Ο Paul Joyce, Βρετανός φωτογράφος, γνωστός για τα πορτραίτα του, διηγείται την ιστορία πίσω από τη φωτογραφία, που θεωρεί ο ίδιος ως την καλύτερή του, η οποία απεικονίζει τρεις μεγάλες μορφές της φωτογραφικής τέχνης.
Το 1976, εργαζόμουν στη «Photographers’ Gallery» στο Λονδίνο. Ο μεγάλος Ουγγρο-γάλλος φωτογράφος Brassaï είχε τα εγκαίνια μιας προσωπικής του έκθεσης εκεί και θα ερχόταν από το Παρίσι. Έτρεξα γρήγορα, θέλοντας να τον συναντήσω. Ο Brassaï είχε ακούσει ότι ο Ansel Adams βρισκόταν κι αυτός στο Λονδίνο έχοντας μια έκθεση στο «Victoria & Albert». Έτσι πήραμε ένα ταξί, πέρασα από το διαμέρισμά μου για να πάρω την κάμερα Gandolfi με πλάκες – μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής. Στο «V&A», πληροφορήθηκα ότι ο Bill Brandt είχε έρθει να δει την έκθεση του Ansel. Έτσι, τους έβαλα και τους τρεις σε ένα παγκάκι στον κήπο του «V&A».
Ήταν όλοι τους στο τέλος της καριέρας τους. Δεν νομίζω ότι ο Ansel έκανε κάποια αξιόλογη δουλειά στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Ο Brandt την εποχή εκείνη θεωρούσε τον εαυτό του “καλλιτέχνη” και έφτιαχνε εκείνες τις περίεργες συνθέσεις από αντικείμενα που έβρισκε σε παραλίες. Ήταν σκουπίδια, βασικά. Κάποιος έπρεπε να του είχε πει: “Κοίτα, Bill, σταμάτα να κολλάς κλωστές σε γυάλινα δοχεία.”
Οι τρεις τους δεν είχαν ποτέ βρεθεί μαζί πιο πριν. Στη φωτογραφία αυτή υπάρχει ο «υιοθετημένος» Άγγλος, Bill Brandt. Υπάρχει ο νέος κόσμος, που αντιπροσωπεύεται από τον Adams. Κι υπάρχει κι ο Brassaï στη μέση. Μόνο πολύ αργότερα σκέφτηκα ότι η λήψη αυτή μου θυμίζει τους τρεις σοφούς πιθήκους.
Δεν χρειάστηκε να τους στήσω. Απλά έκατσαν κι άρχισαν να κουβεντιάζουν. Ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Brandt ήταν λακωνικός στα λόγια του και σπάνια τον έβλεπες να κυκλοφορεί έξω. Ο Brassaï δείχνει να μην συμμετέχει στη συζήτηση, αλλά είναι αυτός με τη λάμψη στο βλέμμα του. Εάν αναλογιστείς τις φωτογραφίες που έκανε στα πορνεία του Παρισιού τη δεκαετία του ’30, θα καταλάβεις πόσο παιδιαρίζει.
Ήταν όπως το περίφημο δείπνο μεταξύ του T.S. Eliot και του Groucho Marx το 1964. Θα περίμενε κανείς να συζητούν γύρω από υπερφυσικά, φιλοσοφικά ζητήματα – και στην πραγματικότητα σχολιάζανε ότι ο καφές δεν είναι καθόλου καλός. Αλλά όσο αυτοί οι τρεις συζητούσαν, δεν με ένοιαζε καθόλου εάν το θέμα ήταν το ποδόσφαιρο ή πόσες γυναίκες είχαν χωρίσει.
Και οι τρεις τους ανταποκρίθηκαν στο γεγονός ότι ήμουν κάτω από ένα πανί με μια κάμερα Gandolfi. Ήταν ένα πολύ εντυπωσιακό μοντέλο από μαόνι και ορείχαλκο, χειροποίητο στο Λονδίνο, που είχα αγοράσει στις αρχές της δεκαετίας του '70. Έπρεπε να βρίσκεσαι κάτω από το πανί γιατί η ποσότητα φωτός που έπεφτε στην οθόνη δεν ήταν αρκετή για να μπορέσεις να δεις το είδωλο σωστά στο φως της ημέρας.
Αυτό με βοήθησε όταν φωτογράφισα και τον κωμικό Spike Milligan. Ήταν ένας πολύ οξύθυμος άντρας με τεντωμένα νεύρα, αν δεν τον ήξερες. Τότε είδε την κάμερα μου και είπε: «Ω, φανταστικό - πού με θέλεις;» Είχε συνηθίσει να βλέπει ανθρώπους με μικρές κάμερες 35 mm, να τραβάνε φωτογραφίες και εδώ ήταν κάποιος με τον πλήρη εξοπλισμό.
Η ανησυχία μου είναι πάντοτε ότι έχω μια μόνο ευκαιρία και καλύτερα να είναι καλή η λήψη. Ανησυχώ για το αν έχω τοποθετήσει την φωτογραφική πλάκα με λάθος τρόπο ή αν υπάρχει τρίχα στο φακό. Μετά το τριπλό αυτό πορτρέτο, έβγαλα μεμονωμένες φωτογραφίες και ο Ansel με ρώτησε αν χρησιμοποιούσα το σύστημά του με τις ζώνες φωτομέτρησης. Είναι ένας τρόπος ρύθμισης της έκθεσης με βάση τις συνθήκες και το φιλμ που χρησιμοποιεί κάποιος. Ο Ansel είχε γράψει πέντε τόμους για αυτό το θέμα και έπρεπε να είσαι επιστήμονας εκπαιδευμένος στην Οξφόρδη για να το καταλάβεις. Έτσι, λίγο ντροπιασμένος, του είπα: «Λοιπόν, έχω κάπως το δικό μου σύστημα». «Ω», είπε. «Πιθανώς να χρησιμοποιείς το δικό μου ασυνείδητα ούτως ή άλλως».
Πάντα επικεντρωνόμουν σε καλλιτεχνικούς τομείς για τους οποίους είχα γνώσεις και άποψη. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που θαύμαζα και οι άνθρωποι που ήθελα να φωτογραφίσω: το πορτρέτο του Samuel Beckett, τοποθετημένος ανάμεσα στους κάδους σκουπιδιών, ή η φωτογραφία που έβγαλα τον Quentin Tarantino όταν είχε γυρίσει το «Reservoir Dogs» και κανείς δεν τον γνώριζε. Πιο δύσκολα θέματα; Η μυθιστοριογράφος Jean Rhys ήταν μεθυσμένη στις 11 το πρωί. Προσπάθησα να τη φωτογραφίσω και η περούκα της έπεσε. Έτσι έπρεπε να επιστρέψω μια εβδομάδα αργότερα.
Αυτή ήταν μια εξαιρετική στιγμή με τους τρεις «γίγαντες». Νομίζω όμως ότι αυτή η φωτογραφία έχει αποκτήσει δυναμική με το πέρασμα των χρόνων. Ήταν η Susan Sontag που είπε ότι η φωτογραφία βασικά έχει να κάνει με τον θάνατο, γιατί όταν φωτογραφίζεις, αποτυπώνεις μια στιγμή «παγώνοντας» τον χρόνο, γνωρίζοντας ότι παράλληλα κινείσαι προς το τέλος.