Ο William Klein, γεννηθείς κοντά στο Harlem της Νέας Υόρκης, το 1928, είναι ένας από τους πιο ρηξικέλευθους και καινοτόμους φωτογράφους του 20ου αιώνα που έχουν ασκήσει επιρροή. Μεγαλώνοντας στην Νέα Υόρκη, κι αφού επισκέφτηκε πάρα πολλές εκθέσεις και γκαλερί στην παιδική του ηλικία, άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον για την Τέχνη. Παρόλα αυτά, στη σύντομη χρονικά στρατιωτική του θητεία ανακάλυψε τη φωτογραφία, όταν κέρδισε την πρώτη του κάμερα σε ένα παιχνίδι πόκερ. Ο Klein έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την Ευρώπη, ιδιαίτερα για το Παρίσι, όπου έζησε για λίγο προτού επιστρέψει στην Νέα Υόρκη, το 1947. Κατά την επιστροφή του, ο Klein είδε την πόλη με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και ξεκίνησε την εξερεύνηση της «νέας πόλης» μέσα από τον φακό του.
“Μετά από οκτώ χρόνια απουσίας, ο Klein επέστρεψε σε μια Νέα Υόρκη η οποία ήταν οικεία αλλά και παράξενη, ο κόσμος του McCarthy και της Marilyn,του Elvis και της υπέρβασης, της ατομικής βόμβας και των διαφημίσεων.” (Campany, 2012)
Μέσα από την εξερεύνηση της Νέας Υόρκης, και εργαζόμενος για την Vogue εκείνο το διάστημα, ανατέθηκε στον Klein να δημιουργήσει ένα βιβλίο για την πόλη. Οι γεμάτες κόκκο και αντιπαραθέσεις φωτογραφίες της μεταπολεμικής πόλης δεν ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνε η Vogue κι έτσι το project έμεινε αδημοσίευτο μέχρι που ο Klein το πήρε μαζί του στο Παρίσι και δημιούργησε το ‘Life is Good & Good for You in New York’. Φωτογραφίζοντας με μια μηχανή 35mm και με «γρήγορες» ταχύτητες διαφράγματος, ο Klein μπόρεσε να «πιάσει» την κίνηση της πόλης, δημιουργώντας μια τεράστια σειρά πολύ εσωστρεφών εικόνων, που συνδέουν την ανησυχία με την πίεση. Αυτό είναι απόλυτα ευδιάκριτο στην πιο γνωστή φωτογραφία από το βιβλίο αυτό, και μία από τις πιο διάσημες φωτογραφίες του, το ‘Gun 1, New York 1995’.
Η φωτογραφία δείχνει δύο νεαρά αγόρια στο δρόμο με δύο πολύ αντιθετικές εκφράσεις. Το αγόρι, στα αριστερά, σημαδεύει την κάμερα με ένα πιστόλι, και κυριαρχεί στο κάδρο. Η γκριμάτσα του προσώπου του φανερώνει επιθετική κι ανυπότακτη συμπεριφορά ενώ το διπλανό αγόρι, που δείχνει σχεδόν σαν άγγελος, με το χέρι αγγίζει τον φίλο του. Το ασπρόμαυρο καρέ έχει πολύ κόκκο και είναι γεμάτο αντίθεση σε βαθμό που θα μπορούσε να συγκριθεί με το έργο του Robert Frank και του Don McCullin, φωτογράφων με τους οποίους ο Klein συσχετίστηκε στην καριέρα του. Η συγκεκριμένη φωτογραφία θυμίζει τις πολεμικές φωτογραφίες του McCullin, που απεικονίζουν τις εχθροπραξίες και την βία, αλλά είναι λίγο διαφορετική.
“…πρόκειται για ψεύτικη βία, μια παρωδία. Ζήτησα από το αγόρι να στρέψει το όπλο προς εμένα και να δείξει σκληρός. Το έκανε, κι ύστερα γελάσαμε κι οι δύο. [Το βλέπω] σαν ένα διπλό αυτό-πορτραίτο. Ήμουν τόσο το παιδί του δρόμου που προσπαθούσε να δείχνει σκληρό, και την ίδια στιγμή το καλό μικρό αγόρι στα δεξιά.” (Klein, 2011)
Ήταν αυτές οι δύο όψεις που ώθησαν τον Klein να δημιουργήσει τις εικόνες που έκανε. Ήθελε να εξερευνήσει και να ανακαλύψει κάτι νέο, δεν είχε καθόλου κανόνες, ‘μια τεχνική χωρίς ταμπού’ (Harrison-Levy, 2009), μια διάθεση «ό,τι να ‘ναι». Η δουλειά του, ειδικά αυτή η φωτογραφία, δεν ήταν αυτό που περίμενε ο κόσμος να δει εκείνη την περίοδο. Ήταν δραματικά διαφορετική από την προσεκτικά σχεδιασμένη και στιλιζαρισμένη φωτογραφία μόδας, δρόμου ή διαφημίσεων.
“…Βιαστικές, ακατάστατες και εκτός αισθητικής φωτογραφίες που διοχέτευαν μια άμεση νευρικότητα σε αυτό, που τη δεκαετία του ’50, ήταν μια αρκετά αυτάρεσκη φωτογραφική παράδοση.” (Harrison-Levy, 2009)
Αυτό το στιγμιότυπο των δύο αγοριών είναι μια αναπαράσταση της πόλης, της καινούργιας Νέας Υόρκης. Είναι αυθόρμητο και δεν υπάρχει σημείο διαφυγής στο βλέμμα σου, ενώ εικόνες, μυρωδιές και ήχοι έρχονται στη θύμηση σου, κάθε ένα στοιχείο σε διαφωνία με το άλλο.
Οι υπόλοιπες εικόνες στο βιβλίο ακολουθούν το ίδιο σχέδιο. Τα σχεδόν άβολα κοντινά πλάνα, το υψηλό κοντράστ, οι χωρίς εστίαση και υπό παράξενη γωνία φωτογραφίες σε βάζουν μέσα στην αύρα της πόλης.