Για ποιον γίνονται τελικά όλα αυτά; Για να διεκδικήσουμε την απαραίτητη κοινωνική αφύπνιση αποστειρωμένοι από την προσφυγική αλήθεια; Αντέχουμε τη φυσική παρουσία των «ξένων» δίπλα μας ή πρέπει να μένουν μουγγοί, χωρίς ήχο και οσμή, ζωές παγωμένες και ανεσταλμένες, όπως είναι οι όψεις τους σε μια φωτογραφία;
Φωτογραφία Δημήτρης Φωτίου/ΦΕΜ
Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά*
Ηρακλής Παπαϊωάννου
* Στίχος από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Τι έπαιξα στο Λαύριο» (1979).
Οι πρόσφατες εκθέσεις σε ιδρύματα τέχνης και μουσεία για την προσφυγική κρίση και τις συνέπειές της προσβλέπουν εύλογα στην ευαισθητοποίηση του κοινού και στον αναστοχασμό γύρω από ένα καίριο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που επηρεάζει και διχάζει όλη σχεδόν την Ευρώπη. Η επίσκεψη οικογενειών προσφύγων, με τα παιδιά τους, σε μια τέτοια έκθεση γεννά αρχικά αμηχανία, καθώς τα θύματα αυτής της βίαιης διαδικασίας έρχονται αντιμέτωπα με την απεικόνισή τους και βλέπουν στις αιχμηρές φωτοδημοσιογραφικές εικόνες να αναπαριστώνται τα ίδια τους τα βάσανα. Αναδύεται ίσως επίσης μια ανησυχία για το αν οι εικόνες ενδεχομένως ξυπνούν τραυματικές μνήμες που ψάχνουν απεγνωσμένα να θαφτούν βαθιά. Τα προσφυγόπουλα, παιδιά που ενηλικιώνονται αφύσικα γρήγορα, κοιτάζουν σε τέτοιες επισκέψεις τις εικόνες επίμονα, ως επιμελείς παρατηρητές της ίδιας της ζωής τους. Αγγίζουν συχνά τις φωτογραφίες σαν να θέλουν να μπουν μέσα στην εικόνα, σαν να μην αρκεί μόνο η όραση για να αντιδράσουν σ’ αυτό που βλέπουν. Αυτό ενεργοποιεί ανακλαστικά εργαζόμενων σε μουσεία, που νιώθουν αυθόρμητα την ανάγκη να προστατεύσουν τις γυμνές, για μεγαλύτερη αμεσότητα, φωτογραφίες από επανειλημμένες επαφές που ίσως τελικά τις φθείρουν. Σύντομα συνειδητοποιούν πως δεν είναι τόσο οι φωτογραφίες γυμνές και απροστάτευτες όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι που στέκουν απέναντί τους. Τα σημάδια που εκείνοι φέρουν είναι βαθιά τραύματα και ουλές αόρατες πίσω από τα παιδικά χαμόγελα. Οι δαχτυλιές στη γυμνή φωτογραφία, οι οδηγίες προληπτικής συντήρησης, το οικουμενικό αξίωμα πως δεν αγγίζει κανείς τα εκθέματα των μουσείων, όλα ξαφνικά μοιάζουν να αποκτούν κάπως σχετικότερη σημασία.
Σε ποιον ανήκει τελικά μια φωτογραφία; Μόνο σ’ αυτόν που την τράβηξε; Σ’ αυτόν που την αγοράζει; Σ’ αυτόν που διατηρεί τα δικαιώματά της; Ή μήπως και σ’ εκείνον του οποίου η ζωή εικονίζεται σ’ αυτήν ανάγλυφα; Ή, μήπως ανήκει λίγο με κάποιο τρόπο και στον καθένα που έλκεται ακατανίκητα από αυτήν, που αισθάνεται πως τον αφορά και τη φέρει μέσα του ως άυλη, πνευματική ιδιοκτησία; Τέτοια ερωτήματα προκύπτουν αβίαστα όταν η πραγματικότητα επισκέπτεται την εικόνα που την αποτυπώνει.
Και ακολουθούν επίσης κι άλλα. Για ποιον γίνονται τελικά όλα αυτά; Για να διεκδικήσουμε την απαραίτητη κοινωνική αφύπνιση αποστειρωμένοι από την προσφυγική αλήθεια; Αντέχουμε τη φυσική παρουσία των «ξένων» δίπλα μας ή πρέπει να μένουν μουγγοί, χωρίς ήχο και οσμή, ζωές παγωμένες και ανεσταλμένες, όπως είναι οι όψεις τους σε μια φωτογραφία; Ο μουσειακός τοίχος αποδεικνύεται αιφνιδιαστικά ένα όριο όπου απρόσμενα συναντιούνται και καθρεφτίζονται μεταξύ τους δυο κόσμοι διαφορετικοί: της ασφάλειας και της ανασφάλειας, της δράσης και της στατικότητας.
Ένα προσφυγόπουλο σε μια τέτοια έκθεση έδειχνε μερικές φωτογραφίες επίμονα αναγνωρίζοντας μάλλον σ’ αυτές τραγικά ψήγματα της ζωής του. Μετά από την επίσκεψη στην έκθεση ζήτησε από μόνο του, για πρώτη φορά, να εξηγήσει στην τάξη του τον τρόπο και τις συνθήκες με τις οποίες ήρθε από τη Συρία στην Ελλάδα. Ίσως οι φωτογραφίες να έχουν μερικές φορές, αναπάντεχα, και θεραπευτικά αποτελέσματα, να λειτουργούν ως σκανδάλη που ξεκλειδώνει συναισθήματα και απωθημένους φόβους. Ατυχώς ίσως, ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει, οι φωτογράφοι πολύ σπάνια το μαθαίνουν. Το ίδιο και τα μουσεία που φιλοξενούν τις φωτογραφίες τους.