Το θέμα των φωτογραφικών διαστάσεων έχει κατά καιρούς απασχολήσει πολλούς φωτογράφους. Από τις διαστάσεις των φιλμ, τις φυσικές διαστάσεις του αισθητήρα και το πλήθος των megapixels του, μέχρι τις διαστάσεις εκτύπωσης.
Επίσης, βλέποντας μια φωτογραφία και μιλώντας γι’ αυτήν, συχνά αναφερόμαστε στην πραγματικότητα και τις διαστάσεις της, κυρίως λόγω της ομοιότητας μεταξύ τους. Χρησιμοποιούμε λέξεις και εκφράσεις, όπως «μπροστά», «πίσω» ή «στο βάθος». Όμως, μια φωτογραφία, (τυπωμένη ή μη), από τη φύση της δεν μπορεί να συμπεριλάβει το φυσικό βάθος που αντιλαμβάνεται το μάτι μας κοιτώντας την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα δισδιάστατο επίπεδο με ύψος και το πλάτος, και οποιαδήποτε αναφορά στο φυσικό βάθος από πλευράς του θεατή, έχει να κάνει με την ιδέα που έχει ο ίδιος για το κομμάτι πραγματικότητας που περιγράφει η φωτογραφία. Για να το πω πιο απλά, στο πίσω μέρος μιας τυπωμένης φωτογραφίας, συνήθως βρίσκεται ένας τοίχος ή ένα χαρτόνι.
Παρόλα αυτά, μια φωτογραφία δεν έχει μόνο ύψος και πλάτος. Η πιο σημαντική της διάσταση, και βασικό δομικό στοιχείο της, είναι ο χρόνος. Όμως, θα πρόσθετα και μια ακόμα, που αν και δεν είναι άμεσα αντιληπτή, προσωπικά θεωρώ εξίσου σημαντική και ουσιαστική. Το φωτογραφικό βάθος.
Το φωτογραφικό βάθος δεν έχει να κάνει ούτε με την τεχνική ούτε με την προσπάθεια (ή αγωνία) για καλή φωτογραφία. Δεν έχει να κάνει με το βάθος πεδίου, με την προοπτική, την γωνία του φακού ή την απόσταση από το θέμα.
Κατά τη γνώμη μου, έχει να κάνει με τη σχέση μας με το θέμα και τη δυνατότητα μας να του προσδώσουμε φωτογραφικό νόημα, ή αλλιώς, στην ικανότητά μας να αναδείξουμε την σημαντικότητα αυτής της σχέσης. Και ανάλογα από ποια πλευρά του φακού κοιτάμε, αυτό το βάθος γίνεται αντιληπτό με διαφορετικό τρόπο.
Ως φωτογράφοι, προέρχεται από αυτό που επιλέγουμε να φωτογραφήσουμε, καθώς και το γιατί. Όχι από το κατά πόσο το συγκεκριμένο θέμα προσφέρεται για «καλή» φωτογραφία, αλλά από την εσωτερική αναγκαιότητα, συνειδητή ή όχι, που μας ωθεί στην επιλογή του. Ως θεατές, προέρχεται από τους τρόπους με τους οποίους θα επεξεργαστούμε ή θα αντιληφθούμε την προκύπτουσα αντιπροσώπευση του βλέμματος. Όλη αυτή η διαδικασία απαιτεί την ενεργή συμμετοχή του ματιού και της σκέψης, τόσο από τον φωτογράφο όσο και από τον θεατή.
Το φωτογραφικό βάθος δεν είναι κάτι μεταφυσικό και δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένα ή αφηρημένα μηνύματα, αλλά με την ουσία της ιστορίας που περιγράφεται μέσα στις τέσσερεις πλευρές του κάδρου, τη συνέπεια και την ισχύ του βλέμματος. Είναι η σαφής δήλωση, η πρόθεση, η ηχώ και ο υπαινιγμός. Είναι η υπόνοια αλλά και η επιβεβαίωση πως υπάρχει κάτι περισσότερο, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη. Είτε αυτό είναι καθαρά διανοητικό, είτε αισθαντικό. Το φωτογραφικό βάθος μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για στοχασμό. Είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους θα συνδεθεί ένα μυαλό με ένα άλλο, μια ψυχή με μια άλλη, και κατά συνέπεια, ένας τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός άλλου ανθρώπου.
Το φωτογραφικό βάθος είναι μία πρόσκληση να κατανοήσουμε αυτό που δεν γνωρίζουμε και να δούμε τον κόσμο μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος να αντιληφθούμε αυτό που ήδη αισθανόμαστε. Το φωτογραφικό βάθος είναι αυτό που μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε μια νέα προοπτική, μια νέα δυναμική. Παρέχει έναν άλλο τρόπο να δούμε αυτό που όλοι μας πρέπει πιθανώς να δούμε, ή έχουμε ήδη δει. Είναι η σύνδεση του βλέμματος του φωτογράφου με την ικανότητα του θεατή να αντιληφθεί αυτό που φαίνεται. Είναι η χειραψία μεταξύ δημιουργού και θεατή. Το φωτογραφικό βάθος είναι αυτό που κάνει μια αξιόλογη φωτογραφία να αξίζει την αμέριστη προσοχή μας, και ο λόγος που αυτή η φωτογραφία χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη μας.