Αν ήξερα πώς να τραβήξω μια καλή φωτογραφία, θα το έκανα κάθε φορά.
Robert Doisneau
Ο Robert Doisneau γεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1922 στο Gentilly, ένα προάστιο του Παρισιού.
Μετά την αδιάκριτη νιότη του πίσω από τις μακραμέ κουρτίνες μιας συμβατικής μεσοαστικής οικογένειας, ο Robert είναι δεκαπέντε όταν μαθαίνει χαρακτική και λιθογραφία στη σχολή Estienne στο Παρίσι και αρχίζει να σχεδιάζει ετικέτες για συσκευασία φαρμάκων.
Έγινε βοηθός φωτογράφου στο στούντιο του André Vigneau το 1931, όπου εκεί ανακαλύπτει καλλιτεχνικές διεξόδους που θα τον παρακινήσουν. Τα τέσσερα χρόνια που πέρασε δουλεύοντας στο διαφημιστικό τμήμα της αυτοκινητοβιομηχανίας Renault, από όπου απολύθηκε για αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, τον οδήγησαν στην ελκυστική θέση του ανεξάρτητου φωτογράφου.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά τότε, βάζοντας τέλος στα σχέδιά του. Αργότερα, μέσα στην παριζιάνικη μεταπολεμική ευφορία, παρά το γεγονός ότι ασχολείται καθημερινά με παραγγελίες για να βγάλει τα προς το ζην, θησαυρίζει με τις φωτογραφίες του που θα γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία, ταξιδεύοντας πεισματικά εκεί που «δεν υπάρχει τίποτα να δεις», ευνοώντας κλεφτά σημεία, μικροσκοπικές απολαύσεις φωτισμένες από τις «αντανακλάσεις των ηλιαχτίδων στην άσφαλτο» των πόλεων.
Όταν πέθανε τον Απρίλιο του 1994, άφησε πίσω του 450.000 αρνητικά που αφηγούνται μια διασκεδαστική ιστορία της εποχής του με τρυφερό και παρατηρητικό μάτι, που δεν πρέπει να κρύβει το βάθος της σκέψης του, την ασεβή στάση του απέναντι στην εξουσία και την αδυσώπητα ελεύθερη σκέψη του.
«Διασκέδασα σε όλη μου τη ζωή, φτιάχνοντας το δικό μου μικρό θέατρο».
Μπορείτε να επισκεφθείτε το σάιτ του, εδώ, για να δείτε το πορτφόλιο του.
Πηγή: Rober Doisneau
Άποψη
Από τους φωτογράφους που μας έχουν χαρίσει φωτογραφίες με χιούμορ οι περισσότεροι περιορίζονται στη τρυφερή καταγραφή της καθημερινότητας. Ανάμεσά τους, ίσως στη πιο περίοπτη θέση, βρίσκεται ο Γάλλος Robert Doisneau (1912-1994). Ακούραστος περιπατητής ο Doisneau όργωσε το Παρίσι και τα περίχωρα του αποκαλύπτοντας με τη ρομαντική ματιά του έναν όμορφο κόσμο, γελαστό, γεμάτο όρεξη για ζωή που ερχόταν σε αντίθεση με το γκρίζο, θλιβερό τοπίο των εργατικών προαστίων στα οποία μεγάλωσε και ο ίδιος. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια επέστρεφε σαν «γέρο-σολομός», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, στα ίδια μέρη με τις αλάνες που έπαιζε μικρός, βρίσκοντας όμως στη θέση τους πολυκαταστήματα και πυκνοκατοικημένα οικοδομικά τετράγωνα. Οπλισμένος με υπομονή περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να φωτογραφίσει. Παρομοίαζε τον φωτογράφο με ψαρά. «…Μια κλωστή σε συνδέει μ΄ έναν άγνωστο κόσμο και δεν ξέρεις καν αν υπάρχει κάτι στην άκρη της. Κι όμως αξίζει να περιμένεις...» συνήθιζε να λέει. Οι απλές συνθέσεις του έχουν για πρωταγωνιστές νιόπαντρα φτωχικά ζευγάρια να διασκεδάζουν στη γειτονιά τους μετά τη τελετή φορώντας ακόμη τα νυφικά τους, μικρά παιδιά που παίζουν ξέγνοιαστα στους δρόμους – φαινόμενο που έχει εξαφανιστεί από τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, χαρακτηριστικούς θαμώνες των μπαρ, ερωτευμένους που φιλιούνται ανέμελα δημόσια. Οι φωτογραφίες του, που αποπνέουν έναν αέρα νοσταλγίας για αυτή την χαμένη αθωότητα, αν και δεν θα τις χαρακτήριζα ποτέ σπουδαίες, εν τούτοις έχουν μια αισιοδοξία και μια χαρά για την ζωή, χωρίς να γίνονται γραφικές, κάτι που δεν συναντάς εύκολα.
Χρήστος Κοψαχείλης