Μ' έναν παλιό και έμπειρο φωτογράφο μια που φωτογραφίζει ασταμάτητα 30 χρόνια τώρα αλλά κι έναν μεγάλο λάτρη της Τέχνης γενικότερα, θα κουβεντιάσουμε σήμερα. Ο τίτλος ενός πρόσφατου workshop που έκανε στο εξωτερικό, “Shooting from the heart” μ' έκανε να θέλω να μάθω τι ακριβώς εννοεί και πως βλέπει τη ζωή μέσα απ' τη μηχανή του. Γιατί ο Παναγιώτης Κασίμης, με την πολυδιάστατη παιδεία, υποστηρίζει ότι η Τέχνη έχει να κάνει πάνω απ' όλα με τον 'Ανθρωπο και την ανθρώπινη κατάσταση ακόμα κι αν στο έργο δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπου.
Γιατί φωτογραφίζουμε τόσο πολύ, κύριε Κασίμη; Πέρα απ' την ξεκάθαρη κατηγορία που λέγεται εφαρμοσμένη φωτογραφία, τι είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να κολλάει όλο και περισσότερο μ' αυτή την ιστορία; Η ευκολία του μέσου που, στην πιο απλή μορφή του, υπάρχει πλέον σε κάθε χέρι ενσωματωμένο σ ένα κινητό τηλέφωνο, η τεράστια ανάγκη έκφρασης που χαρακτηρίζει την εποχή μας ή μήπως η αποτύπωση μιας προσωπικής ταυτότητας (αληθινής ή μη) και εν συνεχεία η κοινοποίησή της που δηλώνει «υπάρχω κι εγώ, εδώ»;
Πιστεύω πως είναι μια ερώτηση την οποία, ο κάθε σοβαρά ασχολούμενος πρέπει να απαντήσει στον και για τον εαυτό του. Και, μάλλον θα έπρεπε να είναι η πρώτη ερώτηση που καλείται να απαντήσει κάθε φωτογράφος. Αλλά συνήθως είναι η τελευταία που τον απασχολεί, αν τον απασχολήσει ποτέ.
Τώρα, αν με ρωτούσατε γιατί φωτογραφίζω εγώ, θα σας απαντούσα με μια πρόταση. Όμως, με ρωτάτε γιατί σήμερα φωτογραφίζουν όλοι, και μάλιστα τόσο πολύ, και φοβάμαι πως μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Ίσως το φαινόμενο να οφείλεται στην υπερβολική διάδοση της φωτογραφίας και, στην επίσης υπερβολική, ευκολία της. Όμως, ας μην ξεχνάμε πως η φωτογραφία ήταν πάντα εύκολη, από άποψης τεχνικής, και διαθέσιμη σε όλους. Ίσως να είναι το δημοκρατικότερο μέσο. Εννοώ πως, από ανακαλύψεως της, οποιοσδήποτε είχε τα χρήματα να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και τον χρόνο να διαβάσει τις οδηγίες χρήσης, μπορούσε να βγάλει φωτογραφίες αμέσως, χωρίς κόπο ή ιδιαίτερες σπουδές. Και όσο εξελισσόταν η τεχνολογία, τόσο ευκολότερο γινόταν, τόσο περισσότερος κόσμος ασχολείτο. Οπότε, με την τεχνολογία που έχουμε σήμερα, δεν νομίζω πως θα έπρεπε να μας εκπλήσσει η "έκρηξη της δημοφιλίας" της και ο συνεχής καταιγισμός εικόνων, που δεχόμαστε.
Περί "ανάγκης έκφρασης", "αποτύπωσης ταυτότητας", και άλλων υπαρξιακών αφορμών ή προφάσεων, νομίζω πως περισσότερο ειδικοί να απαντήσουν μάλλον θα ήταν ένας ψυχολόγος, ένας κοινωνιολόγος ή ένας ανθρωπολόγος. Εκφράσεις παρόμοιες με τις παραπάνω, πιθανόν να έχουν να κάνουν με την επιθυμία ενασχόλησης (και) με την τέχνη. Κι επειδή, κατά πολλούς, ο όρος "τέχνη" είναι λίγο αόριστος και υποκειμενικός, είναι εύκολο να χρησιμοποιεί κανείς εκφράσεις σαν τις παραπάνω για να δικαιολογήσει οτιδήποτε κάνει. Άλλωστε, αρεσκόμεθα σε τέτοιες εκφράσεις. Όμως, η φωτογραφία ως μέσο είναι κάτι εντελώς νέο και διαφορετικό, και βρίσκεται πέρα και πάνω από τα όρια της τέχνης, όπως τα γνωρίζαμε τον τελευταίο αιώνα. Θα πρέπει να καταλάβουμε πως πρόκειται για μια διαδικασία που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν πιο πριν. Κατά τη γνώμη μου, είναι λίγο αφελές και άδικο, να περιορίζουμε τη φωτογραφία στα όρια των παλαιότερων μορφών τέχνης. Ένα απλό, αλλά σημαντικό παράδειγμα μας δίνει ο Atget, με τη θέση του όσον αφορούσε στη δημοσίευση φωτογραφιών του, μετά από παρότρυνση του Man Ray, στο περιοδικό των σουρεαλιστών της εποχής. Αρνήθηκε να εκτυπωθεί το όνομά του κάτω από τις φωτογραφίες, υποστηρίζοντας πως δεν είναι έργα τέχνης για να χρειάζονται υπογραφή.
Ίσως, τελικά, στις μέρες μας να επιβεβαιώνεται η Susan Sontag που, παραφράζοντας τον Mallarme, έγραφε πως
"σήμερα τα πάντα υπάρχουν για να καταλήξουν σε μια φωτογραφία".
Μια που αναφέραμε το μέσο, μπορεί να είναι/θεωρηθεί φωτογράφος και ο κάτοχος μιας πολύ απλής μηχανής; Με λίγα λόγια, ο εξοπλισμός παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας ενδιαφέρουσας οπτικά εικόνας; 'Η μήπως, πέφτει αλλού το βάρος;
Ο εξοπλισμός σίγουρα βοηθάει, αλλά δεν κάνει τη φωτογραφία. Είναι απλώς ένα εργαλείο και τίποτα άλλο. Και, σαφώς δεν ορίζει τον δημιουργό. Τον κάνει φωτογράφο, όσο και η κατοχή ενός πιάνου, κάνει τον κάτοχο, μουσικό.
Οπτικά ενδιαφέρουσες εικόνες μπορούν να δημιουργηθούν, (και έχουν δημιουργηθεί στην ιστορία της φωτογραφίας), με όλων των ειδών τις μηχανές. Αλλά, το να περιμένει κανείς να βελτιώσει τη φωτογραφία του αγοράζοντας το τελευταίο μοντέλο ή τη μηχανή που χρησιμοποιεί (ή χρησιμοποιούσε) ο φωτογράφος που θαυμάζει, είναι άτοπο. Είναι σαν να λέει ένας συγγραφέας πως θα γράψει καλύτερο μυθιστόρημα αν αγοράσει καλύτερη πένα.
Η φωτογραφία είναι οπτική τέχνη, και το βασικό εργαλείο της είναι το μάτι (και ο φακός ως προέκτασή του, κατά περιπτώσεις). Σε πρώτο επίπεδο, αυτό σημαίνει πως η τελική εικόνα θα είναι, σε ένα μεγάλο βαθμό, η αντιπροσώπευση του βλέμματος του φωτογράφου. Άρα, ο ίδιος ο φωτογράφος θα πρέπει, εν πρώτοις, να αντιληφθεί πως το να βλέπει είναι πράξη. Πως δεν πρόκειται για μια παθητική διαδικασία απλής αποτύπωσης, αλλά για μια ενέργεια που ο ίδιος εξασκεί. Το βλέμμα είναι ενέργεια! Από τη φύση της η φωτογραφία έχει να κάνει με το "απόλυτο τώρα", με τον νεκρό χρόνο, τη στιγμή που μόλις έφυγε, το αιωνίως εφήμερο. Ένας από τους στόχους του φωτογράφου-δημιουργού, είναι να ανάγει αυτό το εφήμερο στη σφαίρα του διαχρονικού. Και, φυσικά, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη βοήθεια του εξοπλισμού του, και μόνον.
Αυτό λοιπόν το «δημοκρατικό μέσο έκφρασης» μαζί με πολλές ώρες παρατήρησης, μελέτης και αποτελεσματικής ενασχόλησης, μας οδηγεί τελικά στο να παράξουμε ένα σώμα δουλειάς. Το οποίο και συνήθως παραδίδουμε στην κρίση των άλλων. Ποιοι κατά τη γνώμη σας πρέπει να είναι αυτοί οι άλλοι; Εκείνοι με το κοινό κριτήριο και την «αγνή» ματιά του απαίδευτου φωτογραφικά ανθρώπου ή αυτοί που έχουν εξασκηθεί για χρόνια βλέποντας φωτογραφίες, διδάσκοντας σε τάξεις, επιμελούμενοι εκθέσεις, κλπ. Ξέρουμε πως στη δεύτερη περίπτωση, η φωτογραφία θα αποδομηθεί και θα σου επιστραφεί τεμαχισμένη , ίσως με εγκωμιαστικό σχόλιο, ίσως και πλήρως απαξιωμένη και συχνά, ας το πούμε κι αυτό, χωρίς η αρνητική κριτική να τεκμηριώνεται επαρκώς. Ποια είναι η γνώμη σας;
Η κριτική της φωτογραφίας συνήθως εξαρτάται από το επίπεδο του φωτογράφου. Αν μιλάμε για ένα "μαθητικό" επίπεδο και σώμα δουλειάς, τότε ο κατάλληλος κριτής μάλλον είναι ο δάσκαλος. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει μια σχέση εμπιστοσύνης. Η κριτική της φωτογραφίας βασίζεται σ' αυτή την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μαθητής εμπιστεύεται τον δάσκαλο, και ο δάσκαλος προσπαθεί να διευκολύνει τον μαθητή στη φωτογραφική του πορεία, δείχνοντάς του δρόμους, χωρίς όμως να του υποδεικνύει ποιόν να ακολουθήσει ή πώς να τον "περπατήσει". Η κριτική μέθοδος που θα ακολουθήσει ο δάσκαλος συνήθως είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εμπειρίες του και τη δική του σχέση με τη φωτογραφία, (σχέση που θεωρώ πως πρέπει να υφίσταται σε φυσικό και πρακτικό επίπεδο, κι όχι, απλώς και μόνον, σε θεωρητικό), και να βασίζεται στην προσωπικότητα και το επίπεδο του μαθητή. Με δυο λόγια, ο δάσκαλος θα πρέπει να ξέρει για τι πράγμα μιλάει, και να το μεταφέρει με σαφή, απλό, κατανοητό, αλλά ουσιαστικό, λόγο. Είτε η κριτική του είναι θετική είτε είναι αρνητική.
Όταν μιλάτε για "τεμαχισμένη" φωτογραφία, υποθέτω πως αναφέρεστε στην γνωστή προσέγγιση "θέμα-φόρμα-περιεχόμενο". Η μέθοδος αυτή είναι μεν "ασφαλής" για τον δάσκαλο μιας και του παρέχει ένα είδος "μπούσουλα", με τον οποίο να προσεγγίζει όλες τις φωτογραφίες όλων των μαθητών του, και ίσως να είναι θεμιτή, αν μιλάμε για κάποιον που κάνει τα πρώτα του βήματα. Γρήγορα, όμως, θα αφήσει τον έξυπνο μαθητή ανικανοποίητο και με αναπάντητα ερωτήματα, ενώ θα δώσει στον πιο μέτριο την ψευδαίσθηση πως γνωρίζει ή καταλαβαίνει. Και αυτή η μέθοδος, συνήθως διανθίζεται με λέξεις όπως "πνευματικότητα", "αφαιρετικότητα", "υπερβατικότητα" κλπ, οι οποίες συμβάλλουν περισσότερο στη σύγχυση.
Φεύγοντας από το μαθητικό επίπεδο, πιστεύω ακράδαντα πως ο ίδιος ο φωτογράφος οφείλει να είναι ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού του. Αυτό σημαίνει πως, θα πρέπει ο ίδιος να γνωρίζει, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια, τι θέλει να κάνει, να δείξει ή να επιτύχει φωτογραφίζοντας. Κάτι που μαθαίνεται είτε με τον χρόνο είτε με τη βοήθεια ενός δασκάλου. Και φυσικά χρειάζεται να είναι ειλικρινής. Από κει και πέρα, τη φωτογραφία του θα την δουν, ενδεχομένως, κι άλλοι άνθρωποι, οι όποιοι θα πρέπει να νοιώσουν, να αντιληφθούν, πως αυτό που βλέπουν τους αφορά. Φυσικά, αυτό δεν συμβαίνει πάντα, και με όλους τους θεατές της φωτογραφίας. Αλλά, όταν συμβεί και με όσους συμβεί, εκεί αρχίζει ο διάλογος του φωτογράφου με τον θεατή. Σ' αυτή την περίπτωση, ίσως ο καλύτερος βοηθός στην κριτική, να είναι άνθρωποι που αγαπάς, που σέβεσαι και εμπιστεύεσαι, κι ας μην έχουν καμμία σχέση με τη φωτογραφία.
Το mentoring ως μια συμβουλευτική διαδικασία και μια σχέση εμπιστοσύνης έχει κατά τη γνώμη σας μόνο υπέρ ή και κατά; Το γεγονός ότι ένας άνθρωπος βλέπει τις καλές, λιγότερο καλές αλλά και κακές φωτογραφίες σου, σε βοηθά να ορίσεις στόχους και να τους προσεγγίσεις, να βρεις την κλίση σου, σου προτείνει γενικά εμπειρίες και σε προτρέπει σε πειραματισμούς, μου φαίνεται και απελευθερωτικό και πρακτικό, ταυτόχρονα. Τι κινδύνους μπορεί να κρύβει για το νέο φωτογράφο;
Το mentoring βασίζεται ακριβώς σ' αυτή τη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που περιέγραψα πιο πριν. Φυσικά, το mentoring απευθύνεται κυρίως σε πιο έμπειρους ή ώριμους φωτογράφους. Αν γίνεται σωστά, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει. Αυτό, βεβαίως, απαιτεί προσπάθεια και από τις δυο μεριές. Πρόκειται για μια διαδικασία με λεπτές ισορροπίες. Ο μέντορας, ο οποίος φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, θα πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση, να είναι σε θέση να "βγει" από τον εαυτό του και να δει με τα μάτια του ανθρώπου που συμβουλεύει. Ο δε συμβουλευόμενος, να είναι σε θέση να αναλάβει τη δέσμευση απέναντι στον εαυτό του πρώτα, και μετά απέναντι στον μέντορα, ώστε να βοηθηθεί στο να απελευθερωθεί από τις φωτογραφικές του προκαταλήψεις και να ανακαλύψει τον προσωπικό του δρόμο και φωνή. Είναι, όντως, πρακτικό και απελευθερωτικό. Ο μόνος κίνδυνος, αν μπορεί κανείς να το ονομάσει έτσι, παρουσιάζεται στην περίπτωση που ο μέντορας προσπαθεί, μέσω του προγράμματος, να "επιβάλλει" τα δικά του φωτογραφικά πιστεύω και τις δικές του προκαταλήψεις.
Συνεχίζετε να πειραματίζεστε στη φωτογραφία σας; Ρισκάρετε πλέον να κάνετε λάθη;
Από τους πειραματισμούς, προτιμώ τις προκλήσεις. Πιστεύω πως οι προκλήσεις, οποιουδήποτε είδους, δημιουργούν τα απαραίτητα κίνητρα. Λάθη κάνω συχνά. Αρκετές φορές, πετυχαίνω.
Θυμάμαι που λέγατε παλιά ότι, μπροστά σε μια φωτογραφία οφείλουμε πρώτα απ όλα να παρατηρούμε προσεχτικά, να τη σαρώνουμε σε όλες της τις λεπτομέρειες και, εν συνεχεία, να προχωρούμε σε ερμηνείες, προσωπικούς σχολιασμούς κλπ. Πιστεύετε ότι οι θεατές βλέπουν αλλά δεν κοιτάζουν τις φωτογραφίες; Ότι, πλην λαμπρών εξαιρέσεων, μια φωτογραφία δεν έχει στα μάτια του θεατή το χρόνο που της αξίζει;
Λόγω του ότι η φωτογραφία είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα, είναι αρκετά συνηθισμένο ο θεατής να "μένει" είτε στο μέρος εκείνο της φωτογραφίας που του είναι οικείο και αναγνωρίσιμο ή σ' αυτό που θεωρεί σημαντικό (π.χ. ένα τοπίο, ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός), ή ακόμα και στο "κυρίως θέμα" ή την τεχνική, εξαιτίας της προσέγγισης του φωτογράφου. Όμως, μια φωτογραφία δεν είναι ένα παραλληλόγραμμο με κάτι στη μέση. Κάθε εκατοστό τού κάδρου είναι σημαντικό και συμβάλλει στο σύνολο της εικόνας. Γι' αυτό και είχα προτείνει τότε αυτή τη μέθοδο της οπτικής προσέγγισης να προηγείται του συναισθηματικού αντίκτυπου ή του προσωπικού γούστου. Εξ άλλου, στις μέρες μας, αν και η πλειονότητα θεωρεί ή νομίζει τη φωτογραφία ως τέχνη, ακόμη κι όταν την ασκεί, δεν την απολαμβάνει ή την εκτιμά γι αυτό που πραγματικά είναι. Ίσως τελικά, ο βαθμός με τον οποίο βομβαρδιζόμαστε με φωτογραφίες να είναι αντιστρόφως ανάλογος του βαθμού θέασης.
Κύριε Κασίμη, φωτογραφία αμιγώς ή φωτογραφία συγκερασμένη με στοιχεία άλλων πεδίων (κείμενο, γραφιστική, υλικά διάφορα να την συμπληρώνουν). Αυτού του είδους οι πρακτικές μας παίρνουν μακρυά, επί της ουσίας, απ’ τη διαδικασία όπως τη γνωρίσαμε μέσα στα χρόνια ή πλέον αποτελούν την καινούρια φωτογραφία, την οποία πρέπει ν αγκαλιάσουμε και να αποδεχτούμε;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω πως πρόκειται για κάτι νέο. Όποιος γνωρίζει έστω και λίγο την ιστορία της φωτογραφίας, ξέρει πως αυτά τα " καινούρια " έχουν γίνει, έχουν επαναληφθεί και θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνονται. Από τους πικτοριαλιστές ως την Barbara Kruger και από τη μανία "Fabricated to be Photographed" στο San Francisco των '70s ως την conceptual και τις λεγόμενες "νέες φόρμες", η φωτογραφία έχει δεχθεί κάθε είδους ταμπέλα ή πρόθεμα. Μοιάζει σαν ο κόσμος της εικόνας να έχει ήδη ξεπεραστεί από τον κόσμο της προσομοίωσης, όπου όλα χρειάζονται ένα πρόθεμα, είτε αυτό είναι "post-" είτε "hyper-" είτε "μετά-". Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει την έννοια μιας, λάθος εννοούμενης, δημιουργικότητας να πλημυρίζει τη φωτογραφία. Την ανάγκη του να είναι κανείς πρωτότυπος και δημιουργικός με κάθε κόστος, την απελπισμένη αναζήτηση του νέου, ή του προσωπικού ύφους, με την πεποίθηση ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να αναγνωριστεί από το οπτικό αντίκτυπο που αποτυπώνει στον έξω κόσμο. Αυτή η στερεότυπη, και μερικές φορές προκατασκευασμένη, έννοια δημιουργικότητας μας έκανε να ξεχάσουμε τα θεμελιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας φωτογράφος στη δουλειά του. Μοιάζει σαν ένα βραχυκύκλωμα να έχει διακόψει τον διάλογο με την πραγματικότητα, υπέρ ενός μονολόγου ανάμεσα σε καθρέφτες. Αντί να προσπαθεί να εισαγάγει νέους ρυθμούς και ηθικές, η φωτογραφία έχει εισέλθει στον άκαμπτο χώρο όπου αναπαράγει τον εαυτό της, και μάλιστα μόνο μορφολογικά.
Όμως, πέρα από όλες τις κριτικές, τις όποιες εξηγήσεις, και τις αρνητικές πτυχές που μπορεί να έχει, η φωτογραφία είναι, νομίζω, μια καταπληκτική οπτική γλώσσα για την κατανόηση του κόσμου και την ενθάρρυνση της επιθυμίας για επαφή, που νιώθει ο καθένας μας. Προσωπικά, πάντα είχα την αίσθηση ότι η φωτογραφία είναι μια γλώσσα για να βλέπει κανείς, κι όχι να κρύβει, να μεταμορφώνει ή να τροποποιεί την πραγματικότητα.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Δουλεύετε κάτι αυτή την εποχή που θα μπορούσατε να μας μιλήσετε γι αυτό;
Ετοιμάζω το επόμενο workshop στο Βερολίνο που θα πραγματοποιηθεί προς την άνοιξη του 2019, μια ατομική έκθεση και, αν όλα πάνε καλά, ένα βιβλίο. Σε προσωπικό επίπεδο, δουλεύω συνεχώς, αλλά όχι πλέον με συγκεκριμένα θέματα ή projects για να μπορέσω να σας μιλήσω γι αυτά. Στη δουλειά μου, τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ να συμβιβάσω μια δυαδικότητα, το χάσμα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, μεταξύ προσωπικής ιστορίας και της επικοινωνίας με τον συνάνθρωπό μου. Συχνά νιώθω πως δεν έχω τον πλήρη έλεγχο ως προς το που οδεύει η φωτογραφία μου. Όμως, δεν πιέζω τα πράγματα. Τα αφήνω να συμβούν. Συνήθως ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο και τις περισσότερες φορές, μέσω της δουλειάς, εμφανίζονται νέες δυνατότητες, ανοίγονται νέοι ορίζοντες.
Με ποιόν καλλιτέχνη, παλιό ή νέο, θα θέλατε να περάσετε ιδανικά ένα 24ωρο; Να συζητήσετε, να του εκφράσετε ερωτήματα, να τον δείτε από κοντά «επί το έργον»;
Δύσκολα θα μπορούσα να επιλέξω μόνο έναν. Ιδανικά, αντί ενός 24ώρου με έναν, θα προτιμούσα να έχω ένα δείπνο με αυτούς που αγαπώ, αλλά είναι αρκετοί για να τους αναφέρω όλους εδώ. Αν λοιπόν, έπρεπε οπωσδήποτε να επιλέξω έναν, αυτός θα ήταν ο Fellini.
"To photograph a nude without desiring her is the ultimate in perversity". Τον Λάρυ Φινκ τον γνωρίζετε καλά. Κλείνοντας θα μπορούσατε να μας «ερμηνεύσετε» αυτό του το απόφθεγμα;
Ο Λάρι Φινκ, εκτός από καταπληκτικός φωτογράφος και δάσκαλος, είναι ένας υπέροχος άνθρωπος με τον οποίο γνωριζόμαστε από το 2005. Γνωρίζετε πως δεν συμφωνώ με τα αποφθέγματα και την ερμηνεία τους, καθώς συνήθως αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης τοποθέτησης ή κοσμοθεωρίας, και η αποκοπή μιας φράσης από το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται συνήθως οδηγεί σε λάθος δρόμους . Το παραπάνω απόφθεγμα εμπίπτει σ' αυτή την κατηγορία. "Το να φωτογραφίζεις ένα γυμνό χωρίς να την επιθυμείς, είναι η απόλυτη διαστροφή". Το αναφέρει, μεταξύ άλλων, ως παράδειγμα σύνδεσης του φωτογράφου με το θέμα του. Δεν είναι δυνατόν να φωτογραφίσεις οτιδήποτε αν δεν νιώθεις κάτι γι αυτό το θέμα. Και συνήθως, πρόκειται για ένα θετικό συναίσθημα, σύμφωνο (κι όχι αντίθετο) με την προσωπικότητα και τα βιώματά σου, το οποίο όμως δεν είναι απαραίτητο να διαφαίνεται και στη φωτογραφία. Είναι αυτή ακριβώς η σύνδεση που θα δώσει πνοή στη φωτογραφία να υψωθεί πάνω από τα όρια της απλής καταγραφής ή κατασκευής. Αν αυτή η τόσο έντονη επιθυμία δεν υπάρχει, η φωτογραφία είναι απλώς μια κατασκευή ή ένα οπτικό πυροτέχνημα, ένα άψυχο αντικείμενο. Και η διαρκής ενασχόληση με τα άψυχα αποτελεί ένα είδος διαστροφής.
Λίγα Λόγια για τον Παναγιώτη Κασίμη
Ο Παναγιώτης Κασίμης (www.kasimisphotography.com) φωτογραφίζει τα τελευταία 35 χρόνια, και διδάσκει φωτογραφία από το 1999. Σπούδασε στο Royal College of Arts του Λονδίνου, και έχει υπάρξει μαθητής του Chris Killip και της Mary Ellen Mark.
Έχει εκθέσει φωτογραφίες του στην Αθήνα, στη Ρώμη (Centro Luigi Di Sarro, 2014), στην Κωνσταντινούπολη (2014),στο Juneau της Αλάσκα (2005),στo Eindhoven της Ολλανδίας (1999), και στο Λονδίνο.
Είναι διαπιστευμένος δάσκαλος φωτογραφίας και οπτικών τεχνών από τον διεθνή οργανισμό ElSevier ("Teaching Photography and Visual Arts", 2009).
Έχει διοργανώσει και διδάξει σεμινάρια και workshops φωτογραφίας για παιδιά (Kids & Family, Τεχνόπολις - 2009) και ενηλίκους (Berlin2018, Photovision 2017, Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα - 2014, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας - 2013, PhotOrion Ρόδος - 2012, Deutsche Telekom, Πύλος - 2011), στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα.
Έχει διδάξει φωτογραφία στο Α' Πειραματικό Λύκειο Αθήνας, στην ομάδα «Διάθλαση» του Δήμου Δάφνης και στην «Ιόνιο Σχολή». Έχει δώσει διαλέξεις σε φωτογραφικές και καλλιτεχνικές ομάδες, καθώς και στο τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κείμενά του για τη φωτογραφία, έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό "ΦΩΤΟγράφος" και τον ημερήσιο τύπο.
Το 2004 δέχθηκε επιχορήγηση (fellowship)από το University of Houston σε συνεργασία με το Houston Center of Photography. Το βιβλίο, αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς του στη Λατινική Αμερική, εκδόθηκε το 2009 από τον εκδοτικό οίκο Ambious της Washington, με τίτλο "Days Away". Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο "Αστικά Ημερολόγια" εκδόθηκε στην Αθήνα το 2013, με πρόλογο του γνωστού αμερικανού φωτογράφου, Larry Fink.
Το 2001 ίδρυσε τον Φωτογραφικό Σύλλογο «Εννέα». Το 2013 ίδρυσε το Κέντρο Δημιουργικής Φωτογραφίας, όπου δίδασκε ως το 2016. Από το 2017 είναι υπεύθυνος των φωτογραφικών δραστηριοτήτων του πολυχώρου TriiArtHub.
Σήμερα διοργανώνει και διδάσκει σεμινάρια και εργαστήρια φωτογραφίας για φωτογράφους και προχωρημένους ερασιτέχνες στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Φωτογραφία εξωφύλλου Anca Ducu