Ο φωτογράφος, από το 2015, επ ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, τότε, σύστησε, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο τον ποιητή και τους στοίχους του, στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης.
Τα γνωστά πορτρέτα του Άγγελου Σικελιανού (ένα της νεότητας και ένα της ωριμότητας-τόσο διαφορετικά μεταξύ τους) αναστάτωσαν με την συνεχή παρουσία τους (δίχως αναφορά του ονόμα-τος ή της δράσης) στους τοίχους και τις στάσεις λεωφορείων τη νέα (τότε) εποχή, ως στοίχημα, ως ερώτημα για τη σχέση μας με την ποίηση (κυρίως μέσω της φωτογραφίας του ποιητή), ως γρίφος και παιχνίδι ταυτόχρονα.
Σε κοντινούς αλλά σαφώς ξεχωριστούς χώρους υπήρχαν σελίδες μεγέθους Α4 με ποιήματα του ποιητή, ψαλιδισμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να αποκόψει και πάρει μαζί του το τμήμα του ποιήματος που τον ενδιέφερε.
Κάπου εκεί κοντά, ο προσεκτικός αναγνώστης του οπτικού θορύβου θα έβρισκε και διάβαζε και την περίεργη επικόλληση, φαινομενικά επίσης άσχετη, «Ποιος Άγγελος – Ποιος Βασίλης;». Ένα ανοικτό ερωτηματικό υπέρ ή κατά της διάδρασης, τουλάχιστον με όσους μπορούσαν να αναγνωρίσουν το πορτρέτο του ποιητή, αλλά δε γνώριζαν το παραμικρό για το δεύτερο όνομα (αυτό του δρώντα).
Κάποιες από αυτές τις αναρτήσεις φωτογραφίζονται και σε δεύτερο χρόνο παρουσιάζονται σε έκθεση, σαν “φωτογραφία ντοκουμέντου”, σαν «αντικειμενική καταγραφή», σαν σχόλιο ενός γεγονότος που συνέβη μεν αλλά κανείς δε θυμάται.
Μιλάμε για τη φωτογραφία η οποία επιστρέφει στην κοινωνική πραγματικότητα ως φορέας δήθεν μνήμης, τη φωτογραφία που έγινε τότε και μετατρέπεται τώρα στο όχημα για επανεξέταση των σχέσεων βλέπω, ανακαλώ, ερευνώ. Η φωτογραφική εικόνα ως παγιωμένος χρόνος μίας κάποτε ζώσας πραγματικότητας μετατρέπεται(;) σε αλληλεπίδραση του εαυτού με κάτι άλλο. Η αυτού του τύπου «Φωτογραφία ντοκουμέντο» φανερώνει με το σκληρότερο τρόπο ότι η «αναμνηστική μίας δράσης φωτογραφία» δε θυμίζει σε κανέναν τίποτε, όπως δε θυμίζει το παραμικρό σε κανέναν η φωτό του γάμου των γονιών μας.
Ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο η πρόκληση του γνωστού γεννά πραγματικότητες του μη πραγματικού, ως πρόκληση για ανάγνωση, αναγνώριση, διάδραση, πράξη.
Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας οι φωτογραφίες «ντοκουμέντα» της αρχικής δράσης, με άλλες αφορμές όμως και σε ένα διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο (Η Φωτογραφία στο Δημόσιο Χώρο), επικολλήθηκαν σε τοίχους της συμπρωτεύουσας, αυτή τη φορά με δημοσιότητα και σχετικές συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Από αυτές τις ανοικτές συζητήσεις προέκυψε και η ανάγκη συγκέντρωσης όσων εικόνων κατάφερναν να επιβιώσουν στον καθημερινό πόλεμο της αφισοκόλλησης και του βανδαλισμού.
Είχε προταθεί, τότε, ο θεωρητικός όρος:
«Από τις γκαλερί και τα μουσεία στο δρόμο και από το δρόμο στην Γκαλερί».
Στην έκθεση αυτή παρουσιάζονται κάποια ντεκολάζ κατάλοιπα, αυτής της δεύτερης σειράς δράσεων στους δημόσιους χώρους της συμπρωτεύουσας, ως αυτόνομα έργα ΜΕΤΑ.
Τα μεταέργα αυτά, (αναπαραστάσεις αυτής της αλληλεπίδρασης) επαναπροσδιορίζουν (με τις αβεβαιότητές τους) και το πώς μπορεί να λειτουργήσει η φωτογραφία στην κοινωνία, και το τι μπορεί να κάνει μία φωτογραφία καταγραφής, όταν πορεύεται πέραν της αναπαράστασης ή του κακώς νοούμενου ρεαλισμού.