Ήταν πέντε χρονών τότε. Δεν υπήρχε ο χρόνος. Όλα ήταν ρευστά μέσα στην αρχέγονη σούπα της δημιουργίας. Τον καλούσαν να τους δώσει σχήμα, χρώμα, οσμή. Με τα παζλ έμαθε να δημιουργεί τον κόσμο. Και να τον διαλαλεί. Ήταν το παιδί ντελάλης. Να τον καταστρέφει στη συνέχεια σαν κάτι αταίριαστο. Και ξανά απ’ την αρχή. Ήταν ένα παράξενο και μαζί αστείο παιγνίδι. Ήθελε έναν κόσμο όμορφο. Είχε άπειρο τον χρόνο για να παίζει κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι. Ξανά και Ξανά.
Σαν να τον έχω πάλι μπροστά στα μάτια μου. Ξανά. Τον αναγνωρίζω. Είναι εκείνος. Τώρα όμως ως φωτογράφο. Να στέκει αβέβαιος. Ανάμεσα στο υλικό και το άυλο. Να ταλαντεύεται στο σχοινί του ακροβάτη. Νάτος πάλι ακροβατεί πάνω στη διαχωριστική γραμμή. Με τη δίψα του για τη νέα γνώση. Προσεγγίζοντας τα όρια. Διευρύνοντας. Πλησιάζοντας στις παρυφές. Στους ολοένα και περισσότερο ασταθείς αμμόλοφους της λήθης. Χορεύοντας ανάμεσα στις άγνωστες κοιλάδες του χρόνου. Τώρα ο τόπος στα χέρια του είναι καινούργιος, είναι μαγικός. Προσλαμβάνει αισθήσεις με τα νέα του εργαλεία - τα καινούργια ψηφιακά μάτια του. Δίνει νύξεις για τα όρια, για τις προθεσμίες, για τις προθέσεις. Επιμένει. Αποτυγχάνει. Δοκιμάζει τον κόσμο. Δοκιμάζεται αμφιβάλλοντας. Χωρίς καμιά σιγουριά για το αποτέλεσμα. Η χαρά της έκπληξης είναι καμιά φορά η ανταμοιβή του.