Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά καθώς η ένταση του φωτός άρχισε να υποχωρεί. Ήταν πολύ σημαντικό να νοιώσω την καρδιά μου. ʼρχισα να διακρίνω σκιές. ʼρχισα να βλέπω. Τινάχτηκα απότομα καθώς ένοιωσα το παγωμένο πάτωμα στις πατούσες μου. Αυτό το γεγονός με συντάραξε. Είχα και πάλι σώμα. Βρισκόμουν ολόρθος στο κέντρο του λευκού θαλάμου. Εκεί ακριβώς όπου έμελλε να βιώσω την εξαύλωση. Δε θυμόμουν τίποτα πιά. ʼφησα αυθόρμητα τη ματιά μου να πλανηθεί τριγύρω. Πώς να είχα άραγε βρεθεί εδώ; Γιατί ήμουν γυμνός;
ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ (Μέρος 7)
Έπρεπε να το καταλάβω ότι το πρόβλημά μου τελικά δεν οφείλονταν τόσο στις λάθος επιλογές, όσο στην εξάρτηση μου απο τη σκέψη. Ίσως βέβαια αυτά τα δύο να ήταν αλληλένδετα. Ξέρω ότι η σκέψη επεδίωκε διαρκώς να καθορίζει εκ των προτέρων τις κινήσεις μου, αλλά παρ’ όλ’ αυτά η σκέψη αυτή ανήκε σε μένα. Πώς ήταν δυνατόν να δέχομαι τόσο καιρό να της αφήνομαι να με κυριαρχεί; Γιατί έπρεπε να ‘μαι διαρκώς υποχρεωμένος να την ακολουθώ όποτε εκείνη έρχεται και να μη με ακολουθεί εκείνη κάθε φορά που την έχω πραγματικά ανάγκη; Πώς έφτασα σε σημείο να της επιτρέψω να με κυριαρχήσει τόσο;
Μόλις είχα υπογράψει συνθήκη με το θυμό. Ένα θυμό απροσπέλαστο, στραμένο στον εαυτό μου, ο οποίος με κατηγορούσε ανελλιπώς ότι εγώ ο ίδιος ήμουν και ο μοναδικός υπαίτιος. Λες κι ήμουν ο θεός κι έπρεπε να λογοδοτήσω για κάτι που ποτέ μου δεν κατάλαβα. Όμως στο τέλος κι αυτός ο ίδιος ο θυμός, γέννημα της σκέψης ήταν.
Συμπέρανα τελικά ότι όλα όσα βίωνα σε αυτό το διάστημα προέρχονταν απο την έλλειψη αποδοχής της ανυπαρξίας μου. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήμουν άυλος. Ότι απλά πέρασα απο μια κατάσταση σε μιάν άλλη, τόσο πρωτόγνωρη που καμία φαντασία δε μπορούσε να διανοηθεί. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είχα πάψει ούτε στιγμή να συλλέγω πληροφορίες. Πληροφορίες μάλιστα τόσο μηδαμινές που κανείς ποτέ δεν θα ενδιαφέρονταν για εκείνες. Είχα μάθει σχεδόν τα παντα για την ακινησία και την κίνηση. Είχα μεταμορφωθεί σε αέναο χρόνο.
Ακόμη και στο κενό υπάρχει αντίσταση εφόσον υπάρχει θέληση και πίστη. Αν αυτά πάψουν, το κενό σε καταπίνει. Λές και σε μεταχειρίζεται για να γεμίσει με νόημα. Δεν είναι τυχαίο που αισθανόμουν υποχρεωμένος ν’ αποδείξω ότι υπήρχε νόημα που βρισκόμουν εκεί και μάλιστα έχοντας ανάσα κι ας μην είχα πνευμόνια.
Αυτό μπορεί βέβαια να φανεί αδιανόητο, αλλά όταν έχασα πια κάθε ελπίδα και κάθε πίστη σε αυτό που ονόμαζα μέχρι τότε θέληση, άρχισα επιτέλους να ισορροπώ. Ανακάλυψα ότι τελικά αυτό που μου συνέβαινε είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μου άρεσε. Είχε έρθει πλέον η ώρα να πειστώ απόλυτα για την ματαιότητα της σκέψης όταν κυριαρχεί η αοριστία. Αυτός ήταν και ο τρόπος να πάψει η σκέψη. Απο τη στιγμή που εκείνη δεν υπήρχε, δεν υπήρχα πια ούτε κι εγώ. Έτσι εναπόθεσα όλη την ευθύνη στην ανάσα, αποφασισμένος ότι δε μ’ ενδιαφέρει πια καθόλου αν εκείνη σβήσει κι εγω επιτέλους εξαφανιστώ.
Δεν ήταν η απόγνωση που μ’ έσπρωξε στην απόφαση αυτή, παρά η γνώση.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά καθώς η ένταση του φωτός άρχισε να υποχωρεί. Ήταν πολύ σημαντικό να νοιώσω την καρδιά μου. ʼρχισα να διακρίνω σκιές. ʼρχισα να βλέπω. Τινάχτηκα απότομα καθώς ένοιωσα το παγωμένο πάτωμα στις πατούσες μου. Αυτό το γεγονός με συντάραξε. Είχα και πάλι σώμα.
Βρισκόμουν ολόρθος στο κέντρο του λευκού θαλάμου. Εκεί ακριβώς όπου έμελλε να βιώσω την εξαύλωση. Δε θυμόμουν τίποτα πιά. ʼφησα αυθόρμητα τη ματιά μου να πλανηθεί τριγύρω. Πώς να είχα άραγε βρεθεί εδώ; Γιατί ήμουν γυμνός;
Δεν είχα λόγους να ντραπώ, αλλά ούτε και χρόνο για ν’ ασχοληθώ με τη γύμνια μου. Κινήθηκα ενστικτωδώς πρός την πόρτα. Βγήκα στον προθάλαμο. Εκεί βρήκα ρούχα και παπούτσια ακριβώς στο νούμερό μου. Θαρρείς πως κάποιος τα είχε αφήσει εκεί ειδικά για μένα.
ʼφησα, καθώς βγήκα, την πόρτα να την κλείσει ο άνεμος.
Ήμουν επιτέλους ένα με τον κόσμο.