Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από αυτή που νοιώθει κανείς κάθε φορά που διαπιστώνει οτι είναι μόνος. Ξέρω μονάχα πόσο μάταιο είναι να προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν είναι έτσι. Σίγουρα δεν ακούγεται και πολύ ευχάριστα κάτι τέτοιο, αλλά εμένα αυτό ακριβώς μου συνέβαινε. Αυτή η αποδοχή δε μου έδινε χώρο γι άλλες επιθυμίες εκτός απ την απελευθέρωση.
ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ (Μέρος ΙΙΙ)
Ο χρόνος είναι έννοια σχετική για κάποιον που μαθαίνει να υπάρχει δίχως σώμα. Δεν έχω ιδέα πόσος μπορεί να χρειάστηκε μέχρι να προσαρμοστώ στη νέα κατάσταση. Δίχως αισθήσεις πως θα μπορούσε κανείς να μετρήσει το χρόνο; Ίσως μόνο με τις αμέτρητες σκέψεις. Όσο υπάρχουν αυτές είμαι σίγουρος ότι υπάρχει και χρόνος. Όταν εκείνες εκλείπουν, είναι σα να μην υπάρχει τίποτα. Αναρωτήθηκα μην είναι αίσθηση κι η σκέψη. Μια κεραία στην άκρη του νού. Δε χρειάστηκε ν’ ασχοληθώ και πολύ. Δε με ενδιέφερε η απάντηση. Δεν είχα και πολλά έτσι κι αλλιώς. Η ανάσα και η σκέψη ήμουν εγώ. Αυτά αποτελούσαν και τις ατράνταχτες αποδείξεις της ύπαρξης μου μέσα στην απέραντη φωτεινότητα του απόλυτα κυρίαρχου κενού. Δεν υπήρχαν λόγοι σφάλματος. Έτσι κι αλλοιώς δεν άφηνα χνάρια. Ήμουν για πρώτη ίσως φορά ελεύθερος ν’ ασχοληθώ με μιαν απόλυτα δικιά μου ευθύνη, τον εαυτό μου, ή έστω ό,τι είχε απομείνει που θα μπορούσα ακόμη να το θεωρώ εαυτό.
Όταν μου περνούσε η σκέψη ότι αυτό θα μπορούσε να μείνει έτσι για πάντα, απελπιζόμουν κι αδρανούσα. Όταν ανάσαινα, θυμόμουνα και πάλι ότι ζώ. Αργότερα ανακάλυψα ότι εγώ ο ίδιος εκπροσωπούσα το χρόνο κάθε φορά που κατάφερνα να παραλληλίσω κίνηση και σκέψη. Τότε όλα αποκτούσαν αξία, η οποία χάνονταν αυτόματα μετά απο κάθε τέτοια διαπίστωση. Το κενό δε γνωρίζει αξίες. Ήμουν αναγκασμένος να ζώ ένα απόλυτα δικό μου δημιούργημα.
Μάθαινα να γνωρίζω. Με παρατηρούσα να παρατηρώ τι μου συμβαίνει. Κάθε αντίδραση έδειχνε μάταιη. Μακάρι να μπορούσα να παραδοθώ. Σε ποιόν όμως;
Πώς; Τι θα μπορούσα να περιμένω; Τι θα μπορούσα να θέλω; Υπήρχε κάπου που θα μπορούσα να πάω; Που βρισκόμουν άραγε; Μακάρι να είχα μάτια για να μπορούσα να τα κλείσω και να κοιμηθώ. Σκατά... Μόνο μια πρόθεση χωρίζει την απόγνωση απ’ τη γνώση. Η σκέψη μου υποδείκνυε διαρκώς την απόγνωση. Ήταν σημαντικό λοιπόν να πάψω να σκέφτομαι. Αυτό το είχα καταλάβει πολύ καλά, όμως δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου απλό να σταματήσω. Πως ήταν όμως δυνατόν να έχω τόσες σκέψεις δίχως κεφάλι;
Το τελευταίο που θυμάμαι από εκείνες τις σκέψεις είναι η ξαφνική τους απουσία. Ο λόγος που το προκάλεσε αυτό ήταν η ανάσα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από αυτή που νοιώθει κανείς κάθε φορά που διαπιστώνει οτι είναι μόνος. Ξέρω μονάχα πόσο μάταιο είναι να προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν είναι έτσι. Σίγουρα δεν ακούγεται και πολύ ευχάριστα κάτι τέτοιο, αλλά εμένα αυτό ακριβώς μου συνέβαινε. Αυτή η αποδοχή δε μου έδινε χώρο γι’ άλλες επιθυμίες εκτός απ’ την απελευθέρωση. Μετά από αυτή τη συνειδητοποίηση, οι σκέψεις κόπασαν κι εγώ ένοιωσα σα να ‘κλεισα τα μάτια και να κοιμήθηκα ύπνο γαλήνιο και βαθύ μέσα σ’ εκείνη την απέραντη ομίχλη της κάθαρσης. Τότε ήταν που ένοιωσα την κίνηση κι αυτό ήτανε σίγουρα αλήθεια κι όχι όνειρο. Ένοιωσα τη δόνηση της αλλαγής με όλο μου το είναι. Ένοιωσα την ανάσα. ʼρχισα να αιωρούμαι και να ταξιδεύω μέσα στην απολυταρχία του άγνωστου. Δεν είχα ιδέα αν υπήρχαν αποστάσεις ή ταχύτητες. Είχα μόνο τη διαρκή αίσθηση οτι κινούμαι. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι το αόριστο ταξίδι μου μέσα στο χωροχρόνο του κενού είχε αρχίσει.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)