Το χέρι ενός άνδρα εξέχει από το παράθυρο της καμπίνας ενός ταξί. Είναι το μόνο-μικρό-μέρος της φωτογραφίας που φωτίζεται. Διακρίνουμε καθαρά την λευκή μανσέτα του πουκαμίσου με το μανικετόκουμπο, το μπρασελέ του ρολογιού, το δαχτυλίδι. Το πρόσωπο μετά βίας διακρίνεται, είναι σχεδόν χαμένο, όπως και η υπόλοιπη φωτογραφία, μέσα σε ένα σκοτάδι ηθελημένου υποφωτισμού.
Ο φωτογράφος φωτογραφίζοντας, ουσιαστικά κόβει ένα κομμάτι χώρου μέσα σε ένα απειροελάχιστο κομμάτι χρόνου και αποφασίζει πολλές φορές άμεσα τι θα συμπεριλάβει στο κάδρο του και τι θα αφήσει έξω από αυτό. Όσα μένουν εκτός δεν σημαίνει ότι δεν είναι εξίσου σημαντικά ή και σημαντικότερα. Η δυσκολία του εγχειρήματος (αν θέλουμε να μιλάμε για την φωτογραφία ως τέχνη και όχι σαν απλή αποτύπωση) έγκειται στο ότι αυτά που θα μείνουν μέσα στις τέσσερις γωνίες πρέπει να έχουν μεταμορφωθεί από πραγματικότητα σε φωτογραφική πραγματικότητα, να γίνουν δηλαδή φωτογραφία (κατ’ανάλογο τρόπο που οι συνηθισμένες λέξεις της καθημερινότητας γίνονται λογοτεχνία).
Ο Roy DeCarava αποκόπτοντας αυτό το κομμάτι χώρου και παρουσιάζοντάς το κατ’αυτόν τον τρόπο, ανατρέπει και την σημασία που έχουν τα πράγματα, δημιουργώντας μία άλλη αξιακή ιεράρχηση και κατορθώνει με αφετηρία στοιχεία του πραγματικού κόσμου να μεταβεί σε έναν φωτογραφημένο κόσμο, δηλαδή σε ένα μετουσιωμένο είδωλο της φύσης (κατά τον ορισμό της τέχνης από τον Paul Klee).
Φωτογραφία © Roy DeCarava: Cab 173, New York, 1962