Το δωμάτιο ήταν στενό και φωτεινό. Μπαίνοντας τον είδα να σηκώνεται για να μου δώσει το χέρι του. Ένας τυπικός χαιρετισμός. Με ρώτησε το όνομά μου. Είχαμε μιλήσει για λίγο την προηγούμενη, στην έκθεσή του, αλλά δεν είχαμε συστηθεί ποτέ. Πιθανώς να μη με θυμόταν.
Άνοιξα το μαύρο φάκελο και έβγαλα τις φωτογραφίες. Γέμισε χρώματα το ξύλινο τραπέζι. Μου φάνηκαν σαν μονόπρακτα της ζωής μου των τελευταίων τριών χρόνων. Σαν μονόπρακτα που ζητούσαν την αποδοχή του. Μου πέρασε φευγαλέα από το μυαλό η σκέψη πως δεν έχω κανένα λόγο να βρίσκομαι εκεί. Ο άνθρωπος αυτός δεν ξέρει καν το όνομά μου. Τι μπορεί να πει για τη ζωή μου. Το βλέμμα του όμως ήταν ζεστό και το πρόσωπό του χαμογελαστό. Προσπάθησα να βολευτώ στην άβολη θέση. Τακτοποίησα ξανά τις φωτογραφίες σε σειρά. Όχι χρονολογική, ούτε προκαθορισμένη, αλλά όπως μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. 20 φωτογραφίες. Ακολούθησε φιλική συζήτηση. Γενικά σχόλια τα οποία είχα ξανακούσει. Δεν θα μπω στη λογική να βγάλω κάποια, είπε. Είναι μια συγκροτημένη πρόταση. Παύση. Σκοτείνιασε λίγο το βλέμμα του. Τις ξανακοίταξε. Τους άλλαξε σειρά. Τελικά, τις χώρισε σε δύο πακέτα. 15 από τη μια και 5 από την άλλη. Τι συνέβη ανάμεσα; Με ρώτησε.Κοκκίνισα. Είμαι σίγουρη πως κοκκίνισα. Τις έχετε βάλει με χρονολογική σειρά του απάντησα, χωρίς να το ξέρετε. Αυτές οι 5 είναι του τελευταίου χρόνου. Έγινε κάτι σ’ αυτόν τον τελευταίο χρόνο; Με ξαναρώτησε. Είναι εμφανές πως είσαι διαφορετική. Δεν έχει σημασία τι έγινε. Αλλά η αλήθεια είναι πως ήμουν διαφορετική κι ας φαινόμουν η ίδια. Το ίδιο και οι φωτογραφίες. Ήταν διαφορετικές κι ας φαινόταν ίδιες. Δεν θέλω να πω άλλα, μου είπε. Θα μπορούσα να πω πολλά αλλά δεν θέλω να φαίνομαι αδιάκριτος. Εκτός κι αν λες πολύ ωραία ψέματα, είπε λίγο διστακτικά. Δεν λέω ψέματα, είπα προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. Ψέματα.
Ούτως η άλλως, τα πιο καλά ψέματα είναι αυτά που πιστεύουμε και οι ίδιοι...