Ένα κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο κάποιων από τα πορτραίτα που έκανε ο Sander σε εξωτερικούς χώρους, ήταν το ηθελημένο ρηχό βάθος πεδίου για το πίσω φυσικό τοπίο. Όμως, αν και το άφηνε ελαφρά ανεστίαστο, τόσο ώστε να μοιάζει σαν ψεύτικο-ονειρικό σκηνικό, φαίνεται να το είχε προεπιλέξει σε σχέση με τον φωτογραφιζόμενο και την ακριβή «τοποθέτησή» του σε αυτό. (όπως και στις φωτογραφίες του μετον τσιγγάνο, τα αγροτόπαιδα, τον γερμανό στρατιώτη, τον διευθυντή του σχολείου, την κατηχούμενη κ.ά)
Η φωτογραφία εδώ, μοιάζει σαν να έχουν τυπωθεί μαζί δύο αρνητικά το ένα πάνω στο άλλο, ένα είδος διπλοτυπίας. Δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε δύο ξεχωριστές φωτογραφίες, που και πάλι η κάθε μία θα ήταν ενδιαφέρουσα. Όμως το συναμφότερο που δημιουργείται από τον άμεσο συσχετισμό της στάσης ενός ανέκφραστου ανθρώπου με την ίδια αυστηρή κάθετη «στάση» των γοτθικών κτιρίων πίσω, σε έναν έρημο δρόμο, έχοντας υπόψη και την παρόμοια αντιμετώπιση σε άλλες φωτογραφίες του όπως προαναφέραμε, οδηγούν στο συμπέρασμα μιάς αυστηρής πειθαρχίας στην προσωπική του γραφή για τα πορτραίτα και μιάς «σκηνοθεσίας». «Σκηνοθεσίας» που μετατρέπει τον εικονιζόμενο ζωγράφο σε «ηθοποιό» που «παίζει» στο «έργο» του φωτογράφου και που θα στέκει εκεί για πάντα, ακίνητος, σαν φύλακας του χρόνου.
© August Sander: The painter Anton Radercheidt, 1927