Είναι αρκετές οι φορές που βλέποντας φωτογραφίες που μου δείχνουν οι μαθητές μου προς κριτική, το μόνο που μπορώ να τους πω (και λέω) είναι: «Περισσότερη δουλειά». Είναι συχνό το φαινόμενο, αυτή η φράση να παρεξηγείται και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που την επόμενη φορά βλέπω απλώς περισσότερες φωτογραφίες, αλλά καμία φωτογραφική πρόοδο. Η γλώσσα είναι αρκετά περιορισμένη για να κατανοήσει ο συνομιλητής μου τι ακριβώς εννοώ. Η λέξη «δουλειά» συνήθως παραπέμπει σε κάποια φυσική δραστηριότητα, και η φωτογραφία είναι πλήρης δραστηριοτήτων. Από τη λήψη μέχρι τη δουλειά στο σκοτεινό θάλαμο ή μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.
Αλλά, φωτογραφική δουλειά δεν σημαίνει μόνο αυτό. Είναι, νομίζω, πολύ απλοϊκό το να σκεφτεί κανείς πως «περισσότερη δουλειά» σημαίνει να τραβάς, να τυπώνεις ή να «παράγεις» περισσότερες φωτογραφίες. Όχι πως, ορισμένες φορές, δεν είναι κι αυτό απαραίτητο.
Κατά την άποψή μου όμως, «περισσότερη δουλειά» σημαίνει να εμπλακεί κάποιος με τη φωτογραφία περισσότερο. Να διερευνήσει, πρώτα απ’ όλα, το μέσο. Τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του. Η φωτογραφική πορεία, αλλά και όλη η πορεία της τέχνης, είναι αυτή της διερεύνησης. Διερευνώντας μπορεί, κάποτε, να φτάσουμε σε δρόμους που δεν έχουμε ξαναβρεθεί και αυτό μπορεί να είναι, από τη μια συναρπαστικό, από την άλλη τρομακτικό. Είναι συχνό φαινόμενο το να επισκέπτεται κάποιος μια πόλη στην οποία δεν έχει ξαναπάει και, μη μπορώντας να μπορεί να βρει το δρόμο του πίσω στο ξενοδοχείο, να περιδιαβαίνει τους δρόμους νιώθοντας χαμένος. Η διεργασία της καλλιτεχνικής διερεύνησης και σκέψης, ίσως να μας οδηγήσει σε άγνωστες πόλεις.
«Περισσότερη δουλειά», σημαίνει να μπορεί κάποιος (είτε μόνος του είτε με βοήθεια) να δει την αποτυχία του και, το κυριότερο, να την αποδεχτεί. Ταυτόχρονα, όμως, να έχει τόσο τη συναισθηματική όσο και τη διανοητική διαύγεια, ώστε να μπορέσει να κάνει ένα βήμα πίσω και δει γιατί και πως απέτυχε. Είναι αλήθεια πως όλη η πορεία της τέχνης έχει να κάνει με την αποτυχία. Ο καλλιτέχνης ζει (ή μαθαίνει να ζει) με την αποτυχία. Και παρά τους φόβους του συνεχίζει. Αυτό έχει ειπωθεί από πολλούς καλλιτέχνες και έχει γραφτεί πολλάκις από ανθρώπους που στέκονται υψηλοτέρα του υπογράφοντος.
Δουλεύουμε περισσότερο όταν μελετάμε με τη σωστή μέθοδο, τους κορυφαίους. Όχι όταν απλώς κοιτάμε τη δουλεία τους με θαυμασμό, αλλά όταν πραγματικά μελετάμε. Απ’ αυτούς μαθαίνουμε. Και νομίζω πως, ακόμα κι όταν τους μιμούμαστε, θα πρέπει να είμαστε, εκ των προτέρων, συμβιβασμένοι με τη διαπίστωση πως αυτή δεν είναι η δική μας φωτογραφία. Πως πρόκειται απλώς και μόνον για μια άσκηση ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα φόρο τιμής.
Δουλεύω περισσότερο σημαίνει, ασχολούμαι με την επίλυση καλλιτεχνικών προβλημάτων που, μπορεί να αφορούν στο μέσο που χρησιμοποιώ, αλλά που πάντα αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει ο θεράπων οποιουδήποτε καλλιτεχνικού μέσου. Και το κάνω γνωρίζοντας πως δεν είμαι ούτε ο μόνος, και σε καμία περίπτωση, ο πρώτος. Δουλεύει περισσότερο κάποιος, όταν διαβάζει, λόγου χάρη, το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Γιατί εκεί μαθαίνει γι αυτό που έχουμε μάθει να ονομάζουμε «ανθρώπινη κατάσταση». Ταυτόχρονα, μαθαίνει τι σημαίνει δημιουργία και δημιουργική διαδικασία. Βλέπει με ποιο τρόπο ο Τολστόι ανταπεξήλθε στις προκλήσεις του έργου και απάντησε σε καλλιτεχνικά προβλήματα που αφορούν στη λογοτεχνία. Είναι, βεβαίως, λογικό να ρωτήσει κάποιος: «Και τι με ενδιαφέρει εμένα ο Τολστόι και η λογοτεχνία; Εγώ φωτογράφος είμαι.» Μα, σε ενδιαφέρει γιατί, αν αντιμετωπίζεις παρόμοια καλλιτεχνικά προβλήματα στη φωτογραφία, μπορείς να δεις πως ένας κορυφαίος της λογοτεχνίας τα έλυσε με το δικό του μέσο … Μαθαίνεις!
Δουλεύω περισσότερο αυτά που έχω στο μυαλό μου για την φωτογραφία και την τέχνη γενικότερα. Δουλεύω περισσότερο με τη φωτογραφική μου μηχανή.
Βλέπω. Προσπαθώ. Πάλι και πάλι και πάλι … και μετά σταματώ να προσπαθώ. Αφήνω τη φωτογραφία να συμβεί.