... Ένας σκουριασμένος άξονας, μια πεσμένη κολώνα, μια άδεια βάση ακαθόριστης μηχανής, ένα κουζινέτο ορφανό από άξονα, ένας οδοντωτός τροχός, ξεχασμένα φύλλα από δέρμα, κοκαλιασμένα απ τον καιρό, ατέρμονες κοχλίες, μισοσαπισμένα δοχεία και πάνω τους πηγμένα ακαθόριστα χημικά στο ιώδες, το λευκό ή το τοξικό πράσινο. Ένας κόσμος σχεδόν κομματιασμένος, τα Ταμπακαριά, τα παλιά βυρσοδεψεία της Χαλέπας, που ο Τάκης Παπάζογλου με τη φωτογραφική του τέχνη ανασυνθέτει από τα ερείπια σαν τον αρχαιολόγο που ανασυνθέτει ένα αρχαίο άγαλμα από τα λίγα θραύσματα που βρίσκει θαμμένα στη γη...
Τα «ταμπακαριά» του Τάκη Παπάζογλου
Μπορεί να είναι πολλοί οι φωτογράφοι που δελεάστηκαν από τη μυστηριακή αίγλη των Χανιώτικων ταμπακαριών, είναι λίγοι όμως εκείνοι που κατάφεραν ν’ ανταποδώσουν αυτή την αίγλη, μέσα από τις φωτογραφίες τους.
Και τούτο γιατί, ενώ το θέμα αυτό στην αρχή του φαίνεται «βατό» (ειδωμένο με την νοσταλγία του ανεπίστρεπτου) ωστόσο, όσο εμβαθύνει κανείς, τόσο περισσότερο η κατάθεση καταβολών (δηλαδή ψυχής) γίνεται αναπόφευκτη.
Τα ταμπακαριά δεν ανέχονται απονευρωμένα κι ανερμάτιστα, «τουριστικά» βλέμματα.
Όποιος το προσπάθησε, «τιμωρήθηκε». Εδώ ή προσέρχεσαι επιδεκτικά, ή διέρχεσαι ανεπίδεκτος. Κι η αξία ενός εγχειρήματος, κρίνεται πάντα και σε συσχετισμό με τον κίνδυνο της αποτυχίας του.
Όσο άγονα και ατελέσφορα ωστόσο κι αν φαίνονται τα ταμπακαριά στους «περαστικούς» , άλλο τόσο καταδεχτικά και ευδόκιμα αποδεικνύονται για τους «καλεσμένους»
Τους ποιητικά διακείμενους δηλαδή
Κι ο ποιητής, δεν είναι ούτε ιστορικός, ούτε πραγματογνώμονας.
Γνωρίζει δε καλά, πως δεν βρίσκεται τυχαία εδώ. Οι έννοιες του χρέους και της αποστολής, δεν του είναι άγνωστες.
Εδώ, ο ανθρώπινος μόχθος δεν προσμετράται σε εργατοώρες κι οι ψυχές των ζώων που το δέρμα τους μεταποιήθηκε, δεν καταμετρώνται σε τομάρια.
Ο καιρός που πέρασε κι έφυγε, δεν επιμετράται σε έτη και δεν μπορώ να μην θυμηθώ τον Ρίλκε: «Καλλιτέχνης θα πει να μην μετράς…»
Μα η βαθύτερη (και δυσκολότερη) πλευρά αυτού του θέματος είναι τα εγκαταλειμμένα ταμπακαριά.
Εκεί, η νοσταλγία παραχωρεί τη θέση της σ’ ένα απύθμενο υπαρξιακό ρήγμα, που μόνο ένας μυσταγωγικός «ορατής» με «περίσσευμα όρασης» μπορεί να πλησιάσει.
Και στο βάθος αυτό, φαίνεται πως τα ταμπακαριά «έκλεισαν το μάτι» στον Τάκη Παπάζογλου.
Του διεμήνυσαν έτσι, τον τρόπο που τους αρμόζει για να φωτογραφηθούν: Κλείνοντας το ένα μάτι!
Που πάει να πει, πως για το είδος εκείνο της φωτογραφίας που δικαιούται να ονομάζεται τέχνη, η πραγματικότητα του ορατού κόσμου, ενώ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φωτογραφικής εικόνας, ωστόσο δεν αρκεί για να την δικαιώσει.
Εδώ έρχεται το κλειστό μάτι (που ονειρεύεται και μυθολογεί) για ν’ ανταποδώσει τα οφειλόμενα σημαίνοντα.
Είναι φανερό πως ο Τάκης Παπάζογλου γνωρίζει καλά αυτή τη «συνταγή».
Εσωστρεφής κι αυτοαναφορικός , ξέρει να παραβλέπει τις φυγόκεντρες σειρήνες του εντυπωσιασμού και να διαβλέπει την ουσία και το βάθος των πραγμάτων, εμποτίζοντας τις φωτογραφίες του με συμφραζόμενα και παραδηλώσεις, που τους επιτρέπουν να αξιώνουν δεύτερη και τρίτη ανάγνωση.
Έχοντας εντρυφήσει επί μακρόν ως δημιουργός (αλλά και θεατής) στις πολυδαίδαλες ατραπούς της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, έμαθα να εκτιμώ τους φωτογράφους, όχι τόσο γι’ αυτά που δείχνουν, όσο για εκείνα που κρύβουν.
Κι έχοντας δοκιμαστεί φωτογραφικά πάνω στον ίδιο χώρο πριν από μια δεκαετία, βρίσκομαι σήμερα στην ευχάριστη θέση να νοιώθω πως στο πρόσωπο του Τάκη Παπάζογλου, συνάντησα έναν άξιο συνομιλητή κι έναν σεβαστό συνοδοιπόρο.
Από τα παλιά ταμπακαριά , σχεδόν τίποτα δεν έχει απομείνει. Το αχνό πέπλο της λήθης , απλώνεται σιγά σιγά πάνω τους.
Όσο υπάρχουν όμως μάτια , που ψυχανεμίζονται τις ανταύγειες του αόρατου και ματιές που διαπερνούν την επιφάνεια των πραγμάτων , θα υπάρχει πάντα η ελπίδα , ότι τίποτα δεν πάει χαμένο.
Ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, τα Χανιώτικα ταμπακαριά, εξυψώνονται στη σφαίρα του μύθου, μέσα από το βάθος τέτοιων προσεγγίσεων.
Και εκεί , μακριά από κάθε φθορά ή χρησιμότητα , θα υπάρχουν για πάντα, εμπλουτίζοντας το μύθο της πόλης , που με τέτοιες καταβολές, ανάγεται σε πόλη του μύθου...
Μιχάλης Πολυχρονάκης
Ένας σκουριασμένος άξονας, μια πεσμένη κολώνα, μια άδεια βάση ακαθόριστης μηχανής, ένα κουζινέτο ορφανό από άξονα, ένας οδοντωτός τροχός, ξεχασμένα φύλλα από δέρμα, κοκαλιασμένα απ’ τον καιρό, ατέρμονες κοχλίες, μισοσαπισμένα δοχεία και πάνω τους πηγμένα ακαθόριστα χημικά στο ιώδες, το λευκό ή το τοξικό πράσινο. Ένας κόσμος σχεδόν κομματιασμένος, τα Ταμπακαριά, τα παλιά βυρσοδεψεία της Χαλέπας, που ο Τάκης Παπάζογλου με τη φωτογραφική του τέχνη ανασυνθέτει από τα ερείπια σαν τον αρχαιολόγο που ανασυνθέτει ένα αρχαίο άγαλμα από τα λίγα θραύσματα που βρίσκει θαμμένα στη γη.
Ο Τάκης δεν φωτογραφίζει για να απεικονίσει. Κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει ο καθένας εύκολα με οποιαδήποτε μηχανή. Ο Τάκης φωτογραφίζει για να βρει την ιστορία πίσω από την ιστορία. Τα Ταμπακαριά δεν είναι μόνο τα ερείπια περασμένης δραστηριότητας, δεν είναι μόνο οι ταμπάκηδες του περασμένου αιώνα, αλλά μια εικόνα από το ανθρώπινο δράμα, τη βιοπάλη, το μεράκι, το πάθος για μια θέση στον κόσμο. Και δεν είναι γυρισμός στα παλιά καλά χρόνια, γιατί κανείς δεν γίνεται να επιστρέψει στα παλιά, να περπατήσει στα ίδια δρομάκια, στα ίδια χώματα, να ζήσει το περασμένο δράμα ξανά. Η νοσταλγία γίνεται από λέξεις και εικόνες και δεν αρκούν οι λέξεις και οι εικόνες για να φέρουν πίσω έναν κόσμο που έφυγε εδώ και καιρό. Είναι ματιά στον σημερινό κόσμο μέσα από τα παλιά. Μια ματιά που δεν χρειάζεται ερμηνείες. ʼλλωστε ό,τι χρειάζεται ερμηνείες δεν είναι τέχνη.
Κοιτάζω τις φωτογραφίες των Ταμπακαριών και βλέπω ξαφνικά έναν άξονα να περιστρέφει τον ατέρμονα κοχλία και τους κυλίνδρους της πρέσας να συμπιέζουν τα δέρματα, τα τεράστια ξύλινα δοχεία με τα χημικά να γυρίζουν συνεχώς, ακούω τις φωνές των ανθρώπων, βλέπω στα βλέμματά τους την επιθυμία, τον κάματο, το λιγοστό φως από την πλευρά του πελάγους. Παίρνω τα ασύνδετα κομμάτια της ιμπρεσιονιστικής φωτογραφίας και ανακατασκευάζω έναν κόσμο από φαντασίας που όμως είναι μέρος του κόσμου που ζω τώρα. Ανοίγω ρωγμή και μπαίνω στο μικρό θαύμα με την τέχνη.
Ο Τάκης Παπάζογλου, με την τέχνη του βρήκε τρόπο να μας αφηγηθεί μια μικρή ιστορία μέσα από το πλαίσιο της φωτογραφικής του μηχανής. Ας την απολαύσουμε.
Γιάννης Α. Φίλης
Λίγα λόγια για τον Τάκη Παπάζογλου
Ο Παναγιώτης Παπάζογλου γεννήθηκε το 1979 στην Αυστραλία. Σπούδασε γραφιστική και δραστηριοποιείται στο χώρο της εικόνας από το 2002. Έχει απασχοληθεί σε διάφορους τομείς που συμπεριλαμβάνουν τις γραφικές τέχνες, εργαστήρια φωτογραφίας, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές στα Χανιά και στη Θεσσαλονίκη. Το 2008 κέρδισε 2η θέση σε πανελλήνιο διαγωνισμό φωτογραφίας. Πλέον ζει και εργάζεται στα Χανιά.
https://www.ifocus.gr/magazine/fotografika-portfolios-synenteykseis/1111-photo-storiestampakaria#sigProId6e0cd861b8