Δεν ήταν λίγες οι φορές που οδηγήθηκα στα ίδια λάθη. Τα λάθη γεννάνε το φόβο. Μέχρι η κατανόηση μου να τραφεί αρκετά απο τα λάθη, ώστε να με οδηγήσει σε επιλογές σαφέστερες σε σχέση με την ουσία, πέρασε χρόνος. Ο φόβος μεγάλωνε...
ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ (Μέρος ΙV)
Ανάσανα με βουλιμία το φώς. Οι σκέψεις είχαν πάψει. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Τίποτα δεν εμπόδιζε πιά το διάβα μου στο άπειρο. Εκείνες τις στιγμές δεν υπήρχε λόγος να κάνω ή να θέλω κάτι. Το αίσθημα της ευγνωμοσύνης είχε τη δύναμη να με κινεί κι αυτόματα να με οδηγεί σε καταστάσεις που δεν είχαν μορφή. Ή μάλλον, σε καταστάσεις τέτοιες, που η μορφή τους συνέπιπτε με το περιεχόμενο τους κι αυτό ακριβώς τις καθιστούσε ουσιώδεις. Αργότερα διαπίστωσα ότι αυτές οι καταστάσεις δεν είχαν μόνο τη δύναμη να με κινούν, αλλά και να με βυθίζουν σε μιαν αυξανόμενα θλιβερή ακινησία. Δεν ήξερα πως να ορίσω το τι και το πώς θα το αποφεύγω. Μονάχα μέσα στην ανυπέρβλητη ασφάλεια της γνώσης, μόνο μέσα σ’ αυτήν την ευεργετική ακινησία του νού μπορεί κανείς να αναλογιστεί όλες τις ασυνείδητές του κινήσεις δίχως να ντρέπεται. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οδηγήθηκα στα ίδια λάθη. Τα λάθη γεννάνε το φόβο. Μέχρι η κατανόηση μου να τραφεί αρκετά απο τα λάθη, ώστε να με οδηγήσει σε επιλογές σαφέστερες σε σχέση με την ουσία, πέρασε χρόνος. Ο φόβος μεγάλωνε. Η αλήθεια όμως είναι ότι πάντα είχα επιλογές, όσο κι αν αυτές άγγιζαν τα όρια του ελαχίστου. Μπορούσα πάντα να επιλέξω αν θέλω ν’ αφηθώ να νοιώθω ή να σκέφτομαι. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο να ισορροπήσουν αυτά τα δύο. Πάντως με τον καιρό αντιλήφθηκα ότι όταν τα κατάφερνα, μπορούσα να ορίζω ο ίδιος την κατάσταση, πράγμα σπουδαίο για κάποιον που δεν ήταν διόλου σίγουρος για το νόημα της ύπαρξης του.
Όταν έμαθα να είμαι προσεκτικός, άρχισε να γεννιέται η εμπιστοσύνη. Όσο εκείνη μεγάλωνε, τόσο έσβηνε ο φόβος. Ήταν γεγονός ότι είχα μάθει ν’ αναγνωρίζω τα λάθη μου. Μπορούσα πιά τουλάχιστον να τ’ αντιμετωπίζω, όταν δεν ήταν δυνατό να τ’ αποφεύγω.
Δεν είχα βέβαια υπολογίσει σαν εμπόδιο τη μνήμη που δεν είχε ακόμη χαθεί. Η αλήθεια όμως είναι ότι αν δεν υπήρχε αυτή, δε θα θυμόμουν ότι υπήρχα. Θυμήθηκα το συρόμενο παράθυρο του ταβανιού, που στο άνοιγμά του έμελλε ν’ απομείνω άυλος. Δε μπορούσα πλέον να υπολογίσω που θα μπορούσε να βρίσκεται, αλλά για την αντίληψή μου, δεν υπήρχε εκείνες τις στιγμές καλύτερος στόχος. Δεν μου ήταν αρκετό απλά και μόνο να υπάρχω. Ήθελα να υπάρχω ελεύθερος. Οπότε εκείνο το παράθυρο θα μπορούσε να είναι και η διέξοδός μου. Θεωρούσα ότι αν τα κατάφερνα να φτάσω εκεί, θα μπορούσα να λευτερωθώ. Η θέληση είχε επιτέλους απόκτησει κάποιο σημείο εστίασης. Δεν μπορούσα όμως τότε να ξέρω ότι για να τα καταφέρω να βγώ απο εκεί μέσα, ήταν απολύτα απαραίτητο η μνήμη να έχει ολότελα χαθεί.
Όταν σταμάτησα απότομα να κινούμαι πανικοβλήθηκα τόσο, που άρχισα να υποθέτω διάφορα και άρα να σκέφτομαι. Ήμουν και πάλι αναγκασμένος να υπολογίσω υποθετικά ποιός ήταν ο λόγος που με σταματούσε απο την κίνηση. Έπρεπε υποχρεωτικά να θυμηθώ ότι στεκόμουν ακριβώς στο κέντρο του χώρου όταν με καλωσόριζε εκείνη η φωνή. Μετά την εξαύλωσή μου υπέθεσα ότι είχα απομείνει ένα ελαχιστοποιημένο διάφανο σημείο στο κέντρο του χώροχρόνου που με περιέβαλλε. Με αυτό το σκεπτικό δεν άργησα να υπολογίσω ότι μάλλον μέσα στην διαρκή μου κίνηση έφτασα να συναντήσω κάποιον τοίχο ή ίσως το πάτωμα. Όλα ήταν πιθανά μιας και δεν είχα καθόλου την αίσθηση της κατεύθυνσης της κίνησής μου. Είναι πολύ πιθανόν να έπεφτα όσην ώρα αισθανόμουν οτι κινούμαι. Αυτό που όμως με ενδιέφερε πρωτίστως, ήταν το πως θα τα κατάφερνα να μπώ και πάλι σε κίνηση κι εδω η μνήμη έβαζε και πάλι σε λειτουργία τις σκέψεις κι άρχιζαν πάλι καινούργιες υποθέσεις και υπολογισμοί. Στο τέλος κατάληγα πάντα ν’ αγωνίζομαι να σταματήσω τη σκέψη. Κι όσο σκεφτόμουν το πως θα καταφέρω να σταματήσω τη σκέψη, τόσο αδρανούσα. Έτσι δεν άργησε και πολύ ν’ αρχίσει να φουντώνει μέσα μου ο θυμός.
Προσπαθούσα πλέον με πείσμα να νοιώσω και πάλι εκείνη την αίσθηση της κίνησης. Να νοιώσω και παλι τη γαλήνη που είχα γευτεί. Όσο όμως κι αν πάσκιζα να κινηθώ μ’ αυτό τον τρόπο, τόσο το μετάνοιωσα αργότερα, όταν είδα ότι εξαιτίας της επιμονής μου αυτής στην αοριστεία, είχα χάσει πολύ χρόνο. Δεν είχα μάθει ν’ αφήνομαι. Δεν είχα ακόμη μάθει να εμπιστεύομαι εξ’ ολοκλήρου την ανάσα. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι απο μόνη της είναι απόλυτα ικανή να με κινεί.
Συνεχίζεται...