-Το φώς έπεφτε απο ψηλά. Από το ταβάνι. Απέραντο ομιχλώδες λευκό, γεμάτο ψήγματα του μέλλοντος μα και του παρελθόντος. ʼρχισα να πείθομαι απόλυτα ότι απολάμβανω τη γεύση ενός απρόσμενα απέραντου τώρα.
ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ (Μέρος Ι)
Δεν περίμενα απάντηση. ʼνοιξα την πόρτα δίχως να χτυπήσω και μπήκα. Δε με ενδιέφερε αν ήταν κάποιος εκεί που θα μπορούσε να ενοχληθεί ή να τρομάξει. Κι όμως δεν ήξερα ακριβώς το λόγο που με καλούσε να μπώ μέσα εκεί. Οι κινήσεις μου στην αρχή ήταν διστακτικά μηχανικές. Αισθανόμουν όμως αναίσθητος κι έτσι διόλου φοβισμένος. Αφήθηκα λοιπόν να παρασυρθώ από εκείνη την πρωτόγονη ανάγκη της επιβεβαίωσης. Ήταν αλήθεια αυτό που ζούσα ή ήταν όνειρο;
Έκλεισα πίσω μου προσεκτικά, σκεπτόμενος σοβαρότερα την έννοια της ενόχλησης κι αυτό μου απόδειξε ότι ήμουν πιο ελευθερος απ’ όσο νόμιζα. Αναγνωρίζοντάς το αυτό έβγαλα τα παπούτσια μου ασυναίσθητα. Ένα ένα έβγαλα κατόπιν τα ρούχα. Τότε δεν ήξερα γιατί. Τα δίπλωσα και τ’ απίθωσα αργά, σχεδόν ευλαυικά, πλάι στα παπούτσια. Ολόγυμνος έκανα αποφασιστικά τα πρώτα βήματα. Παρατήρησα παρ’ όλα αυτά, ότι βάδιζα στις μύτες των ποδιών, σαν κλέφτης. Μ’ άλλα λόγια, δέν αισθανόμουν ντροπή.
Δεν έδωσα σημασία ούτε στο περιεχόμενο, ούτε στη μορφή του προθαλάμου. Δεν ένοιωθα καμία απολύτως περιέργεια, μήτε κι ανησυχία πρίν να περάσω στο μεγάλο κατάλευκο θάλαμο. Μόνος, απρόσκλητος επισκέπτης σ’ εναν χώρο που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρχει. Το κρύο Παριανό μάρμαρο που μου πάγωνε τις πατούσες, κραύγαζε μυστικά ότι ήταν καλό να βιαστώ. Να προχωρήσω γρήγορα. Να φύγω απο τη σκέψη της αβεβαιότητας του απρόσκλητου επισκέπτη. Εισχώρησα λοιπόν με σχετική άνεση, σίγουρος ότι είμαι ευπρόσδεκτος, επιβεβαιώνοντας με τη σιγουριά μου αυτή, ότι εκείνο που με κυβερνούσε ήταν η ειλικρίνεια.
Υποχρεώθηκα να κρατώ μισόκλειστα τα μάτια για ν’ αντέξω την ποιότητα του φωτός που άπλετο πλημμύριζε τον τεράστιο χώρο του μεγάλου θαλάμου. Το φώς έπεφτε απο ψηλά. Από το ταβάνι. Απέραντο ομιχλώδες λευκό, γεμάτο ψήγματα του μέλλοντος μα και του παρελθόντος. ʼρχισα να πείθομαι απόλυτα ότι απολάμβανω τη γεύση ενός απρόσμενα απέραντου τώρα. Ανεξάρτητου. Απελευθερωμένου απο εικόνες κι απο μύθους. Ότι κι αν κάποτε υπήρχε σαν συναίσθημα, άρχιζε να συγκεντρώνεται μέσα στο ένα και μοναδικό αίσθημα που καθορίζει την ύπαρξη. Βρέθηκα άξαφνα παρών στο μεγάλο παρόν. Τίποτα δεν είχε πια σημασία. Επέλεξα να βαδίσω επάνω σε μια σκιά. Τη σκιά που ανέδυε η ελπίδα. Αν δεν υπήρχε αυτή, σίγουρα θα είχα τυφλωθεί.
Όταν έφτασα στο κέντρο του άδειου χώρου κοντοστάθηκα ν΄αφουγκραστώ και τότε άρχισε αργά ν΄ανοίγει το συρόμενο παράθυρο του ταβανιού και μέσα απο ‘κει να χύνεται στο χώρο κι άλλο φώς κι ο χώρος να χάνεται. Το τελευταίο που θυμάμαι πρίν κλείσω τα μάτια, είναι η σκιά μου που αδυνάτιζε σταδιακά μέσα στο ομιχλώδες του φωτός. Από εκεί και ύστερα δεν είχε πιά καμία σημασία αν είχα τα μάτια ανοιχτά ή κλειστά. Έτσι κι αλλοιώς δεν μπορούσα να δώ τίποτα. Στην αρχή προτίμησα βέβαια να τα κρατήσω κλειστά εξ’ αιτίας του φόβου. Ποτέ μου δεν είχα ξανασυναντήσει τέτοιο φώς. Δεν ήταν μόνο τριγύρω, αλλά και μέσα. Όταν ξεθάρρεψα κι άνοιξα τα μάτια, κατάλαβα ότι ούτε η σκιά μου, ούτε αυτή πια δεν υπήρχε. Παραδόξως όμως ένοιωθα τα χείλη μου να χαμογελούν και την καρδιά μου να φτερουγίζει. ʼρα... ακόμα υπήρχα!
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)