Για πάνω από έναν αιώνα οι φωτογράφοι και οι απολογητές τους, έχουν υποστηρίξει ότι η φωτογραφία αξίζει και πρέπει να θεωρείται Τέχνη. Όμως, η σχετική μέτρηση είναι αρκετά δύσκολη, ώστε να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κατά πόσο το έχουν επιτύχει. Βεβαίως, η πλειονότητα, αν και το νομίζει, δεν θεωρεί και δεν αντιλαμβάνεται τη φωτογραφία ως τέχνη, ακόμη κι όταν την ασκεί, την απολαμβάνει, την χρησιμοποιεί ή την εκτιμά. Τα επιχειρήματα των απολογητών (υπογράφοντος συμπεριλαμβανομένου), υπήρξαν και παραμένουν λίγο ακαδημαϊκά.
Φαίνεται να είναι πλέον σαφές, ότι η φωτογραφία δεν πρέπει να θεωρείται σαν μια από τις Καλές Τέχνες, με την κλασική έννοια. Μοιάζει, επίσης σαφές, πως η φωτογραφία (οποιουδήποτε είδους) πρόκειται να ζήσει περισσότερο από τη ζωγραφική και τη γλυπτική, όπως τις έχουμε γνωρίσει από την Αναγέννηση. Επιπλέον, μοιάζει ευοίωνο το γεγονός πως κάποια (λίγα) μουσεία είχαν την πρωτοβουλία να ανοίξουν φωτογραφικά τμήματα, που σημαίνει ότι (επίσης) λίγες φωτογραφίες διατηρούνται σε ιερή απομόνωση. Γεγονός, που με την σειρά του οδηγεί στο συμπέρασμα πως, το ευρύ κοινό, αποδεχόμενο το κύρος του μουσείου και του εκάστοτε επιμελητή, δεν είναι σε θέση να σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλες φωτογραφίες, πέρα απ' αυτές. (Τα μουσεία λειτουργούν σαν τα σπίτια των πάλαι ποτέ ευγενών, στα οποία το κοινό γινόταν δεκτό ως επισκέπτες, μόνο συγκεκριμένες ώρες. Μπορεί η ταξική φύση της «αριστοκρατίας» να έχει αλλάξει και να ποικίλλει, αλλά μόλις ένα έργο τοποθετείται σε ένα μουσείο αποκτά το μυστήριο ενός τρόπου ζωής, που αποκλείει τη μάζα.)
Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής. Η ζωγραφική και η γλυπτική, όπως τις ξέρουμε, δεν πεθαίνουν από κάποια υφολογική ασθένεια ή από οτιδήποτε μπορεί να έχει διαγνωστεί με φρίκη από τους επαΐοντες, ως πολιτιστική παρακμή. Πεθαίνουν, επειδή στον κόσμο και την εποχή μας, (όπως είναι και όπως την ζούμε), κανένα έργο τέχνης δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν γίνει, αν δεν μετατραπεί σε πολύτιμη ιδιοκτησία. Κι αυτό υπονοεί το θάνατο της ζωγραφικής και της γλυπτικής επειδή η ιδιοκτησία τέτοιων έργων, στις μέρες μας τουλάχιστον, έρχεται αναπόφευκτα σε αντίθεση με άλλες αξίες. Οι άνθρωποι πιστεύουν στην ιδιοκτησία, αλλά στην ουσία πιστεύουν μόνο στην ψευδαίσθηση της προστασίας που δίνει η ιδιοκτησία. Όλα τα έργα τέχνης, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους ή την ευαισθησία του θεατή, λογίζονται πλέον ως σκηνικά, υποστηρίγματα και τονωτικά της αυτοπεποίθησης του παγκόσμιου πνεύματος συντηρητισμού.
Από τη φύση τους, οι φωτογραφίες έχουν ελάχιστη ή καμία αξία ιδιοκτησίας επειδή δεν φέρουν την αξία του σπάνιου ή μοναδικού αντιτύπου. Βασική αρχή της φωτογραφίας είναι ότι η προκύπτουσα εικόνα δεν είναι μοναδική, αλλά αντίθετα, απείρως αναπαραγώγιμη. Η αναπαραγωγή είναι στην φύση της. Κατά συνέπεια, και με όρους που έχουν τεθεί ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οι φωτογραφίες είναι ντοκουμέντα, αρχεία, περιγραφές πραγμάτων που κάποιος έχει δει. Ας δεχθούμε πως οι φωτογραφίες απέχουν από τα έργα τέχνης, όσο και τα καρδιογραφήματα. Πιθανόν τότε, να απελευθερωθούμε από τις ψευδαισθήσεις και τις προκαταλήψεις μας. Το λάθος ήταν (και πολλές φορές παραμένει), πως έχουμε μάθει να ταξινομούμε τα έργα και τα αντικείμενα τέχνης εξετάζοντας μόνο ορισμένες φάσεις της δημιουργικής διαδικασίας. Λογικά, αυτό μπορεί να μετατρέψει και να ανάγει σε έργο τέχνης, οποιοδήποτε ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ίσως, όμως να είναι χρησιμότερο να ταξινομηθεί η τέχνη και τα έργα της σύμφωνα με αυτό που έχει φτάσει να είναι η κοινωνική λειτουργία τους. Και αυτή είναι πως πλέον λειτουργούν ως ιδιοκτησία. Κατά συνέπεια, οι φωτογραφίες είναι, ως επί το πλείστον, εκτός.
Οι φωτογραφίες μαρτυρούν μια ανθρώπινη επιλογή που ασκείται μια δεδομένη στιγμή, σε μια δεδομένη κατάσταση και κάτω από δεδομένες συνθήκες. Μια φωτογραφία είναι το αποτέλεσμα της απόφασης του φωτογράφου, πως το συγκεκριμένο συμβάν ή το συγκεκριμένο αντικείμενο αξίζει να ειδωθεί και να καταγραφεί. Μια φωτογραφία δεν εκθειάζει ούτε το ίδιο το γεγονός που περιγράφει, ούτε την ικανότητα της όρασης από μόνη της. Μια φωτογραφία είναι ήδη ένα μήνυμα σχετικά με το συμβάν που περιγράφει. Το επείγον του μηνύματος δεν εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον επείγοντα χαρακτήρα του συμβάντος, αλλά δεν μπορεί να είναι εντελώς ανεξάρτητο από αυτό. Στην απλούστερη μορφή του, το μήνυμα αποκωδικοποιείται ως εξής: «Έχω αποφασίσει πως αυτό που είδα αξίζει να το καταγράψω!»
Αυτό ισχύει εξίσου, τόσο για τις πλέον αξιομνημόνευτες φωτογραφίες, όσο και για τις πιο κοινότοπες αναμνηστικές. Αυτό που διακρίνει το ένα από το άλλο είναι ο βαθμός στον οποίο η φωτογραφία εξηγεί το μήνυμα, ο βαθμός στον οποίο η φωτογραφία κάνει την απόφαση του φωτογράφου διάφανη και κατανοητή. Έτσι ερχόμαστε στο λιγότερο γνωστό παράδοξο της φωτογραφίας. Η φωτογραφία, είναι μεν η μηχανική και αυτόματη καταγραφή ενός συγκεκριμένου γεγονός με τη μεσολάβηση του φωτός, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιεί το ίδιο το γεγονός για να εξηγήσει την καταγραφή του.
Η φωτογραφία είναι η διαδικασία που καθιστά την παρατήρηση, ενσυνείδητη.
Θα πρέπει να απελευθερωθούμε από τη συνεχώς επαναλαμβανόμενη σύγχυση να συγκρίνουμε τη φωτογραφία με τις Καλές Τέχνες. Κάθε φωτογραφικό βιβλίο ή εγχειρίδιο μιλά για τη σύνθεση. Καλή φωτογραφία είναι αυτή η οποία έχει «συντεθεί» σωστά. Όμως, αυτό ισχύει μόνο στο επίπεδο της τελικής (τυπωμένης ή προβαλλόμενης) φωτογραφίας και στο βαθμό που σκεπτόμαστε τις φωτογραφικές εικόνες ως (απο)μιμήσεις των ζωγραφικών. Η ζωγραφική είναι μια τέχνη τακτοποίησης (γραμμών, χρωμάτων, σχημάτων, κλπ.), επομένως είναι λογικό να απαιτείται να υπάρχει κάποια τάξη σε αυτό που τακτοποιείται. Πάντα η σχέση μεταξύ των μορφών σε μια ζωγραφική εικόνα είναι, μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, προσαρμόσιμη στο σκοπό του ζωγράφου. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί με τη φωτογραφία. (Εκτός αν συμπεριλαμβάνουμε στην συζήτηση και την διαφημιστική φωτογραφία, όπου ο φωτογράφος τακτοποιεί προσεκτικά την κάθε λεπτομέρεια του θέματός προτού να πάρει την φωτογραφία). Η σύνθεση, με την βαθιά, ουσιαστική και κυριολεκτική έννοια της λέξης, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη φωτογραφία. Ακόμη δε περισσότερο, η ζωγραφική σύνθεση και οι κανόνες της.
Από μόνη της, η μορφή (αυτό που, συνήθως και ελλιπώς, ονομάζουμε «φόρμα»), μιας φωτογραφίας δεν εξηγεί τίποτα. Τα γεγονότα που περιγράφονται είναι από μόνα τους μυστηριώδη ή εξηγήσιμα, αναλόγως με τις γνώσεις του εκάστοτε θεατή πριν δει την φωτογραφία. Οπότε τι είναι αυτό που δίνει στη φωτογραφία ως φωτογραφία, νόημα; Τι κάνει αυτό το ελάχιστο μήνυμα - « Έχω αποφασίσει πως, αυτό που είδα αξίζει να το καταγράψω!» - μεγάλο και δονούμενο;
Το αληθινό περιεχόμενο μιας φωτογραφίας είναι αόρατο, γιατί προέρχεται από ένα παιχνίδι, όχι με τη μορφή, αλλά με το χρόνο! Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η φωτογραφία είναι πιο κοντά στη μουσική απ' ότι στη ζωγραφική. Μια φωτογραφία μαρτυρά την άσκηση μιας ανθρώπινης επιλογής. Αυτή η επιλογή δεν είναι μεταξύ του να φωτογραφήσεις το Χ ή το Ψ αντικείμενο ή σκηνή, αλλά μεταξύ του να φωτογραφήσεις στη Χ ή Ψ στιγμή! Τα αντικείμενα που περιγράφονται σε οποιαδήποτε φωτογραφία (από την πιο «σωστή» μέχρι την πιο συνηθισμένη) φέρουν περίπου το ίδιο βάρος και την ίδια πειθώ. Αυτό που διαφέρει είναι η ένταση με την οποία γίνονται αντιληπτοί δυο πόλοι - αυτοί της απουσίας και της παρουσίας. Μεταξύ αυτών των δύο πόλων η φωτογραφία βρίσκει τη σωστή της έννοια. (Ας μην ξεχνάμε πως η πιο δημοφιλής χρήση της φωτογραφίας είναι ως ενθύμιο του απόντος.)
Μια φωτογραφία, ενώ περιγράφει τι έχει ειδωθεί, πάντα και από τη φύση της αναφέρεται και σ’ αυτό που δεν περιλαμβάνει. Απομονώνει, συντηρεί και παρουσιάζει μια στιγμή μεμονωμένη, αποκομμένη από μια συνέχεια. Η δύναμη της ζωγραφικής εικόνας εξαρτάται από τις εσωτερικές αναφορές της. Η αναφορά της στον φυσικό κόσμο πέρα από τα όρια της χρωματισμένης επιφάνειας δεν είναι ποτέ άμεση. Ασχολείται με ισοδύναμα ή αντίστοιχα. Ή, για να το πω αλλιώς: η ζωγραφική ερμηνεύει τον κόσμο, μεταφράζοντάς τον στη γλώσσα της. Αλλά, η φωτογραφική γλώσσα δεν είναι ούτε τόσο καθολική, ούτε τόσο συγκεκριμένη. Μαθαίνει κανείς να διαβάζει φωτογραφίες, όπως μαθαίνει να διαβάζει ίχνη στο δάσος ή καρδιογραφήματα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η φωτογραφία είναι η γλώσσα των γεγονότων. Η μόνιμη αναφορά της στην πραγματικότητα. Έτσι, όλες οι αναφορές της είναι έξω από τον εαυτό της.
Ένας σκηνοθέτης μπορεί να χειριστεί το χρόνο, όπως ένας ζωγράφος μπορεί να χειριστεί τη συμβολή των γεγονότων που απεικονίζει. Ένας φωτογράφος όχι και τόσο. Η μόνη απόφαση που μπορεί να πάρει αφορά στη στιγμή που επιλέγει να απομονώσει. Ωστόσο, αυτός ο προφανής περιορισμός δίνει στη φωτογραφία τη μοναδική της δύναμη. Αυτό που περικλείεται στο κάδρο επικαλείται κι αυτό που δεν φαίνεται. Αρκεί να κοιτάξει κάποιος μια οποιαδήποτε φωτογραφία για να διαπιστώσει αυτή την αλήθεια. Η άμεση σχέση μεταξύ του παρόντος και του απόντος είναι ιδιαίτερη σε κάθε φωτογραφία. Μπορεί να είναι η απουσία του ήλιου από τον πάγο, της θλίψης από μια τραγωδία, της ευχαρίστησης από ένα χαμόγελο, της αγάπης από ένα σώμα.
Μια φωτογραφία είναι αποτελεσματική όταν η επιλεγμένη στιγμή που περιγράφει, περιέχει ένα απειροελάχιστο ποσοστό μιας γενικής αλήθειας, το οποίο όμως είναι εξίσου αποκαλυπτικό τόσο για το τι απουσιάζει από την φωτογραφία, όσο και για το τι είναι παρόν σ' αυτήν. Η φύση αυτού του απειροελάχιστου ποσοστού αλήθειας, και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να το διακρίνει, ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να βρεθεί σε μια έκφραση, μια πράξη, μια αντιπαράθεση ή μια οπτική ασάφεια. Κι αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να εξαρτάται πάντα από τον θεατή.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται πολύ κοντά στην παλιά αρχή πως η τέχνη μετατρέπει το συγκεκριμένο σε καθολικό. Αλλά, η φωτογραφία δεν έχει να κάνει με κατασκευές ή μεταποιήσεις. Δεν υπάρχει κανένας μετασχηματισμός στη φωτογραφία. Υπάρχει μόνο απόφαση. Τελικά, αυτό το ελάχιστο μήνυμα μιας φωτογραφίας, που ανέφερα πιο πάνω, μπορεί να είναι λιγότερο απλό απ’ όσο σκεφτήκαμε αρχικά. Αντί του: « Έχω αποφασίσει πως, αυτό που είδα αξίζει να το καταγράψω!», μπορούμε τώρα να αποκωδικοποιήσουμε την φράση κάπως έτσι: «Ο βαθμός στον οποίο πιστεύω ότι αυτό αξίζει να ειδωθεί μπορεί να κριθεί από όλα όσα οικειοθελώς δεν δείχνω, διότι περιέχονται μέσα σε αυτό.»
Όμως, γιατί να περιπλέξουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο μια εμπειρία που, σήμερα πλέον, έχουμε σε καθημερινή βάση - την εμπειρία να βγάζουμε και να βλέπουμε φωτογραφίες; Επειδή η απλοϊκότητα, με την οποία συνήθως μεταχειριζόμαστε αυτή την εμπειρία, οδηγεί σε κατασπατάληση χρόνου και συγχύσεις. Επειδή, ως δημιουργοί πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε για το μέσο μας σε μεγαλύτερο βάθος και, ίσως με διαφορετικό τρόπο.
Σκεφτόμαστε και αποδεχόμαστε τις φωτογραφίες ως αποδεικτικά στοιχεία μιας αλήθειας και, λόγω της ομοιότητας τους με την πραγματικότητα, ως στοιχεία ειδήσεων. Άλλοτε τις χαρακτηρίζουμε ως έργα της τέχνης (με την παραδοσιακή έννοια), αποδίδοντάς τους χαρακτηριστικά δανεικά από την ιστορία της Ευρωπαϊκής (και μόνο) τέχνης, και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά, από την Αναγέννηση και μετά. Ακόμη κι όταν μιλάμε γι’ αυτές, συχνά χρησιμοποιούμε αντίστοιχη γλώσσα και παρόμοιους χαρακτηρισμούς. Συχνά, προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την παρουσία τους διανθίζοντας το λόγο μας με επιπροσθέτους όρους, δανεισμένους από την φιλοσοφία, την ψυχολογία ή ακόμη και τη θρησκεία και τη μεταφυσική.
Σπανίως τις αποδεχόμαστε ως ποίηση γεννημένη, όχι από τη φαντασία, αλλά από την πραγματικότητα. Ως μέσο μετουσίωσης της πραγματικής ζωής μας σε ουσιαστική οπτική ποίηση. Άλλα, ίσως στις μέρες μας η ουσιαστική ποίηση να είναι πολυτέλεια.
Φωτογραφία εξωφύλλου Giovanni Chiaramonte, "Scala contarini del bovolo", Venezia.
https://www.ifocus.gr/magazine/foto-grafies/2728-skepseis-gia-tin-katanoisi-tis-fysis-tis-fotografias#sigProIdbbe17f8031