least I feel I lose my time.
Good photography is hard to do and takes much time for doing it. I [tried to adapt] myself since I entered your group in order to learn and get [published]…but I want to get serious again…there is the problem of markets…of getting published, of earning money…I am puzzled as I tell you and would like to find a way out of working in a level vital for me…I can’t adapt myself longer…so I write…So I think and meditate…waiting for a clear direction to grow in me…
Good bye, my love for you
Sergio
Επίσης το 1959 φέρνει εις πέρας μία υπερβολικά ριψοκίνδυνη αποστολή φωτογραφίζοντας το τότε αφεντικό της μαφίας Giuseppe Russo. Εφόσον κέρδισε την εμπιστοσύνη των σωματοφυλάκων του πέρασε τη Leica του ως καλλιτεχνικό του τουριστικό παιχνίδι και το αποτέλεσμα αυτών των φιλμ δημοσιεύτηκαν στις Η.Π.Α. και στο Paris Match στη Γαλλία.
“A good image is created by a state of grace. Grace expresses itself when it has been freed from conventions, free like a child in his early discovery of the reality. The game is then to organize the rectangle.” – Sergio Larrain
Μέχρι το 1961 εργάστηκε ως φωτογράφος για τον διεθνή τύπο. Και επιστρέφοντας στη πατρίδα του τη Χιλή ο ποιητής Pablo Neruda τον κάλεσε να τον φωτογραφίσει σπίτι του, όπου ήταν ξεχωριστή τιμή για τον καθένα ξεχωριστά.
“The game [of photography] is to let go, to let the adventure begin. Like a sailboat dropping sails.”
Το 1968 η επαφή του με τον Βολιβιανό γκουρού Oscar Ichazo τον κάνει να ‘’κρεμάσει’’ τη φωτογραφική του κάμερα και να ασχοληθεί με την Ανατολική κουλτούρα, το μυστικισμό, την καλλιγραφία και ζωγραφική αφιερώνοντας τον εαυτό του για τη διάδοση της γιόγκα. Με αποτέλεσμα να έχει ένα πιο απομονωμένο τρόπο ζωής αφήνοντας πίσω μία ’’ανεκμετάλλευτη’’ χρυσή φωτογραφική ματιά.
" Η Agnes Sire, για 20 χρόνια συντάκτης γραφείου του Magnum (Παρίσι), περιέγραψε την κατάληψή της σε "όχι τόσο αποφασιστική στιγμή όσο στην κατάσταση πνεύματος που ονομάζεται κατάσταση χάριτος".
Ο Larrain ήταν ένας πάρα πολύ πειραματικός φωτογράφος για την εποχή του, δοκίμαζε νέες γωνίες και λήψεις. Και φυσικά έδωσε έμπνευση με το υλικό του στον Julio Cortázar και για τον Michelangelo Antonioni που ήταν βάση για τη ταινία Blow up to 1966.
Χρησιμοποιούσε κατά βάση το κάθετο κάδρο και σε συνδυασμό όπως με τη πειραματική του ματιά έδινε ένα πραγματικά μοναδικό αποτέλεσμα, διαμορφώνοντας τη φωτογραφική του ταυτότητα. Βασικό του θέμα ήταν τα παιδιά, φωτογραφίζοντας τα σε διάφορες φάσεις τις ζωής τους. Κατά κύριο λόγο βέβαια αναδεικνύοντας τις δυσκολίες των παιδιών του δρόμου. Ένας από τους κύριους λόγους που τον έκανε να σταματήσει τη φωτογραφία κατά τα λεγόμενα της Agnès Sire (διευθυντή του Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson) ήταν γιατί ο Larrain απογοητεύτηκε από τον σκληρό κόσμο που φωτογράφιζει και αισθάνθηκε αδύναμος να βοηθήσει. Πάντα έλεγε θα υπάρχουν παιδιά εγκαταλειμμένα, η φωτογραφία δεν θα βοηθήσει να σώσει τον πλανήτη.
Η Sire προσθέτει ότι ο Larrain απέρριψε την ιδέα των ανασκοπήσεων για το μεγαλύτερο μέρος της μεταγενέστερης του ζωής, ακολούθησε τα ένστικτά του. «Ήταν μοναδικός», λέει, «ήταν πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος».
To 1999 το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης της Βαλένθιας πραγματοποίησε ιστορική αναδρομή.
Στις 7 Φεβρουαριου του 2012 πέθανε σε ηλικία 80 χρονών.