Ο Αργεντινός-Χιλιανός φωτογράφος Martín Weber (γεν. 1968) ταξίδεψε σε περισσότερες από 53 πόλεις και κωμοπόλεις στη Λατινική Αμερική μεταξύ 1992 και 2013 ζητώντας από διαφορετικούς ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων να γράψουν ένα όνειρο ή μια ευχή σε έναν μικρό πίνακα και να αφήσουν τον εαυτό τους να φωτογραφηθεί. Με αυτόν τον τρόπο, με μια φωτογραφική μηχανή, ο Martín πέρασε από την Αργεντινή, την Κούβα, το Μεξικό, το Περού, τη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, τη Βραζιλία και την Κολομβία και ήρθε σε επαφή με ιθαγενείς κοινότητες της βορειοανατολικής Βραζιλίας, ανθρώπους από τη Σέλβα Νέγκρα στη Νικαράγουα και τη Σέλβα Λακανδόνα στην Τσιάπας, καθηγητές πανεπιστημίου από το Κούσκο, οικογένειες μεσαίας τάξης στο Μπουένος Άιρες, νεαροί φοιτητές από το βόρειο Κοριέντες και παιδιά από τα σύνορα της Τιχουάνα, μεταξύ πολλών άλλων.
Έζησε από κοντά τις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές αναταραχές που συνάντησε στις χώρες αυτές.Ζήτησε από τους ντόπιους να γράψουν τις ελπίδες και τα όνειρά τους με κιμωλία και τους τράβηξε τη φωτογραφία κρατώντας τον πίνακα.
«Πήρα τον μαυροπίνακα, μίλησα με κόσμο και μαζί στήσαμε το σκηνικό. Ένας από τους σκοπούς του μαυροπίνακα είναι να επισημάνει ότι η φωτογραφία είναι κατασκευή και όχι πραγματικότητα», λέει ο Weber. Ο μαυροπίνακας, με την αναπόδραστη σχολική χροιά του, λειτουργεί σαν το νήμα που υφαίνει την αφήγηση αυτού του φωτογραφικού δοκιμίου στο οποίο αντηχούν έντονα οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις μιας Λατινικής Αμερικής γεμάτη εκκρεμότητες.
Η ιδέα του μαυροπίνακα ήρθε για πρώτη φορά στον Μαρτίν από κάποιες αναγνώσεις του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ειδικά για το «φαινόμενο της αποστασιοποίησης» του, το οποίο υποστήριζε έναν τύπο θεάτρου που παρήγαγε κάποια συναισθηματική απόσταση στον θεατή, ώστε να μπορεί να στοχάζεται κριτικά πάνω στο έργο. Ωστόσο, ο μαυροπίνακας με τα χειρόγραφα κείμενα που συνοψίζουν σε ένα μικρό χώρο λαχτάρα και φιλοδοξίες κάθε είδους, εισάγει στην εικόνα έναν διαφορετικό χρόνο: έναν προβολικό χρόνο, ένα είδος «κίνησης προς τα εμπρός» που εντείνει και, κατά κάποιο τρόπο, αντιφάσκει, το «αυτό ήταν» ως εγγενές μέσα στη φωτογραφία. Αν ο Roland Barthes έλεγε ότι δεν υπάρχει μέλλον στη φωτογραφία, αυτοί οι μικροί μαυροπίνακες γίνονται λεκτικοί, εκφραστικοί και προοπτικοί, στροβιλίζοντας το εκ γενετής παρελθόν της φωτογραφίας, το αχώριστο παρόν της φωτογραφικής στιγμής και το αδρανές μέλλον της επιθυμίας.
Ο Weber ερευνά τις ελπίδες και τα όνειρα της Λατινικής Αμερικής και τα παρουσιάζει μέσα από 110 προσεκτικά σκηνοθετημένες φωτογραφίες στο βιβλίο του “Map of Latin American Dreams”.
To 2007 ο Martín Weber φτάνει σε μια κοινότητα στο Medellín στην Κολομβία. Εκεί, ένας δάσκαλος του συστήνει τον Cristian, έναν δεκαπεντάχρονο έφηβο που πηγαίνει στο σχολείο όχι για να μάθει γράμματα, αλλά για να έχει πρόσβαση στο φαγητό.
Το σώμα του είναι γεμάτο ουλές: σημάδια από σφαίρες και μαχαιριές, φυσικά στοιχεία οδομαχιών μεταξύ δολοφόνων. Στα μάτια του μπορείς να δεις μια ζωή γεμάτη κακοτυχία, μια ύπαρξη χωρίς σπίτι ή οικογένεια.
Ο μικρός είπε στον φωτογράφο πως αν τον πετύχαινε στον δρόμο, θα του είχε κλέψει τον εξοπλισμό, και ότι αν είχε αντισταθεί, πιθανότατα θα τον είχε μαχαιρώσει…
"Το όνειρο μου είναι να πεθάνω", γράφει με κιμωλία σε έναν πίνακα και ποζάρει για ένα πορτρέτο. Μήνες αργότερα, βρήκαν το άψυχο σώμα του διάτρητο από σφαίρες, στις όχθες ενός ποταμού.
Ενώ ήταν γνωστός φωτογράφος, ο Weber αποδείχθηκε επίσης εντυπωσιακός συνομιλητής. Οι φωτογραφίες του είναι απόδειξη της υπομονής και της προσοχής που δίνει στα θέματά τοτυ. Άτομα ή οικογένειες ήταν ευπρόσδεκτα να κρατήσουν τον μαυροπίνακα συλλαβίζοντας τα όνειρά τους. Ονειρεύονταν, παρά τη βία, τη φτώχεια και τους αγώνες ζωής, ως Λατινοαμερικάνοι.
Μετά από 20 χρόνια, ο Weber αποφάσισε να εντοπίσει αυτούς τους ονειροπόλους. Ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι αναζητώντας εκείνες τις ψυχές από το παρελθόν, ζητώντας τη μαρτυρία τους. Αναμφίβολα, υπέστησαν πολλές αλλαγές, όπως και οι ελπίδες και τα όνειρά τους. Με κάθε τρόπο, μετά από είκοσι χρόνια, τα όνειρά τους θα έπρεπε να έχουν αλλάξει, σωστά; Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.
Το πορτραίτο του Κολομβιανού έφηβου είναι τυπωμένο στο εξώφυλλο αυτού του βιβλίου. Ποζάρει με τις ουλές του, κοιτάζοντας επίμονα την κάμερα. Το πυροβολημένο σώμα του βρέθηκε έξι μήνες αργότερα. Είναι ένας φόρος τιμής, ίσως. και δεύτερος τίτλος. Φαίνεται ότι τα όνειρα – να έχουμε υγεία, δουλειά, γη, εκπαίδευση, επιστροφή αγαπημένων και αγνοουμένων, να έχουμε μια αξιοπρεπή ζωή, στοργή – γραμμένα από γυναίκες, άνδρες, παιδιά και ηλικιωμένους που απεικονίζονται από τον Weber, μας κάνουν να ξυπνήσουμε και να κατανοήσουμε ότι, παρ' όλες τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ πολιτισμών και χωρών, το όνειρο της πλειοψηφίας των Λατινοαμερικανών είναι να μπορέσουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Πηγές: