Είναι πραγματικά μεγάλη χαρά και τιμή να κάνεις μια χορταστική κουβέντα μ΄έναν από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης φωτογραφίας στην Ελλάδα. Όμως, ο Κώστας Ορδόλης παρά τη μακρόχρονη επιτυχημένη θητεία του στη φωτογραφία δρόμου, δεν επαναπαύθηκε σ' ένα είδος στα 40 χρόνια της καρριέρας του αλλά «ερμήνευσε» με άλλους διαφορετικούς τρόπους ό,τι κέντριζε τις αισθήσεις του και μιλούσε στην καρδιά του. Ας δούμε την πορεία του μέσα στον χρόνο όπως διεξοδικά μας τη διηγήθηκε.
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε αρχικά στη φωτογραφία, κύριε Ορδόλη;
Η φωτογραφία ξεκίνησε σαν ένα παιγνίδι, μου άρεσε η διαδικασία που τη συνόδευε. Το τύλιγμα των φιλμ, οι μηχανές, οι φακοί, τα φίλτρα, μετά η δουλειά στο σκοτεινό θάλαμο, η ανάμειξη των υγρών, όλη αυτή μαγεία της εμφάνισης της εικόνας μέσα από το κοκκινόχρωμο σκοτάδι. Αργότερα το παιγνίδι σοβάρεψε, έγινε πιο δύσκολο. Ατελείωτες φωτογραφίσεις, ταξίδια δεξιά κι αριστερά, στη προσπάθεια ανακάλυψης της προσωπικής σχέσης με το μέσον. Τους αρχικούς ενθουσιασμούς ακολουθούσαν από κοντά απογοητεύσεις. Ατελείωτες συζητήσεις και ξενύχτια στο σπίτι του Σύλλα Ζήλια, στη Νέα Σμύρνη, ακούγοντας προκλασική μουσική και αγκομαχώντας πάνω στον Robert Frank και στον Garry Winograd, ο ύπνος τα βράδια δύσκολος και πάντα γεμάτος με εικόνες. Ο Πλάτων Ριβέλης βοήθησε πολύ εκείνη την εποχή, αλλά με μπέρδεψε κιόλας. Ακολούθησε η γνωριμία με τον Νίκο Οικονομόπουλο, πριν μπει στο MAGNUM. Ήταν ένα οπτικό σοκ και ένα ακόμη μπέρδεμα. Ταξιδεύαμε με τον Ηλία Μπουργιώτη σε πανηγύρια σε όλη την Ελλάδα, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, απλά για να δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας. Θυμάμαι για δύο χρόνια ακολουθούσα έναν επαγγελματία φωτογράφο γάμων για να διαπιστώσω τι προσωπική φωτογραφία μπορεί να κάνει κανείς ακολουθώντας τις γαμήλιες τελετές. Μετά από κάποια χρόνια σκληρής δουλειάς και δεκάδων χιλιομέτρων φιλμ άρχισε να συγκροτείται σιγά-σιγά κάτι πιο προσωπικό.
Περιγράφετε μια εποχή, θεωρείτε ότι τα πράγματα που σχετίζονται με τη φωτογραφία έχουν αλλάξει δραματικά σήμερα;
Παλαιότερα τα ερωτήματα που ανέφερα πιο πάνω, για παράδειγμα τι είναι φωτογραφία και ποια είναι η σχέση του καθενός μας με αυτήν, ήταν διατυπωμένα με σαφήνεια και είχαν οριοθετημένους προσδιορισμούς, σήμερα όμως η φύση και η έννοια της έχει πολλαπλές και αμφίσημες ερμηνείες. Και αυτό είναι το σαγηνευτικό με τη φωτογραφία, το πόσο απροσδόκητη μπορεί να γίνει. Θεωρώ ότι θα ήταν απίστευτα βαρετό να βλέπουμε, εμείς οι παλαιότεροι φωτογράφοι, τους νέους να ακολουθούν τη δική μας φωτογραφική πορεία. Προσωπικά θα ένοιωθα ηλικιακά πιο γερασμένος. Νοιώθω ότι η απροσδιοριστία, εννοιολογικά και αισθητικά, της φωτογραφικής φόρμας έτσι όπως διατυπώνεται σήμερα, δημιουργεί μια πρόκληση και μια αναστάτωση, ανανεώνει τα κύτταρα μου.
Η φωτογραφία δρόμου, πανέμορφο αλλά και δύσκολο είδος, αφορά ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς σας. Γιατί σας απασχόλησε ιδιαίτερα και που θεωρείτε ότι έγκειται η γοητεία τη; Στο φευγαλέο; Στο αυθόρμητο; Στο παρακινδυνευμένο;
Πιστεύω ότι η φωτογραφία δρόμου είναι το κλειδί για να ανοίξεις όλες τις πόρτες που μπορεί να οδηγήσουν σε κάθε τύπου εκφραστικής προσέγγισης. Η στιγμιαία αντίδραση που απαιτεί η φωτογραφία δρόμου σημαίνει ότι όλοι οι προβληματισμοί πάνω στο τι φωτογραφίζω και με ποιο τρόπο, όλα αυτά που συνιστούν δηλαδή τη φόρμα, πρέπει να έχουν σαφώς και με ιδιαίτερη λεπτομέρεια απαντηθεί πριν τη φωτογραφική διαδικασία. Βέβαια και εδώ πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι απαντήσεις που θα πάρει ο κάθε φωτογράφος εξαρτώνται από το περιεχόμενο και τη δυσκολία των προβληματισμών που αυτός θέτει.
Μέσα από τη μακρόχρονη θητεία σας σαν φωτογράφος της θεατρικής τέχνης και ατμόσφαιρας, τι αποκομίσατε;
Όταν άρχισα να φωτογραφίζω θέατρο εφήρμοσα όσα είχα δοκιμάσει δουλεύοντας τόσα χρόνια στο δρόμο. Δηλαδή μόνον ευρυγώνιοι φακοί, από κοντά λήψεις αλλά με πλούσια βάθη πεδίου, ακολουθώντας πάντα την εξέλιξη της πρόβας και τη δράση της θεατρικής διαδικασίας, μέσα όμως από τις εμπεδωμένες δικές μου φωτογραφικές φόρμες. Την εποχή, που άρχισα να φωτογραφίζω θέατρο, γύρω στο 1991, αυτός ο τρόπος φωτογράφισης έκανε εντύπωση, δημιούργησε μια νέα αντίληψη στα μέχρι τότε δεδομένα που απαιτούσαν όλα τα πλάνα των ηθοποιών να είναι στημένα, τα σώματα τους να είναι ισομεγέθη στο κάδρο και τα πρόσωπα απαστράπτοντα. Η ζωντανή φωτογράφιση κατοχύρωνε στον φωτογράφο ως μέρος της θεατρικής διαδικασίας και με αυτόν τον τρόπο και αυτός ως μέρος της ομάδας των θεατρικών συντελεστών διαμόρφωνε τις συνθήκες εκείνες για την ανάδειξη της ατμόσφαιρας του έργου και της άποψης του σκηνοθέτη. Αυτός ο τρόπος φωτογράφισης κατέκτησε πολύ σύντομα το τότε σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο.
Στο βιβλίο σας, που εκδόθηκε από την ΑΓΡΑ και είχε τίτλο ‘’Μορφές και Σκιές από το Θέατρο‘’ δεν μπορεί να αναγνωρίσει κανείς ούτε παραστάσεις, ούτε ηθοποιούς. Πού μπορεί να στοχεύει μια τέτοια έκδοση;
Σε όλες σχεδόν τις πρόβες που φωτογράφιζα αφού κάλυπτα τις ανάγκες προβολής του συγκεκριμένου έργου (φωτογραφίες για τις προθήκες και για δελτία τύπου ), έψαχνα να ανακαλύψω αυτές τις στιγμές που για μένα είχαν φωτογραφική σημασία, και οι οποίες δεν ανήκαν στην αναπαράσταση της διαδικασίας ανεβάσματος ενός έργου. Το στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου ήταν το πώς μπορώ να χρησιμοποιήσω το θέατρο σαν μια πλατφόρμα νέας εκφραστικής αναζήτησης. Πως θα μπορούσα να δημιουργήσω ένα σώμα δουλειάς που να παρουσιάζει το ‘’Θέατρο χωρίς Θέατρο’’, το τι σημαίνει δηλαδή η το τι μπορεί να σημαίνει η θεατρική φωτογραφία που δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας παράστασης. Όπως είχε γράψει παλαιότερα η επιμελήτρια Νίνα Κασσιανού, ‘’ αυτή η δουλειά συνιστά μία άχρηστη Θεατρική Φωτογραφία από εμπορική και ιστορική άποψη ‘’.
Τώρα πια που η μετά-την-λήψη-επεξεργασία είναι δεδομένη, επιβεβλημένη αλλά και παντοδύναμη, υπάρχει θεωρείτε τάση για «βιαστικές» λήψεις με το σκεπτικό ότι το ψηφιακό editing θα σώσει στο τέλος τη φωτογραφία;
Προσωπικά φωτογραφίζω με μία μικρή FUJI με τον ίδιο τρόπο που φωτογράφιζα με την LEICA και το Α/Μ φιλμ. Δεν κοιτώ ποτέ την ψηφιακή οθόνη για να δω τι έχω τραβήξει και την ίδια στιγμή οι λήψεις μου είναι πολύ μετρημένες, έτσι όπως θα έκανα εάν υπήρχε κόστος για κάθε μία από αυτές. Και νοιώθω άβολα κοντά σε φωτογράφους που δουλεύουν σαν μηχανάκια τραβώντας δεκάδες λήψεις σε ένα θέμα. Θεωρώ ότι έτσι χάνεις την αυτοσυγκέντρωση σου. Με ρωτάτε εάν είμαι υπέρ της επεξεργασίας μιας φωτογραφίας η εμμένω στην παλιά προσέγγιση του H.C. Bresson που έλεγε ότι όλα σταματούν τη στιγμή της λήψης. Δεν συμμερίζομαι την τελευταία άποψη και την θεωρώ ότι ανήκει σε μιαν άλλη εποχή. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι το πώς δείχνει μια φωτογραφία όταν εκτίθεται και το πως αυτή μαζί με κάποιες άλλες μπορούν να συγκροτήσουν ένα σώμα δουλειάς που να εκφράζει κάτι υφολογικά συνεπές που έχει κάτι να διακηρύξει. Η τεχνική που έχουν παραχθεί οι φωτογραφίες με ενδιαφέρει μόνον στο σημείο εκείνο που θα ήθελα να την κάνω μέρος της δουλειάς μου. Θεωρώ, μια που μιλάμε για την ευκολία της επεξεργασίας, ότι οι κακές η οι μέτριες λήψεις δεν σώνονται και δεν αναδεικνύονται με όποια τεχνική επεξεργασίας και εάν χρησιμοποιήσει κανείς. Επίσης, πιστεύω ότι όταν κάποιος ξέρει τι απαιτεί μία φωτογραφία για να βελτιωθεί δεν κάνει συνήθως βιαστικές και μετρίου αποτελέσματος λήψεις.
Πιστεύετε ότι η φωτογραφία δρόμου αξιολογείται μέσα από τη δύναμη του μηνύματος που περνάει άσχετα εάν αυτό καλύπτεται και αισθητικά;
Αυτό που αισθάνομαι είναι ότι το κοινωνικό μήνυμα από μόνο του δεν έχει αξία εάν δεν ακολουθείται από μια πολύ ξεκάθαρη φωτογραφική γλώσσα που να το παρουσιάζει. Η εικόνα έχει τα χαρακτηριστικά ενός κειμένου . Όπως υπάρχει λεκτική και γραπτή αλφαβήτα υπάρχει και αντίστοιχη φωτογραφική, κοινή σε όλους τους φωτογράφους, το θέμα που εγείρεται είναι πως την χρησιμοποιεί ο καθένας για να συνθέσει το σχόλιο η το μήνυμα που θέλει να στείλει για αυτό που βιώνει. Υπάρχουν φωτογραφίες που αναπαράγονται όπως τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων η όπως οι αρχικοί τίτλοι των δελτίων ειδήσεων που αντέχουν για λίγες ώρες και υπάρχουν φωτογραφίες όπως και κείμενα που έχουν μείνει στην ιστορία και έχουν αλλάξει τον κόσμο.
Ποια είναι οι χρήσιμες συμβουλές που έχετε πάρει που νομίζετε ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη στη φωτογραφική πορεία σας;
Ανάμεσα στα πολύ καλά θέατρα που έχω συνεργαστεί είχα την ευτυχία, τα τελευταία 25 χρόνια, να καλύπτω τις παραστάσεις του Θεάτρου Οδού Κυκλάδων, του Λευτέρη Βογιατζή. Θεωρώ ότι ο Λευτέρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής μας. Ο τρόπος που αντιμετώπιζε ένα έργο, ο ανατρεπτικός τρόπος που δούλευε με τους ηθοποιούς, το βάθος της αναζήτησης της καλλιτεχνικής αξίας σε κάθε λεπτομέρεια και σε κάθε σημείο της συγκρότησης μιας παράστασης μου άλλαξε τον τρόπο που είχα μάθει να βλέπω τα πράγματα. Για αυτόν οι ανατροπές τόσο στο θέατρο όσο και στη ζωή του ήταν απόλυτα αναγκαίες . Για παράδειγμα έλεγε στους ηθοποιούς του ‘’ όταν νιώθετε ότι έχετε κατακτήσει κάτι πρέπει να το γκρεμίζετε και να αρχίζετε πάλι από την αρχή σαν να μην το έχετε γνωρίσει ποτέ ’’. Μετά το βιβλίο μου "ΑΘΗΝΑΙΟΙ " που εκδόθηκε από τον Καστανιώτη το 2000, ένιωσα ότι η ανθρωποκεντρική φωτογραφία δρόμου για μένα έχει τελειώσει. Είχα την ανάγκη να δοκιμάσω καινούργιες φόρμες, διαφορετικούς τρόπους να βλέπω τα πράγματα. Η δουλειά μου "Αττική Αγγελικό και Μαύρο Φως" ήταν το ξεκίνημα της απαγκίστρωσης από αυτού του είδους τη φωτογραφία και μετά ήρθε βέβαια και το "Μορφές και Σκιές από το Θέατρο". Δύο Επιμελητές φωτογραφίας με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ, ο Ισπανός Alejandro Castellote και ο Ιταλός Elio Grazioli. Πιστεύω ότι σημαντικότερη βοήθεια πάνω στη δουλειά του μπορεί να πάρει κανείς από κάποιον επιμελητή από ότι από κάποιο φωτογράφο. Οι φωτογράφοι βλέπουν τον κόσμο μέσα από τη δική τους γωνία θέασης, που είναι σχετικά περιορισμένη, οι επιμελητές έχουν μια πιο γενικευμένη εικόνα του τι έχει συμβεί και του τι συμβαίνει σήμερα και κρίνουν μια δουλειά σύμφωνα με ευρύτερα και πιο εμπλουτισμένα standards.
Ποιες θεωρείτε «αρετές» για ένα καλό φωτογράφο;
Ειλικρινά δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να συγκροτήσω, μέσα από την εμπειρία μου, μια εξίσωση η μια χημική ένωση που να οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα φωτογραφικής ποιότητας. Παλαιότερα υπήρχε η αντίληψη στην Ελλάδα ότι η γενικότερη καλλιέργεια μέσα από ευρεία μόρφωση είναι απαραίτητη για την δημιουργία. Λίγο αργότερα αναπτύχθηκε η τάση ότι για να κάνεις καλή φωτογραφία πρέπει να 'βουτήξεις τα χέρια σου στη λάσπη'. Αυτοί οι δογματισμοί έχουν αποδειχτεί ότι ήταν κάποτε και είναι ακόμη σήμερα «out of focus» γιατί στη πολύχρονη φωτογραφική παραγωγή έχουν αποκαλυφθεί πολύ καλοί φωτογράφοι που δεν ικανοποιούν και δεν ακολουθούν κανένα υποτιθέμενο ‘’Χάρτη Υποχρεώσεων’’.
Από ποιον φωτογράφο επηρεαστήκατε; Ποιον φωτογράφο θαυμάζετε και θα θέλατε να δείτε επί το έργον;
Θα σας απαντήσω τολμηρά αλλά και βαθειά ειλικρινά: δεν έχω επηρεαστεί από κανέναν ολοκληρωτικά. Και δεν θα ήθελα να συναντήσω κανένα από αυτούς γιατί δεν ξέρω εάν θα με ενδιέφερε η παρέα τους. Και ακόμη περισσότερο δεν θα με ενδιέφερε να τους παρακολουθήσω επί το έργον. Παράλληλα δεν πιστεύω στα workshops που παρέχονται από φωτογράφους. Το έργο τους μου είναι αρκετό δεν θα ήθελα να ακούσω για τον τρόπο που δουλεύουν. Από φωτογραφίες διαφόρων φωτογράφων δεξιά και αριστερά σαφώς και έχω επηρεαστεί . Αλλά οι επηρεασμοί είναι σαν ένα τεράστιο σύννεφο από βέλη που δεν ξέρεις πιο από αυτά θα σε χτυπήσει και θα καθορίσει τη ζωή σου ολοκληρωτικά. Κουβαλάω πάντα μέσα μου βέβαια δύο φωτογραφίες του Garry Winogrand, αυτή από το εξώφυλλο του ‘’Fragments of a real life ‘’ με το μωρό μπροστά στο άδειο γκαράζ, που μοιάζει χαώδες και μετά η άλλη με τη μητέρα που σέρνει τα παιδιά της κάπου στη Μινεάπολη, σε τόνους του άσπρου και του γκρί, μπροστά σε ένα ολόμαυρο background που είναι σαν να τους ρουφάει , σαν να μην έχουν επαφή και σχέση με τίποτα άλλο. Δεν έχω καμία σύνδεση με την τάξη και την ισορροπία στο κάδρο του Bresson και αυτό που με έχει εντυπωσιάσει από τον γνωστό Robert Frank είναι οι πειραματισμοί του, μετά τους Americans, στους οποίους προχώρησε δοκιμάζοντας και αλλοιώνοντας φωτογραφικά υλικά. Θεωρώ ότι είναι αριστουργηματικές εικόνες και έχουν επηρεάσει κατά πολύ τη σύγχρονη φωτογραφία. Νοιώθω ότι συγγενείς μου στη φωτογραφία δεν είναι αυτοί που αναγκαστικά έχω συνδεθεί, στη ζωή μου μαζί τους, αλλά αυτοί που έχω συναντήσει όλως τυχαία, στην ωρίμανσή μου και έχω αναπτύξει μία επικοινωνία μαζί τους και για αυτό εάν θέλετε νοιώθω ότι μπορώ να τους δώσω ρόλους που ανήκουν στη φωτογραφική μου οικογένεια.
Ταξιδεύοντας και συγκρίνοντας δουλειές, πώς βλέπετε το φωτογραφικό μέλλον της Ελλάδας; Είναι το δυναμικό της σε καλά επίπεδα;
Θεωρώ ότι υπάρχει ένα φωτογραφικό boom στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια. Έχουν δημιουργηθεί πολλοί νέοι χώροι αφιερωμένοι στη φωτογραφία και οι Έλληνες φωτογράφοι έχουν ανοιχτεί περισσότερο σε διεθνείς προκλήσεις. Το κλειστό μοναστηριακό περιβάλλον που επικρατούσε και καθόριζε τη φωτογραφία στην Ελλάδα ακόμη και πριν 10 χρόνια έχει χάσει σημαντικό μέρος της δύναμης επηρεασμού που ασκούσε. Βέβαια όλα εναπόκεινται στην ιδιωτική πρωτοβουλία γιατί για το κράτος η φωτογραφία είναι κάτι ακατανόητο και περιττό. Ακόμη και το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, το μόνο αφιερωμένο στη φωτογραφία, πάρα το τόσο σημαντικό έργο που είχε επιτελέσει για πολλά χρόνια, σήμερα οδηγείται σε αδράνεια. Αυτό κι αν είναι πισωγύρισμα. Σε όλο τον κόσμο ανοίγουν Μουσεία Φωτογραφίας εδώ ένα είχαμε και το κλείνουμε.
Επειδή μιλήσατε πιο πάνω για ανατροπές και στον τρόπο που βλέπετε και φωτογραφίζετε τα πράγματα σήμερα, ετοιμάζετε κάτι που μπορεί να ενισχύσει τη θέση σας αυτή;
Η τελευταία μου έκδοση με τίτλο ‘’Through the Black Mirror ‘’ που την τύπωσα εγώ ο ίδιος σε 25 μόνο αντίτυπα συνιστά ίσως την πιο αφαιρετική δουλειά μου. Είναι υλικό από τα ταξίδια μου σε διάφορα μέρη του κόσμου το οποίο σε μία αρχική προσέγγιση, σκόρπιο όπως ήταν, έμοιαζε ασύνδετο, αλλά όταν μπήκε σε μια σειρά παρουσίασε ένα συμπαγές πάζλ που με ενδιέφερε να αποτελέσει μία έκδοση. Αισθάνθηκα ότι μίλαγε για ένα κομμάτι του εαυτού μου, την πιο σκοτεινό θα έλεγα, που συντίθεται από προσωπικές μνήμες που δεν ήταν τόσο ευχάριστες, φοβίες και εικόνες γεμάτες σκοτεινά ερωτήματα και αδιέξοδες ανησυχίες. Όλα αυτά δηλαδή που με ταλαιπωρούν με συνεχή και επαναλαμβανόμενη συνέπεια. Είμαι ευτυχής για πα αυτό το εγχείρημα γιατί η έκδοση κοντεύει να εξαντληθεί και το κυριότερο είναι ότι αυτά τα αντίτυπα πάνε σε χέρια κάποιων που μπορούν να εκτιμήσουν την απόκτηση τους. Η επόμενη δουλειά μου που αυτή τη φορά θα είναι έγχρωμη είναι και αυτή έτοιμη για έκδοση και μάλλον θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως και η προηγούμενη. Συγκροτεί μία εικόνα της σημερινής κατάστασης της τελευταίας 5ετίας στην Ελλάδα μέσα από αφίσες που ήταν αναρτημένες κύρια στους τοίχους των Εξαρχείων και του Κέντρου της Αθήνας. Μετά μάλλον θα στραφώ στην επιλογή έργου από το παλαιό μου Αρχείο το οποίο είναι ογκωδέστατο. Αριθμεί περισσότερο από 250.000 αρνητικά.
O Κώστας Ορδόλης μπροστά από τα έργα του στην ΔΛ Gallery της πρόσφατης ομαδικής έκθεσης με τίτλο «Re-thinking Environment»
Ο Κώστας Ορδόλης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1954. Ασχολείται με τη φωτογραφία περισσότερο από 30 χρόνια. Η πορεία του καθορίζεται, τα πρώτα εικοσιπέντε χρόνια, από δύο κατευθύνσεις, τη φωτογραφία δρόμου και τη φωτογραφία από το θέατρο. Την περίοδο 1990-2000 συνεργάστηκε με περιοδικά της εποχής καθώς και με τις πιο ποιοτικές θεατρικές σκηνές της Αθήνας.
Η δουλειά του έχει εκτεθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η φωτογραφία του από το θέατρο εκτιμάται ιδιαίτερα στην Ιταλία όπου έχει φιλοξενηθεί σε πολλά φωτογραφικά φεστιβάλ. Έχουν εκδοθεί περισσότερες από επτά μονογραφίες του και φωτογραφίες του υπάρχουν σε πολλά προγράμματα θεατρικών σκηνών και θεατρικών φεστιβάλ.
Σημαντικοί σταθμοί στη φωτογραφική του πορεία είναι: έκθεση φωτογραφίας «Αττική – Αγγελικό και Μαύρο Φώς», όταν το 2000 το Μουσείο Μπενάκη, στην Κουμπάρη στο Κολωνάκι, ακολούθησαν «Οι Αθηναίοι», εκδόσεις Καστανιώτης» (2001), «Εκεί που δεν φτάνει το μάτι του θεατή», έκδοση-παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών (2003), «Το Αιγαίο», ομαδική έκθεση με έντεκα Έλληνες φωτογράφους, την οποία επιμελήθηκε ο ίδιος.
Το 2009 μεγάλη του έκθεση για το θέατρο φιλοξενήθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, με ταυτόχρονη παρουσίαση του βιβλίου του «Μορφές & Σκιές από το Θέατρο» που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Άγρα. Στη συνέχεια η ίδια έκθεση έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
https://www.ifocus.gr/magazine/fotografika-portfolios-synenteykseis/2196-kostas-ordolis-kataktoyme-gkremizoyme-ksanarxizoume#sigProId91d76b27e9