Ποτέ δε φρόντισα, όσο ζούσαν οι γονείς μου, να ρωτήσω και να μάθω ποιος ήταν ο φωτογράφος που τράβηξε αυτή τη φωτογραφία την ημέρα της βάπτισής μου. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και όταν άρχισα να μαθαίνω αρκετά για τη Φωτογραφία, μπόρεσα να καταλάβω την αξία της, πέρα από τη συναισθηματική. Σήμερα, ξανακοιτάζοντάς τη, μπορώ να διακρίνω τις σωστές αναλογίες, το παιχνίδι εναλλαγής λευκών και μαύρων, το υπέροχο πλάγιο φως και τις σκιές. Την ευφυία του φωτογράφου να πάρει την καθετότητα του παιδιού σαν σημείο εξισορρόπησης του λοξού κάδρου. Πάνω από όλα τη τέλεια «σκηνοθεσία», με το σουρεαλιστικό σκηνικό ενός νεοβάπτιστου παιδιού στα λευκά πάνω σε μια πλουμιστή πολυθρόνα, μέσα σε ένα παρακμιακό περιβάλλον, όπου στο βάθος ανάμεσα από τα κτίρια φαίνεται ο Λυκαβηττός. Όλα είναι αλήθεια και ταυτόχρονα μοιάζουν ψέμα-όνειρο. Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι αυτή η φωτογραφία, πέρα από πορτραίτο μου τότε, κατά κάποιο περίεργο τρόπο αποτέλεσε ταυτόχρονα και «πορτραίτο» αυτών που θα πίστευα αργότερα για τη Φωτογραφία (και τον Κινηματογράφο).
Ύστερα από τέσσερα χρόνια και με πάνω από 60 δημοσιεύσεις, θεωρούμε ότι η στήλη αυτή έκλεισε τον κύκλο της. Σκοπός της ήταν, με φωτογραφίες μέσα από το έργο γνωστών φωτογράφων και μικρά σχόλια που τις συνόδευαν, να έλθει ένα ευρύτερο φωτογραφικό κοινό σε επαφή με αυτό που ονομάζεται καλλιτεχνική φωτογραφία και είναι, όχι αυτή που μεταφέρει μηνύματα και εικονοποιεί έννοιες, ούτε η ωραιοποιημένη και επιτηδευμένη, όχι αυτή που απεικονίζει πιστά την πραγματικότητα, ούτε αυτή που παραποιεί την πραγματικότητα με διάφορα εφέ και τεχνικές, αλλά αυτή - όπως και κάθε άλλη τέχνη - που μεταμορφώνει την πραγματικότητα. Πώς μπορεί και γίνεται αυτό; Έχουμε κάπου γράψει, με τον ίδιο τρόπο που οι απλές λέξεις της καθημερινότητας μπορούν και γίνονται λογοτεχνία. Απαιτείται μεγάλη γνώση του μέσου και μεγάλη συγκέντρωση-έμπνευση. (Τα ίδια στοιχεία, κατ’ αναλογία, απαιτούνται και από τον θεατή). Δεν υπάρχουν κανόνες, ή μάλλον οι κανόνες από μόνοι τους δεν είναι αρκετοί. Έλεγε κάποιος, «αν ξέρω καλά τους κανόνες ενός μαραγκού μπορώ να φτιάξω ένα καλό τραπέζι, αν ξέρω καλά τους κανόνες ενός καλλιτέχνη δεν είναι σίγουρο ότι θα φτιάξω ένα έργο τέχνης». Τέλος, η τέχνη δεν αναφέρεται σε κάτι, είναι κάτι από μόνη της.
Ανώνυμος φωτογράφος - Αθήνα, 1962