Τὰ ξεφύλλιζες, κοντοστεκόσουν κάθε τόσο
διάβαζες τάχα κάτι σὲ διαπερνοῦσε
ἀδιάβαστες κρυφογελοῦσαν οἱ σελίδες
μετὰ τὰ ζύγιασες ὅλα στὴ χοῦφτα σου
σὰ νὰ ἦταν κέρματα
χοντρικὰ τὰ ἐξετίμησες
οὐκ ὀλίγα εἶπες
ἔκπληκτος πῶς τ᾿ ἀπέκτησες μὲ ρωτᾷς.
Ὑποκριτή, γραμμὴ δὲ διάβασες
ἀλλιῶς θὰ τό ᾿βλεπες
τὸ γράφω ἐδῶ μέσα πρῶτο πρῶτο
τὰ εὕρετρα εἶναι
ἐσὺ μοῦ τὰ ἔδωσες
ἐπειδὴ σὲ βρῆκα
σὲ μέτρησα καὶ ἤσουνα πολλὰ
ξαναμετρῶ κι ἤσουν ἀλλιῶς
τὸ ἄφησα νὰ εἶσαι κι ἀπ᾿ τὰ δύο
δὲ σοῦ ἀφαίρεσα οὔτε μία
ἀπ᾿ τὶς χιλιάδες ὡραιότητες ποὺ εἶχες
οὔτε μισὴ ἀπ᾿ τὶς πολύτιμες ἀσκήμιες σου
κόσμε.
Κική Δημουλά